«Ακραία» φαινόμενα, φυσικές καταστροφές και ολοκληρωμένος σχεδιασμός στην εποχή της κλιματικής αλλαγή
ΑποδελτίωσηΠεριβάλλονΠολεοδομίαΧωροταξία 20 Νοεμβρίου 2017 Αργύρης
Του Γιάννη Μυλόπουλου *
Τελευταία, όλο και συχνότερα τα καιρικά φαινόμενα που προκαλούν καταστροφές, είτε πρόκειται για ανομβρία και παρατεταμένους καύσωνες το καλοκαίρι που ευνοούν λειψυδρία και δασικές πυρκαγιές, είτε πρόκειται για έντονες βροχές και καταιγίδες το φθινόπωρο και τον χειμώνα που προκαλούν πλημμύρες, χαρακτηρίζονται ως «ακραία» φαινόμενα. Με δεδομένο ότι ένα φαινόμενο χαρακτηρίζεται ως ακραίο όταν συμβαίνει σπάνια, γεννάται σήμερα το ερώτημα πόσο «ακραία» μπορεί να χαρακτηριστεί μια συνήθης, πλέον, συμπεριφορά της φύσης.
Η αλήθεια είναι ότι τα φυσικά φαινόμενα που στη δική μας περιοχή της Μεσογείου εμφανίζονται όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια, παλαιότερα συνέβαιναν πολύ πιο σπάνια και γι’ αυτό και αποκαλούνταν ακραία. Η όλο και συχνότερη επαναφορά τους τελευταία, είναι η κυριότερη εκδήλωση του γεγονότος ότι το κλίμα αλλάζει.
Η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη, η οποία οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο με τη σειρά του συμβαίνει λόγω των διαρκώς αυξανόμενων εκπομπών αερίων της καύσης τις τελευταίες δεκαετίες, είναι πλέον ένα γεγονός καταμετρημένο και αδιαμφισβήτητο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, η συχνότερη εμφάνιση ακραίων φαινομένων είναι η κυριότερη εκδήλωση της κλιματικής αλλαγής στην δική μας περιοχή, όπως αντίστοιχα η μεγαλύτερη του μέσου όρου αύξηση της θερμοκρασίας, με συνέπεια το λιώσιμο των πάγων, είναι η εκδήλωση του ίδιου φαινομένου σε βορειότερα από το δικό μας κλίματα.
Η κλιματική αλλαγή αντιμετωπίζεται με δύο τρόπους:
Ο μακροπρόθεσμος, αφορά στην καταπολέμηση αυτού καθ’ εαυτού του φαινομένου του θερμοκηπίου, με την προσπάθεια μείωσης της εκπομπής των λεγόμενων θερμοκηπικών αερίων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με εφαρμογή μεθόδων εξοικονόμησης της ενέργειας, είτε και με την αλλαγή ενεργειακού προτύπου και το πέρασμα από την εποχή του άνθρακα στην εποχή των «καθαρών» τεχνολογιών, με αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Σε ό,τι αφορά σε αυτή την προσπάθεια είναι γνωστό ότι η χώρα μας, είτε λόγω οικονομικής κρίσης, είτε και λόγω αδράνειας, δεν έχει να επιδείξει παρά ελάχιστες πρωτοβουλίες. Άλλωστε και η διεθνής κοινότητα δείχνει να καρκινοβατεί στην προσπάθεια καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, κυρίως γιατί για τις μεγάλες δυνάμεις, όπως η ΗΠΑ και η Κίνα, που συμπίπτει να είναι και οι μεγάλοι ρυπαντές, η προσπάθεια αλλαγής ενεργειακού προτύπου προσκρούει στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στους τομείς της ενέργειας και των συμβατικών τεχνολογιών, τα οποία αντιδρούν και σαμποτάρουν τη μεγάλη αλλαγή.
Κι όλα αυτά γιατί στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, που κυριαρχείται από μια επιθετική εκδοχή του νεοφιλελεύθερου και περιβαλλοντικά εχθρικού οικονομικού μοντέλου, η παγκόσμια διακυβέρνηση έχει παραδοθεί άνευ όρων από τα κράτη και τις κυβερνήσεις σε οικονομικούς κολοσσούς οι οποίοι καθορίζουν πλέον το μέλλον της ανθρωπότητας.
Όσον αφορά στον βραχυπρόθεσμο τρόπο μετριασμού των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αυτός συνίσταται στην προσαρμογή των κρατών στα νέα κλιματικά δεδομένα, με εφαρμογή μεθόδων ολοκληρωμένου σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών που πλέον είναι περισσότερο συχνές και εξελίσσονται σε διαρκή κίνδυνο τόσο για τις ανθρώπινες ζωές, όσο όμως και για την οικονομία των πληττόμενων περιοχών.
Το παράδειγμα των καταστροφικών πλημμυρών στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στον ποταμό Όντερ, που αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Πολωνίας και Γερμανίας, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την έννοια του ολοκληρωμένου αντιπλημμυρικού σχεδιασμού και τη μεγάλη ανάγκη εφαρμογής των αρχών και μεθόδων του στις μέρες μας. Η Πολωνία και η Γερμανία, οι οποίες επλήγησαν ιδιαίτερα από τις πλημμύρες εκείνη την εποχή, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αποτελεσματικά, παρά μόνον όταν αντιλήφθηκαν ότι το μυστικό του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού δεν βρισκόταν στα εδάφη της δικής τους επικράτειας, αλλά αντίθετα, σε μια μικρή ορεινή περιοχή στη γειτονική Τσεχία, όπου βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Όντερ. Κι αυτό γιατί στις ορεινές περιοχές συγκεντρώνονται οι μεγαλύτερες ποσότητες του νερού, οι οποίες αν εκεί δεν ελεγχθούν και δεν ανασχεθούν εγκαίρως, όταν φτάσουν στις πεδινές περιοχές είναι πλέον πολύ αργά για να συγκρατηθούν.
Αν στο σημείο αυτό ληφθεί υπόψη και η δυναμική συσχέτιση μεταξύ των ακραίων φαινομένων, η οποία πολλαπλασιάζει και επιδεινώνει κατά πολύ τις συνέπειές τους, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την αποδάσωση, λόγω θερινών πυρκαγιών, στις πηγές των ποταμών και των χειμάρρων, που λειτουργεί επιβαρυντικά για τη συγκράτηση των πλημμυρικών παροχών, τότε η έννοια του ολοκληρωμένου σχεδιασμού γίνεται περισσότερο αναγκαία, καθώς αποκτά εκτός από γεωγραφικές και χρονικές διαστάσεις.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι στην περίπτωση της Μάνδρας, σωστές είναι οι αντιδράσεις για το μπάζωμα των ρεμάτων και την αυθαίρετη δόμηση, αλλά δεν αρκούν για να προστατευτεί η περιοχή. Ο ολοκληρωμένος αντιπλημμυρικός σχεδιασμός θα πρέπει πλέον να ξεκινήσει από το καμένο σε πολλαπλές πυρκαγιές όρος Πατέρα, λαμβάνοντας υπόψη την αναδάσωση και τα έργα ορεινής υδροοικονομίας στις κορυφές και στις πλαγιές του βουνού και στη συνέχεια να επεκταθεί και στην πεδινή και κατοικημένη περιοχή της λεκάνης απορροής. Αλλιώς, κάθε προσπάθεια που θα εντοπίζεται στην πεδινή και κατοικημένη περιοχή, θα είναι ατελέσφορη και αναποτελεσματική.
Στην εποχή της κλιματικής αλλαγής είναι βέβαιο ότι οι «θεομηνίες» θα μας επισκέπτονται στο εξής πολύ συχνότερα σε σχέση με το παρελθόν. Πρέπει λοιπόν μέχρι να αντιστραφεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης, -αν ποτέ αυτό συμβεί-, να μάθουμε να ζούμε με τις συνέπειες και τις επιπτώσεις του. Που σημαίνει ότι οι ανθρώπινες επεμβάσεις με τη μορφή της πολεοδόμησης, της οικοδόμησης και του σχεδιασμού των υδραυλικών, των αντιπλημμυρικών και των λοιπών τεχνικών έργων, θα πρέπει να αλλάξουν δεδομένα σχεδιασμού και να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Οι περίοδοι επαναφοράς των φυσικών καταστροφών θα πρέπει να μειωθούν ώστε να ανταποκρίνονται στη νέα πραγματικότητα, αφού πλέον η πλημμύρα με συχνότητα επαναφοράς τα 50 και τα 100 χρόνια, έχει γίνει πολύ δυσμενέστερη σε σχέση με το παρελθόν.
Η έννοια του ολοκληρωμένου σχεδιασμού, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραδοχή της βιώσιμης ανάπτυξης, μιας ανάπτυξης δηλαδή με ισότιμη έμφαση στην οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον, θα πρέπει να επεκταθεί και να εμπεδωθεί και στον σχεδιασμό των μεθόδων προσαρμογής στα νέα κλιματικά και φυσικά δεδομένα που επιβάλλει η κλιματική αλλαγή. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, οι φυσικές καταστροφές δεν έχουν μόνο περιβαλλοντικό πρόσημο, έχουν και κοινωνικό, καθώς πλήττουν κατά προτεραιότητα τους οικονομικά ασθενέστερους, αλλά και οικονομικό, αφού καταστρέφουν τον φυσικό πλούτο της χώρας, υπονομεύοντας έτσι σοβαρά τις προσπάθειες της οικονομικής της ανάπτυξης.
Σήμερα απαιτείται άμεσα μια μεγάλη αλλαγή, που θα οδηγήσει σε μια εντελώς νέα κυβερνητική και διοικητική δομή όσον αφορά τον σχεδιασμό και τις δράσεις της οικονομικής, της περιβαλλοντικής και της κοινωνικής ανάπτυξης. Που σημαίνει ότι αυτό που χρειάζεται πλέον η χώρα είναι ένα κράτος – στρατηγείο ολοκληρωμένου σχεδιασμού, όπου η οριζόντια διασύνδεση μεταξύ των επιμέρους οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πολιτικών θα διασφαλίζει, ως κοινή συνισταμένη, μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με ισότιμη έμφαση στην περιβαλλοντική ακεραιότητα και την κοινωνική πρόοδο και φροντίδα.
*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι καθηγητής, πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ
Άρθρο στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σχετικά Άρθρα
- TUI: αλλαγές στη διεθνή τουριστική αγορά μετά τις πυρκαγιές στη Ρόδο
- Ε.Ε: ποιες αλλαγές προτείνει στα συστήματα πολιτικής προστασίας
- ΕΕ: ενιαίος ευρωπαϊκός χάρτης εκτίμησης κινδύνων πλημμύρας
- Global Forest Watch: στάχτη 30 εκ. στρέμματα δάσους ετησίως
- ΟΗΕ: τα συστήματα προειδοποίησης για φυσικές καταστροφές σώζουν ζωές
- ΥΠΕΝ: θωρακισμένη για το χειμώνα η Ελλάδα σε φυσικό αέριο