Αναζητώντας το μέλλον των λιγνιτικών περιοχών – Ο δρόμος προς την απανθρακοποίηση της ενέργειας στη χώρα μας
ΕνέργειαΟικονομίαΦυσικοί πόροι 3 Ιουλίου 2018 Αργύρης
Της Μάχης Τράτσα/
Μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση, η οποία απαιτεί και γενναίες αποφάσεις, βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τόσο τα ευρωπαϊκά όργανα όσο και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών καλούνται να αναζητήσουν μια κοινωνικά και οικονομικά δίκαιη μετάβαση στη «μετά τον λιγνίτη» εποχή. Η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα για παραγωγή ενέργειας όπως και η στροφή προς άλλες ανανεώσιμες πηγές κατέστησαν αναγκαίες μετά και τη Συμφωνία του Παρισιού, το 2015, για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.
Στην Ελλάδα, η απόσχιση από τη ΔΕΗ λιγνιτικών μονάδων σε Μεγαλόπολη και Φλώρινα αλλά και ο επικείμενος μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός, ο οποίος κατευθύνεται προς αύξηση της «πράσινης» ενέργειας και περιορισμό του λιγνίτη, καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη για δίκαιη μετάβαση.
Ωστόσο, ο δρόμος προς την απανθρακοποίηση της ενέργειας στη χώρα μας δεν είναι στρωμένος με λουλούδια, αλλά με κάρβουνο. Αν και η ευρωπαϊκή ενεργειακή βιομηχανία έχει διαμηνύσει ότι δεν προτίθεται να επενδύσει στον λιγνίτη, στην πρώτη φάση του διαγωνισμού για την πώληση των μονάδων της ΔΕΗ σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη εμφανίστηκαν δύο τσεχικές εταιρείες και τέσσερις εγχώριοι παίκτες (ο ένας σε σύμπραξη με κινεζικό όμιλο). Όσο για την Κομισιόν, αν και δείχνει διατεθειμένη να προωθήσει τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, εμφανίζεται διστακτική να βάλει βαθιά στο χέρι στην τσέπη για να βοηθήσει ουσιαστικά τους 185.000 εργαζομένους και τις οικογένειές τους σε 42 περιοχές (11 κρατών-μελών), οι οποίες έχουν στηρίξει την οικονομία τους στον λιγνίτη.
Η σχεδίαση της μετάβασης
Σε κάθε περίπτωση, την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, κατάφεραν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνδικάτων, περιβαλλοντικών οργανώσεων και τοπικών κοινωνιών για να συζητήσουν το μέλλον της ενέργειας. Εν τούτοις, η κυρία Anna Colucci από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Κομισιόν (DG ENER), ιθύνων νους της πλατφόρμας «Coal Regions in Transition» («Λιγνιτικές Περιοχές σε Μετάβαση»), δεν κατάφερε να δώσει σαφείς απαντήσεις ως προς τα χρηματοδοτικά εργαλεία που απαιτούνται για τις προωθούμενες αλλαγές.
Αναφέρθηκε γενικόλογα σε μια καλύτερη χρήση των Ταμείων Συνοχής και των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων, χωρίς όμως να δεσμεύεται για τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, στο πλαίσιο της επόμενης προγραμματικής περιόδου, μετά το 2020. Η πρόταση που είχε προταθεί και ψηφιστεί από το Ευρωκοινοβούλιο για τη δημιουργία του Ταμείου στηριζόταν στη συγκέντρωση του 2% των πόρων από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων της περιόδου 2021-2030, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 310 εκατ. δικαιώματα, τα οποία αποτιμώνται σε 8 δισ. ευρώ.
Για την ώρα, πάντως, η διάθεση μέρους των εσόδων δημοπράτησης για τη Δίκαιη Μετάβαση επαφίεται στη βούληση των κρατών-μελών. Στις αρχές Ιουνίου, ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Σωκράτης Φάμελλος ανακοίνωσε τη σύσταση Εθνικού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για την τριετία 2018-2020, με εξασφαλισμένους πόρους 60 εκατ. ευρώ (20 εκατ. κατ’ έτος) για τη χρηματοδότηση δράσεων αναπτυξιακού χαρακτήρα σε Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη, όπως ανάπτυξη καθαρών μορφών ενέργειας μέσω ενεργειακών κοινοτήτων, εξοικονόμηση ενέργειας, αξιοποίηση αποβλήτων, στήριξη πρωτογενούς τομέα και επιχειρηματικότητας, ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς των λιγνιτικών περιοχών κ.λπ.
Στις πρώτες περιφέρειες που θα υποστηριχθούν πιλοτικά σε τεχνικό επίπεδο από την Επιτροπή στο πλαίσιο του «Coal Regions in Transition» περιλαμβάνεται η Δυτική Μακεδονία (Σιλεσία/Πολωνία, Τρέτσιν/Σλοβακία και Βρανδεμβούργο/Γερμανία). Τα δεδομένα για την περιοχή αποτυπώνουν τη δυσκολία του εγχειρήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε στις Βρυξέλλες ο δήμαρχος Κοζάνης κ. Λευτέρης Ιωαννίδης, περίπου 22.000 θέσεις εργασίας είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένες με τη λειτουργία των τεσσάρων λιγνιτικών σταθμών της περιοχής και τα 160.000 στρέμματα ορυχείων. Και αυτό σε μια περιφέρεια 300.000 κατοίκων, με ανεργία πάνω από 30% (70% στους νέους).
Ετσι, η μετάβαση σε ένα άλλο μοντέλο για τη Δυτική Μακεδονία αλλά και τις υπόλοιπες λιγνιτικές περιοχές της χώρας – με δεδομένο ότι αναμένεται συνολική μείωση της υφιστάμενης λιγνιτικής ισχύος κατά 3.495 MW έως το 2030 – πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένη. Οι τοπικοί φορείς στην περιοχή συνεργάζονται ώστε να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση με τη στήριξη και του WWF Ελλάς. Αλλωστε, υπάρχει μια «μαγιά». Είναι το πρόγραμμα «Δίκαιη Μετάβαση για την Ανατολική και Νότια Ευρώπη», προϋπολογισμού 650.000. ευρώ, στο οποίο συμμετέχουν τέσσερα γραφεία της περιβαλλοντικής οργάνωσης (Γερμανίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας και Ελλάδας) με τη χρηματοδότηση του γερμανικού υπουργείου Περιβάλλοντος και την υποστήριξη όλων των εθνικών υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με οδηγό τον οδικό χάρτη μετάβασης στη Δυτική Μακεδονία που παρουσίασε το WWF Ελλάς το 2016, καταρτίζονται ήδη αντίστοιχα κοστολογημένα σχέδια για τη μετάβαση σε καθεστώς χαμηλής λιγνιτικής εξάρτησης για λιγνιτικές περιφέρειες της Βουλγαρίας και της Πολωνίας.
Μετά τον λιγνίτη, τι;
Οι λιγνιτικές περιοχές υποβαθμίζονται για δεκαετίες προκειμένου να τροφοδοτήσουν με ηλεκτρική ενέργεια την ανάπτυξη της οικονομίας και σήμερα μαστίζονται από την ανεργία. Στα τέλη του 1956 ξεκίνησε στην Πτολεμαΐδα η κατασκευή του πρώτου λιγνιτικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ισχύος 10 MW, ύστερα από σύμβαση της εταιρείας ΛΙΠΤΟΛ με γερμανική εταιρεία. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1969, άρχισε στη Μεγαλόπολη η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων από τη ΔΕΗ.
Ετσι ο λιγνίτης έχει εδραιωθεί πλέον στη ζωή των συγκεκριμένων περιοχών. Παρ’ όλα αυτά, η στροφή σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες είναι εφικτή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ρηνανίας στη Γερμανία. Εδώ και πολλά χρόνια η Γερμανία πήρε τη γενναία απόφαση να καταργήσει σταδιακά την εξόρυξη κάρβουνου με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, εξασφαλίζοντας και τις θέσεις εργασίας των ανθρακωρύχων. Δαπανήθηκαν πολλά χρήματα σε προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης και επανακατάρτισης νεότερων εργαζομένων. Και ύστερα από πολυετή συνεργασία όλων των φορέων και σημαντικό οικονομικό κόστος, τα κατάφερε. Στο Duisburg της Ρηνανίας το βιομηχανικό λιμάνι (Innenhafen) μετατράπηκε σε ζώνη καινοτομίας, η οποία φιλοξενεί διάφορες δραστηριότητες. Στο Εσεν, το ανθρακωρυχείο Zollverein εντάχθηκε στο πρόγραμμα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και φιλοξενεί πολιτιστικές και άλλες δράσεις με περισσότερους από ένα εκατομμύριο επισκέπτες ετησίως.
Πηγή: Το Βήμα
Σχετικά Άρθρα
- ΥΠΕΝ: τι ισχύει για το σχεδιασμό της απολιγνιτοποίησης
- ΕΕ: συμφωνία για περισσότερες επενδύσεις σε αιολικά και ηλιακά πάρκα
- ΕΕ: νέο «Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα», με 3,6 δις ευρώ για την Ελλάδα
- Eurostat: ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή ενέργειας η ηλιακή
- ΥΠΕΝ: οι διασυνδέσεις καθιστούν την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο
- Παράταση στους λιγνίτες για θωράκιση της ενεργειακής ασφάλειας