ecopress
Της Άννας Καραβόλου* anna.karavolou@yahoo.com Με αφορμή το άρθρο του Βασίλη Σγούτα Ψηλά κτίρια: διεθνή παραδείγματα και εγχώρια διδάγματα, στο ecopress, ένα θέμα που αποτελεί έκφραση της... Αρχιτεκτονική & Λογοτεχνία: από τα «κενά» στον χώρο στις «παύσεις» στον λόγο

Της Άννας Καραβόλου*

anna.karavolou@yahoo.com

Με αφορμή το άρθρο του Βασίλη Σγούτα Ψηλά κτίρια: διεθνή παραδείγματα και εγχώρια διδάγματα, στο ecopress, ένα θέμα που αποτελεί έκφραση της αγωνίας όλων για το μέλλον της πόλης μας, θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στην πρόταση του διακεκριμένου αρχιτέκτονα που αφορά την ανάγκη ύπαρξης ελεύθερου χώρου ανάμεσα στα κτήρια. Αυτή η, ομολογουμένως, αναντίρρητη αναγκαιότητα για «κενά» πεδία στον χώρο οδήγησε τη σκέψη μου στα οικεία σε μένα μονοπάτια της γλώσσας, όπου κάποια άλλα «κενά» πεδία, οι παύσεις, επιτελούν ανάλογα σημαντικό έργο στον λόγο.

Είναι γεγονός ότι τα μυστικά της γλώσσας δεν αποκαλύπτονται ούτε την ίδια στιγμή ούτε με τον ίδιο τρόπο στον καθέναν από μας, τους καθημερινούς χρήστες της, με κύριο – αλλά όχι απαραίτητα αποκλειστικό ζητούμενο – τη μεταξύ μας επικοινωνία. Αναμφισβήτητα, όσο μεγαλύτερη επιμέλεια και σεβασμό επιδεικνύουμε κατά τις γλωσσικές αναζητήσεις μας, τόσο περισσότερους θησαυρούς ανακαλύπτουμε. Ειδικότερα στην περίπτωση των παύσεων, που από τη φύση τους λειτουργούν λάθρα – σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που θα έλεγε κανείς ότι είναι εξ’ αρχής σχεδιασμένες για να διαφεύγουν της προσοχής –  η διαπίστωση αυτή ισχύει ολοφάνερα.

Ωστόσο, οι παύσεις είναι τόσο σημαντικές και αναγκαίες στον λόγο, ώστε η ίδια η ύπαρξή του να μη νοείται χωρίς τη σταθερή και συστηματική παρουσία τους. Ας αναλογιστούμε απλά πώς θα ακουγόταν η ομιλία αν αυτές εξέλιπαν παντελώς. Μήπως, τότε, ο λόγος δεν θα ήταν ένα ακατάληπτο όλο; Ένα συνοθύλευμα λέξεων και φράσεων που δεν θα έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα;  Μια εκκωφαντική κακοφωνία; Ασφαλώς, δίχως αμφιβολία! Ποιο είναι, επομένως, το στοιχείο εκείνο που προσδίδει αξία στην ίδια τη λέξη, που τη νοηματοδοτεί και εξαίρει τη σημασία της;  Είναι η παύση! Το «κενό» πριν και μετά από αυτήν.

Το κενό αφήνει τη λέξη να αναπνεύσει και να εκφράσει το νόημά της. Τη διαχωρίζει ως αυθύπαρκτη οντότητα στον λόγο, ενώ παράλληλα την ενώνει νοηματικά με ό,τι προηγείται και με ό,τι ακολουθεί. Λειτουργεί ως διώρυγα κι ως γέφυρα συνάμα και είναι εκείνο που, τελικά, επιτρέπει την κατανόηση και οδηγεί στον διάλογο και την επικοινωνία. Χωρίς τη συμβολή των παύσεων δεν θα ήταν εύκολα δυνατή η βαθιά αντίληψη της ιδιαίτερης σημασίας των εννοιών αλλά και η αποκωδικοποίηση των δομικών και νοηματικών σχέσεων που συνδέουν τις έννοιες αυτές μεταξύ τους. Επομένως, η πληρότητα και η σαφήνεια της μεταφοράς των μηνυμάτων φαίνεται ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο χρήσης αυτών ακριβώς των μικρότερων ή μεγαλύτερων σε διάρκεια ηχητικών κενών, της εναλλαγής μεταξύ των περιορισμένων ή πιο εκτεταμένων χρονικά παύσεων.

Μπορούμε, πιθανώς, να φανταστούμε τον λόγο σαν μια παρέλαση όπου ο καθένας από τους συμμετέχοντες αποτελεί και μια νοηματική μονάδα. Τα κενά, ανάμεσά τους, μας δίνουν τη δυνατότητα  να τους προσέξουμε έναν-έναν ξεχωριστά, να θαυμάσουμε το παράστημα και τον βηματισμό τους (όπως θα συνέβαινε στον λόγο για κάθε μία από τις σημασιολογικά φορτισμένες λέξεις) αλλά ταυτόχρονα μπορούμε να τους θεωρήσουμε και ως  ενιαίο σύνολο όπως, για παράδειγμα, μια σχολική τάξη ή ένα στρατιωτικό άγημα (όπως θα γινόταν με μια μακροσκελή περίοδο που αποτελείται από πολλές επιμέρους προτάσεις). Σίγουρα η ματιά μας θα παραμείνει λίγο περισσότερο στους επικεφαλής (όπως στην εκφορά του τίτλου ενός κειμένου), ενώ, συχνότατα, μετά το τέλος της παρέλασης, θα είμαστε σε θέση να εκφράσουμε κάποιες συνολικές κρίσεις και σχόλια με βάση τις εντυπώσεις που αποκομίσαμε.

Όλα τα παραπάνω γίνονται εφικτά, ακριβώς επειδή μεταξύ των διαφορετικών τάξεων ή των διαφορετικών αγημάτων που προαναφέραμε, μεσολαβούν μεγαλύτερες αποστάσεις απ’ ό,τι μεταξύ των μονάδων που τα αποτελούν. Οι αποστάσεις αυτές γίνονται ακόμη μεγαλύτερες αν πρόκειται για διαφορετικά σχολεία, αγήματα και πάει λέγοντας, ενώ πάντοτε οι επικεφαλής διατηρούν μια σεβαστή απόσταση από την ομάδα της οποίας ηγούνται, πράγμα που αναμφίβολα προκαλεί την προσοχή και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλων στο πρόσωπό τους.

Το αντίστοιχο ισχύει και με τις παύσεις. Μικρότερες ή μεγαλύτερες σε διάρκεια, έχουν τη δική τους ιδιαίτερη σημασία και δυναμική στην προφορική επικοινωνία. Ανάλογα με τη χρήση τους, μπορούν να αναδείξουν τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα επιμέρους τμήματα μιας περιόδου, να  προσδώσουν έμφαση σε μια ιδιαίτερη έννοια ή σε μια ιδέα, να διαχωρίσουν ολόκληρα νοήματα ή και να βοηθήσουν τη μετάβαση από μια νοηματική ενότητα σε μια άλλη. Όσο μεγαλύτερες οι παύσεις που χρησιμοποιούνται, τόσο εντονότερο το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται.

Είναι, επομένως, εμφανές ότι ένας ομιλητής δεν θα μπορούσε να αρκεστεί στο να επιλέξει τις πιο κατάλληλες λέξεις και τον ορθότερο συντακτικά τρόπο για να επικοινωνήσει τα μηνύματα τα οποία επιθυμεί, αλλά θα όφειλε εξ’ίσου απαρέγκλιτα να εμπλουτίσει τον λόγο του με τις ανάλογες παύσεις, ώστε να πετύχει το ζητούμενο αποτέλεσμα.¹ Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε τη σχετική ρήση του αμερικανού λογοτέχνη  Mark Twain : “The right word may be effective but no word was ever as effective as a rightly timed pause (Η σωστή λέξη μπορεί να είναι αποτελεσματική, όμως καμιά λέξη δεν υπήρξε ποτέ τόσο αποτελεσματική όσο μια σωστά χρονομετρημένη παύση), που καταδεικνύει τη σπουδαιότητα της ορθής χρήσης των παύσεων στον λόγο.

Πέρα, όμως, από τη θεμελιώδη σημασία των παύσεων στην πιστή απόδοση των νοημάτων, καθώς, όπως φάνηκε, λειτουργούν ως άδηλοι ρυθμιστές του λόγου, θα μπορούσαμε εύλογα να ισχυριστούμε ότι η παρουσία τους εξυπηρετεί και άλλους σκοπούς, λιγότερο εμφανείς αλλά εξίσου σημαντικούς: την εγκαθίδρυση ενός ιδιαίτερου συναισθηματικού κλίματος, μιας μοναδικής «ταυτότητας», ενός ξεχωριστού ύφους, χαρακτηριστικού για κάθε ομιλητή. Κι ενώ, ουσιαστικά, δεν θα μπορούσε κανείς εύκολα να φανταστεί ότι η παύση – μια έννοια συχνά ταυτόσημη με τη σιωπή – θα μπορούσε να μεταφέρει ηχηρά μηνύματα, να που πρακτικά αποδεικνύεται το αντίθετο! Η παύση είναι σε θέση να σημασιοδοτήσει το θεωρητικά «ουδέτερο» κενό με αξιόλογο νοηματικό περιεχόμενο!

Θα χρειαστεί, απλά, να συνδιάσουμε τις παύσεις με ένα άλλο στοιχείο της εκφοράς του λόγου, τον επιτονισμό, την κύμανση, δηλαδή, και το ηχόχρωμα της φωνής του ομιλητή και θα καταλάβουμε ότι, μέσα από τη συνδιαστική χρήση τους, δίνεται η δυνατότητα έκφρασης πληθώρας υπαινικτικών σχολίων. Η αμφισβήτηση, ο ψόγος, η ειρωνεία, η απορία, η επιδοκιμασία, ο θαυμασμός και  τόσα άλλα, είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά, χωρίς καν να εκφραστούν με λόγια. Αρκεί μια απλή νύξη μέσω της παύσης, του τόνου και του ηχοχρώματος της φωνής μας και το μήνυμα λαμβάνεται αυτούσιο! Αυτονόητα, η ουδετερότητα του κενού καταργείται και ο λόγος αποκτά μεγαλύτερο πλούτο και ποικιλία, ενώ παράλληλα γίνεται πολύ πιο ελκυστικός και ενδιαφέρων. Ένα ακόμη θαυμαστό επίτευγμα των παύσεων!

Σίγουρα, όλα τα παραπάνω, αποτελούν ένα ακαταμάχητο όπλο στη φαρέτρα κάθε εκφραστή του λόγου. Από την προσωπική μας εμπειρία, όλοι θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η διαχείρηση των παύσεων – μεταξύ άλλων – διακρίνει έναν δεινό ρήτορα από έναν κοινό αγορητή, έναν χαρισματικό από έναν μέτριο ομιλητή, έναν προικισμένο δάσκαλο από έναν λιγότερο ικανό αλλά και έναν ταλαντούχο ηθοποιό από κάποιον που δεν διαθέτει ανεπτυγμένο το τάλαντο της υποκριτικής. Η απόδοση του ίδιου ακριβώς κειμένου μπορεί στην πρώτη περίπτωση κυριολεκτικά να καθηλώσει τον ακροατή, ενώ στη δεύτερη να προκαλέσει από αδυναμία κατανόησης έως και αφόρητη πλήξη.

Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη μουσική; Η παύση είναι εκείνη που διαδέχεται χρονικά τη διάρκεια μιας νότας.  Το πόσο σημαντική είναι η ύπαρξή της στη σύνθεση αλλά και την εκτέλεση ενός μουσικού έργου ώθησε έναν από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους συνθέτες τον Claude Debussy (1862 – 1918) – για πολλούς κύριο εκφραστή του μουσικού κινήματος του ιμπρεσιονισμού – στο να ορίσει  τη μουσική ως σιωπή ανάμεσα στις νότες (La musique est le silence entre les notes)².  Ο ίδιος, μάλιστα, ισχυριζόταν ότι το μόνο που διαφοροποιούσε το – κατά πανθομολογία – αριστοτεχνικό παίξιμό του από εκείνο των άλλων μουσικών ήταν απλά ο τρόπος που «μεταχειριζόταν» αυτές ακριβώς τις πρόσκαιρες σιωπές.

-Αν, λοιπόν, η παύση είναι εκείνη που χαρίζει τη μουσικότητα στην ίδια τη μουσική, πώς να μην παραδεχθούμε ότι είναι  η ίδια  που  χαρίζει – σε ένα βαθμό – τον ρυθμό και τη μουσικότητα στον λόγο, εντείνοντας ή επιβραδύνοντας τη ροή του κατάλληλα όπως ένας αόρατος μαέστρος, που πεισματικά παραμένει στην αφάνεια;

Όλα, λοιπόν, συνηγορούν στο  ότι  η παύση έχει στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη αξία από αυτήν που, γενικότερα, της αποδίδεται. Αυτό οφείλεται στο ότι, θεωρητικά, η ύπαρξή της είναι συνυφασμένη με την ανυπαρξία. Επομένως, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η γλωσσολογία κατατάσσει τις παύσεις στα «παραγλωσσικά» γνωρίσματα του λόγου, αφήνοντάς τις ουσιαστικά εκτός του κυρίου κορμού της γλώσσας. Όσο όμως κι αν βρίσκεται στην αφάνεια, όσο κι αν η παρουσία της δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, δεν παύει παρά να συμπυκνώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που εγκαθιστούν την αρμονία στο τελικό αποτέλεσμα, όλες εκείνες τις παραμέτρους που συγκροτούν εκείνο που, τελικά, ονομάζουμε τέχνη στον λόγο. Δεν θα ήταν, επομένως, υπερβολή να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι παύσεις μπορούν να «μιλούν σιωπώντας» ή να «σιωπούν μιλώντας», αρκεί βέβαια να είμαστε σε θέση να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν…

Ίσως, λοιπόν, χρειάζεται, βάσει όλων των παραπάνω, να αναθεωρήσουμε κάποιες απόψεις  που αβασάνιστα ταυτίζουν τα «κενά» στον λόγο και τον χώρο με την ασημαντότητα, καθιστώντας τα αποδέκτες μιας αδιάφορης στάσης εκ μέρους μας. Ασφαλώς, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει με απόλυτη βεβαιότητα το ακριβώς αντίθετο: ότι είναι εκείνα που θα έπρεπε να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον μας, ως κύριοι ποιοτικοί δείκτες όχι μόνο της προσωπικής μας έκφρασης μέσω του λόγου, αλλά και της διαμόρφωσης της ίδιας μας της ζωής μέσω του χώρου που μας περιβάλλει. Ας τους αποδώσουμε, λοιπόν, την αξία που τους αναλογεί!

*Άννα Καραβόλου: Φιλόλογος Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας

———————————————————————————————————————————————————————————————–

Υποσημειώσεις:

1.Fox Tree, J., Meijer, P. Untrained speakers’ use of prosody in syntactic disambiguation and listeners’ interpretations.Psychological Research 63, 1–13 Psychology Department, Social Sciences II, University of California, Santa Cruz, CA , 2000
2.Κατ’ άλλους, τα λόγια αυτά ανήκουν στον μεγαλοφυή συνθέτη Wolfgang Amadeus Mozart. “Stille ist sehr wichtig. Die Stille zwischen den Noten ist genauso wichtig wie die Noten selbst.” Μετάφραση στα Αγγλικά: “Silence is very important. The silence between the notes is as important as the notes themselves”. Απόδοση στα Ελληνικά: «Η σιωπή (η παύση) είναι πολύ σημανική. Η παύση ανάμεσα στις νότες είναι τόσο σημαντική όσο οι ίδιες οι νότες» Ανάλογες ρήσεις έχουν αποδοθεί και σε άλλους σπουδαίους μουσικούς όπως τους J. S. Bach, Richard Strauss κ.α.  Όποιος όμως κι αν τις εκστόμησε στην πράξη, η σημασία τους δεν αλλάζει. Απλά επιβεβαιώνεται ως μια  κοινή πλέον παραδοχή στον χώρο της μουσικής η σπουδαιότητα του ρόλου που αυτές επιτελούν .

 

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας