Αποκατάσταση μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων
ΕπωνύμωςΠεριβάλλονΦυσικοί πόροι 26 Αυγούστου 2018 Αργύρης
Των Δρος Γεωργίου Καρέτσου*, Γεωργίου Μάντακα**
Tα τελευταία χρόνια διαπιστώνονται συχνότερα γεγονότα φυσικών καταστροφών εξαιρετικών διαστάσεων και οι πρόσφατες εμπειρίες των μεγάλων δασικών πυρκαγιών παγκοσμίως επισφραγίζουν το γεγονός.
Διαπιστώνεται, επίσης, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν παύει να είναι συμμέτοχος σ’ αυτές, παρά τη συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία και την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Μετά την εκδήλωση τέτοιων φαινομένων, συνεχώς ανακύπτουν ζητήματα αποκατάστασης και ανασυγκρότησης των πληγεισών περιοχών.
Οι προσπάθειες αποκατάστασης βασίζονται σε παλαιότερες εμπειρικές τεχνικές, οι οποίες στη συνέχεια βελτιώνονται και υποστηρίζονται από την επιστημονική έρευνα. Όλες οι σχετικές τεχνικές παρατίθενται και αξιολογούνται σύμφωνα με τους σκοπούς και τους στόχους που τίθενται ώστε να επιλεχθούν οι βέλτιστες, και να συμβάλουν στην επίσπευση της φυσικής διαδικασίας αποκατάστασης.
Η εργασία δεν περιορίζεται μόνο στη θετική συνεισφορά των διαφόρων τεχνικών, αλλά παραθέτει και τις αντίστοιχες βάσιμες κριτικές που στηρίζονται σε αρνητικές εμπειρίες. Οι πρακτικές αποκατάστασης δεν είναι αυτοσκοπός και εξαρτώνται από τις κυριαρχούσες κοινωνικές αντιλήψεις και τους οικονομικούς περιορισμούς.
Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου και η εφαρμογή της απαιτεί βαθύτερες γνώσεις της λειτουργίας των φυσικών οικοσυστημάτων και της φυσιολογίας των διαφόρων οργανισμών. Απαιτείται, επίσης, μια πολύπλευρη και διεπιστημονική προσέγγιση που θα συντονίζεται με την κατεύθυνση των σκοπών και των στόχων της αποκατάστασης, των επιμέρους δράσεων, την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, τη χρήση και τη βελτίωση των τεχνολογιών και τη δημιουργία, βελτίωση και αξιοποίηση των υποδομών.
Πυρκαγιές και πλημμύρες
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας παρουσιάζονται σοβαρές φυσικές καταστροφές, που σχετίζονται με πυρκαγιές και πλημμύρες. Και τα δύο φαινόμενα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη γεωγραφική της θέση, τη γεωλογία, τη γεωμορφολογία, τη βλάστηση και τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες. Εκτός από τα φυσικά αίτια, κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του τοπίου, όπως και του ευρύτερου μεσογειακού τοπίου, έπαιξε ο άνθρωπος.
Στην ουσία, ο άνθρωπος επέδρασε τόσο έντονα για μερικές χιλιάδες χρόνια, ώστε σήμερα να συζητούμε για ένα ανθρωπογενώς διαμορφωμένο μεσογειακό περιβάλλον, εφόσον οι πρώτοι ακμαίοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν στην περιοχή αυτή και το περιβάλλον φέρει έντονα τη σφραγίδα τους (Le Houerou 1981, Τσου- μής 1985, Naveh and Kutiel 1990, Bottema et al. 1990). Στην ουσία, τίποτε στο φυσικό περιβάλλον της δεν παραμένει «παρθένο», με τη στενή έννοια του όρου.
Όπως λέγεται, η επιβίωση του ανθρώπου σχετίζεται με τη συνεχή διαπάλη με το φυσικό περιβάλλον. Στο απώτερο παρελθόν ο άνθρωπος επέδρασε κυρίως με ενέργειες που σχετίζονταν με τη φωτιά, τη βοσκή και την εκχέρσωση για εξασφάλιση των γονιμότερων γαιών για καλλιέργεια (Pons and Quezel 1985). Οι δράσεις αυτές παραμένουν και σήμερα ενεργές και επιπρόσθετα εμφανίζονται νέες, όπως η λατομική και εξορυκτική δραστηριότητα, η βιομηχανική ανάπτυξη, η οικιστική επέκταση, η διάνοιξη οδικών και πάσης φύσεως δικτύων, η ρύπανση και η διάθεση των απορριμμάτων, οι εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου» και η λεγάμενη «κλιματική αλλαγή» που, κατά περίπτωση, έχουν κυρίαρχη σημασία στην περαιτέρω εξέλιξη και διαμόρφωση του περιβάλλοντος.
Τα προβλήματα που σχετίζονται με την καταστροφή και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος οξύνθηκαν με τη βιομηχανική επανάσταση, τη δημογραφική έκρηξη και την ταχύτατη αστικοποίηση του πληθυσμού των δύο τελευταίων αιώνων. Τα δραματικά αποτελέσματα της τελευταίας, για τις μεσογειακές, τουλάχιστο, χώρες, συνδέονται με την οικονομική απομάκρυνση του πληθυσμού από τον πρωτογενή τομέα, τον περιορισμό του κοινωνικού και πολιτικού, κατ’ επέκταση, ενδιαφέροντος για την ύπαιθρο και την πλημμελή διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων, γεγονότα που συνηγορούν στην κατακόρυφη αύξηση των καμένων δασικών εκτάσεων της Μεσογείου.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είχε, πλέον, τη δυνατότητα να δεσμεύει και να αξιοποιεί τεράστιες δυνάμεις και να προξενεί μονιμότερες αλλαγές στο περιβάλλον (Carson 1962). Η δραματική κατάσταση που προέκυψε από το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο, ανάγκασε τις σύγχρονες κοινωνίες να θεσπίσουν κανόνες και να αναπτύξουν δράσεις προστασίας και διατήρησης του περιβάλλοντος, καθώς και κατευθύνσεις ορθότερης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
Η αποκατάσταση του περιβάλλοντος είναι πολύ σύγχρονη έννοια και εισήχθη ως όρος και υποχρέωση μετά το 1960 (Jacobs 1991), αν και οι επιστημονικές ανησυχίες για τα όρια εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και η εφαρμογή διαφόρων πρακτικών διαχείρισης είχαν εισαχθεί πολύ νωρίτερα. Οι πρώτες δράσεις ορθολογικής εκμετάλλευσης αναπτύχθηκαν κυρίως στην κατεύθυνση της διαχείρισης των δασών (Carlowitz 1713), μετά τις ανησυχίες για την κακή εκμετάλλευση και τη δια- φαινόμενη καταστροφή τους, οπότε και για πρώτη φορά εισήχθη και ο όρος «αειφορική διαχείριση», με την έννοια της διατήρησης των καρπώ- σεων εσαεί (Μουλόπουλος 1938, Ντάφης 1986α). Τα τελευταία χρόνια, η έννοια της αειφορίας επεκτάθηκε στο σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά επειδή δίνει περισσότερη έμφαση στην προστασία και ενέχει απαγορεύσεις, θεωρήθηκε ότι αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, εισήχθη και επεβλήθη κατά μία έννοια πολύ πρόσφατα ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» (sustainable development), κυρίως από τις μεγάλες βιομηχανικές εταιρίες στο πλαίσιο της λεγόμενης «δεξαμενής σκέψης» (think tank) και με τον ακόλουθο ορισμό: «Βιώσιμη ανάπτυξη είναι εκείνη που ικανοποιεί τις ανάγκες τού παρόντος χωρίς να δεσμεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες» (WCED 1987).
Σκοπός της αποκατάστασης
Η απογύμνωση διαφόρων περιοχών από τη φυσική βλάστηση τις καθιστά ευάλωτες σε περαιτέρω υποβάθμιση, τα τελικά στάδια της οποίας εξαρτώ- νται κυρίως από τις ανθρώπινες ενέργειες. Η αποκατάσταση των διαταραγμένων περιοχών και δη των καμένων εκτάσεων, σκοπεύει στην άρση της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων, στην ενίσχυση της φυσικής τους λειτουργίας και στην επαναφορά τους στην κατάσταση πριν τη διαταραχή. Με δεδομένο ότι τα οικοσυστήματα της Μεσογείου υποβαθμίζονται επί αιώνες, δεν είναι εύκολο να βρεθεί σημείο αναφοράς για επαναφορά στην κατάσταση πριν τη διαταραχή (Tomaselli 1977, 1981b). Γενικώς γίνεται αποδεκτό ότι οι φυσικές διεργασίες αποκατάστασης είναι ικανές να ανατρέψουν υποβαθμίσεις αλλά σε σχετικά μεγάλους χρονικούς ορίζοντες.
Αντίστοιχα, η επιστημονική έρευνα έχει διαμορφώσει ένα σοβαρό πλαίσιο τεκμηριωμένων προτάσεων, ικανών να προβλέψουν, να περιορίσουν και να ανατρέψουν περαιτέρω υποβαθμίσεις, ενώ παράλληλα συνεχίζονται οι έρευνες για την πληρέστερη κατανόηση των φυσικών διεργασιών και την αξιολόγηση των επιπτώσεων διαφόρων χειρισμών αποκατάστασης. Τελικά, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η φυσική αποκατάσταση είναι μια εσωτερική δυναμική προσαρμογής των οικοσυστημάτων στις συνθήκες που διαμορφώνονται από προσωρινά δυναμικά εξωτερικά ανατρεπτικά αίτια. Στις περιπτώσεις αποτυχίας της φυσικής αποκατάστασης, θεωρείται γενικώς επιβεβλημένη η τεχνητή επέμβαση. Οι επεμβάσεις αυτές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιστημονικό σχεδι- ασμό. Αντίθετα, οι κοινωνικές πιέσεις για άμεση αποκατάσταση οδηγούν, κατά τεκμήριο, σε βιαστικές, πολυδάπανες και με αμφίβολο αποτέλεσμα ενέργειες.
Οι επικρατούσες αντιλήψεις για το περιβάλλον και τις επεμβάσεις αποκατάστασης
Σύμφωνα με τον Μπρόφα (2011), οι βασικές απόψεις που έχουν διαμορφωθεί για το τοπίο και για το περιβάλλον, κατ’ επέκταση εκφράζουν και τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τις επιτρεπόμενες επεμβάσεις με στόχο την αποκατάσταση των δια- ταραγμένων περιοχών. Θα μπορούσαν, κατά τον ίδιο, να συνοψισθούν στις εξής:
α) Η άποψη της απόλυτης προστασίας. Σύμφωνα με αυτή, το περιβάλλον θα πρέπει να αφε- θεί να εξελιχθεί αφ’ εαυτού, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Ο άνθρωπος θεωρείται ως ξένο στοιχείο στο περιβάλλον και εμφανίζεται ως παρατηρητής ή επισκέπτης. Η άποψη αυτή επικράτησε και, ως ένα βαθμό, συνεχίζει να επικρατεί, κυρίως σε ομάδες ευαίσθητων πολιτών, υπέρμαχων της «ολιστικής» άποψης που καθιερώθηκε από τους αδελφούς Odum τις δεκαετίες ’60 και ’70, με ισχυρό αντίκτυπο ακόμη και σήμερα. Η ακραία άποψη της εν λόγω θεωρίας οδηγεί στην αντίληψη ότι η φύση «διαθέτει αυτοσυνείδηση» της οργάνωσης. Επιστημονικά, δεν αμφισβητείται ως αναλυτική μέθοδος των οικοσυστημάτων και της εσωτερικής τους λειτουργίας. Εφόσον, όμως, το περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί στατικό, ή τουλάχιστο σε σχετική ισορροπία, και η μη επέμβαση πιθανόν να οδηγήσει σε μη επιθυμητά αποτελέσματα (επικράτηση κάποιου είδους, απώλεια άλλων κ.λπ.).
β) Η συντηρητική άποψη. Η άποψη αυτή ταυτίζεται με τη διατήρηση του παραδοσιακού περιβάλλοντος, αλλά επιτρέπει επεμβάσεις με αυστηρούς περιοριστικούς κανόνες, ώστε να μη διαταράσσεται η οπτική και η οικολογική πραγματικότητα. Δεν λαμβάνει, όμως, υπόψη ότι το περιβάλλον έχει αλλοιωθεί στο παρελθόν και ενδεχόμενα παλαιότερες ισορροπίες να έχουν ανατραπεί, και θεωρεί ότι η φύση θα οδηγηθεί σε μια δέουσα ισορροπία μη επιτρέποντας δυναμικές διορθωτικές εξωτερικές επεμβάσεις που θα αλλοίωναν την επικρατούσα κατάσταση.
γ) Η άποψη του οικολογικού σχεδιασμού. Ο οικολογικός σχεδιασμός αποβλέπει στην λεπτομερή καταγραφή των παραγόντων ενός οικοσυστήματος με ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες, ώστε να δημιουργηθεί μια αναλυτική τράπεζα δεδομένων, και, από την άλλη, αντιπαραβάλλει τις χρήσεις και τις απαιτήσεις τους σε αντίστοιχες μεταβλητές του περιβάλλοντος. Με τη μέθοδο αυτή αποφεύγονται επικίνδυνες για το περιβάλλον επεμβάσεις. Θα μπορούσε να συνοψισθεί στην έκφραση του Whyte (1970) ότι «αντί να αντιτάξουμε αυθαίρετα ένα σχέδιο διαχείρισης για μια περιοχή, αρμόζει καλύτερα να βρούμε το σχέδιο που έχει εγκαταστήσει η φύση για την περιοχή». Η άποψη αυτή του Whyte μπορεί να παραπέμπει στην πρώτη περίπτωση, αλλά κατατίθεται με την προοπτική ότι όλες οι επεμβάσεις θα πρέπει να συνηγορούν στην υποβοήθηση του έργου της φύσης.
δ) Η άποψη της τυχαίας ή ευκαιριακής προσέγγισης. Σύμφωνα με την εν λόγω άποψη, το περιβάλλον αποτελεί παρακαταθήκη που μπορεί να εξυπηρετεί διάφορες χρήσεις κατά περίπτωση. Συνήθως ακολουθεί παραδοσιακές πρακτικές χωρίς κάποιο σχεδιασμό, που οδηγεί πολλές φορές σε χαοτικές καταστάσεις εξυπηρέτησης πρόσκαιρων απαιτήσεων και συμφερόντων. Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις, συνεχίζει να εφαρμόζεται, παρ’ ότι οι εγγενείς αδυναμίες της την καθιστούν επιστημονικά απαράδεκτη.
ε) Η σφαιρική άποψη. Ως γενική θεώρηση δεν διαφοροποιείται από την άποψη του οικολογικού σχεδιασμού, με την προϋπόθεση ότι πέραν της ακριβούς αποτύπωσης των οικολογικών παραγόντων και των επικρατουσών επιστημονικών θέσεων, συνεκτιμά και τις απόψεις του κοινωνικού συνόλου που διαβιεί στην περιοχή και αποβλέπει στην προστασία του περιβάλλοντος, διαβαθμίζο- ντάς το σε ζώνες με ιδιαίτερες χρήσεις, από περιοχές απόλυτης προστασίας έως εκείνες όπου επιτρέπονται παραδοσιακές ασχολίες που συνάδουν με τους σκοπούς προστασίας και διατήρησης. Θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να ταυτιστεί με την άποψη της «βιώσιμης ανάπτυξης» που σχολιάστηκε στην εισαγωγή.
Αρχές της αποκατάστασης
Κάθε προσπάθεια αποκατάστασης θα πρέπει να διέπεται από ορισμένες αρχές, οι οποίες διαμορφώνονται από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τις επικρατούσες αντιλήψεις, τη φυσική και ανθρώπινη ιστορία, την κατάσταση που επικρατούσε πριν τη διαταραχή και το διαμορφωμένο επιστημονικό πλαίσιο, και βάσει αυτών να επιλέγει, αντίστοιχα, τις μεθόδους και τις πρακτικές αποκατάστασης. Κατά συνέπεια, η αποκατάσταση, σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά κριτήρια, πρέπει να ακολουθεί δύο βασικές αρχές, ήτοι: α) την αρχή της διατήρησης του εδάφους και β) την αρχή της «αυτοδιαδοχής», που ακολουθούν οι φυσικές διεργασίες ανασυγκρότησης των οικοσυστημάτων που υπέστησαν τη διαταραχή.
Η αρχή της διατήρησης του εδάφους
Η φωτιά επιδρά στο έδαφος με τη θερμότητα και την εναπόθεση υπολειμμάτων στάχτης. Τα υπολείμματα της καύσης διηθούνται στο έδαφος και επηρεάζουν τις ιδιότητες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η διαθέσιμη βιβλιογραφία σχετικά με την επίδραση της φωτιάς στις φυσικοχημικές ιδιότητες και στη γονιμότητα των εδαφών είναι σημαντική (De Bano and Conrad 1978, Dunn et al. 1979, Ellis and Kumerow 1989, Ferran et al. 1991, Σεϊλόπουλος 1991, Παπαμίχος κ.ά. 1993, USDA Forest Service 2005, Seilopoulos and Alifragis 1996, Giovannini et al. 1998, Δημητρακόπουλος 2001, Neary et al. 2006, Χριστακόπουλος 2010). Τα αποτελέσματα των ερευνητικών εργασιών θα μπορούσαν να συνοψισθούν στις ακόλουθες γενι- κευμένες επισημάνσεις.
Οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται σε ένα επεισόδιο πυρκαγιάς, κυρίως στο επιφανειακό στρώμα του εδάφους, ευνοούν τις συνθήκες ορυκτοποίησης του αζώτου, τη διεργασία αποσύνθεσης της οργανικής ουσίας και, γενικά, την ταχύτητα των βιολογικών και φυσικοχημικών αντιδράσεων σ’ αυτό. Αντίθετα, η μεγάλη εξάτμιση του εδαφικού νερού αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την αναστολή των διεργασιών αυτών, τουλάχιστον κατά τη θερινή περίοδο του έτους, όταν η διαθεσιμότητα ύδατος είναι ελάχιστη έως μηδενική.
Οι μεγαλύτερες ποσότητες εκχυλίσιμου φωσφόρου που εμφανίζονται τα πρώτα χρόνια μετά την πυρκαγιά, καθώς και οι μεγαλύτερες ποσότητες διαθέσιμων στοιχείων Ca, K, Mg, για τη νεοεμφα- νιζόμενη βλάστηση, αποτελούν ίσως την ελάχιστη θετική συμβολή των πυρκαγιών. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι ο κίνδυνος έκπλυσής τους είναι πρόδηλος και η διαθεσιμότητά τους εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους.
Η αύξηση της τιμής του pH που παρατηρείται μετά τις πυρκαγιές, αυξάνει την πρόσληψη θρεπτικών στοιχείων, ιδίως για τα όξινα εδάφη, και δημιουργεί ευνοϊκότερες συνθήκες για την αποσύνθεση της οργανικής ουσίας του εδάφους. Στα αλκαλικά εδάφη με pH>7,5, που δεν εμφανίζονται πολύ συχνά στο δασικό χώρο της Ελλάδας, πιθανόν να προκαλέσει μείωση της διαθεσιμότητας των περισσότερων μικροστοιχείων και του φωσφόρου.
Η καύση του δασικού τάπητα και η μεγάλη διάρκεια αποκατάστασής του αποτελεί μια από τις πλέον επιζήμιες επιδράσεις των δασικών πυρκαγιών. Η μείωση της οργανικής ουσίας που παρατηρείται στο επιφανειακό έδαφος έχει δυσμενή επίδραση στη δομή, στην εναλλακτική ικανότητα, στον αερισμό, στη διήθηση του νερού, στην υδατοϊκανότη- τα, στην έκπλυση θρεπτικών στοιχείων, στη δράση των μικροοργανισμών και στην εδαφογένεση.
Οι επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές δεν εκχωρούν επαρκή χρόνο για ανάκαμψη της βλάστησης, δρουν προσθετικά, και οι όποιες ευνοϊκές επιδράσεις της πυρκαγιάς χάνονται. Επιπλέον, συμβάλλουν καθοριστικά στην αύξηση της διαβρωσιμότητας και στην απώλεια του εδάφους, σε συνδυασμό με τη δημιουργία υδρόφοβου στρώματος στην επιφάνεια του εδάφους. Το έντονο ανάγλυφο, αλλά και η κατανομή και το είδος των θερινών βροχοπτώσεων μπορούν να ευνοήσουν το φαινόμενο. Οι υπόλοιπες μηχανικές και χημικές διεργασίες μειώνουν την υδατοϊκανότητα, αυξάνουν την ξηροθερμικότητα του εδάφους και διαμορφώνουν δυσμενέστερες συνθήκες ανάπτυξης της βλάστησης. Το φαινόμενο ενισχύεται όταν, μετά τις πρώτες βροχοπτώσεις και τη φύτρωση των σπερμάτων, ακολουθήσει μια ξηρή περίοδος, πράγμα σύνηθες στις μεσογειακές περιοχές. Η ένταση και η διάρκειά της αποτελεί ένα ασφαλές μέτρο αξιολόγησης για την επιτυχή ή όχι εξέλιξή της.
Το έδαφος διατηρεί μια τράπεζα σπερμάτων, τα ζώντα ριζικά συστήματα των διαφόρων φυτικών ειδών που αναπτύσσονταν πριν τη διαταραχή, καθώς και ικανό αριθμό μικροοργανισμών (μυκο- χλωρίδα, μικροπανίδα) που συμβιούσαν σ’ αυτό. Ως εκ τούτου, η αποκατάσταση θα πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση όλων των απαραίτητων ανόργανων θρεπτικών στοιχείων, καθώς επίσης και των μηχανικών και υδρολογικών ιδιοτήτων του εδάφους, ώστε να εξασφαλίζει τις φυσιολογικές απαιτήσεις των οργανισμών και τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων που πρόκειται να φιλοξενήσει.
Πρωταρχικός στόχος όλων των χειρισμών πρέπει να είναι η διατήρηση του βάθους του εδάφους, το οποίο πρακτικά παίζει κυρίαρχο ρόλο στα μεσογειακά οικοσυστήματα εφόσον αυξάνει τη δυνατότητα αποθήκευσης ύδατος και της διάθεσής του στα φυτά και δευτερευόντως την εξασφάλιση των θρεπτικών συστατικών (Χατζηστάθης 1975, Μπρόφας 2011). Για τη διατήρηση του εδάφους εφαρμόζονται διάφορες πρακτικές που προέκυ- ψαν από παλαιότερες τεχνικές σταθεροποίησης ευδιάβρωτων εδαφών στις μισγάγγειες των ρεμάτων και πρανών δρόμων. Συνίστανται στην κατασκευή κλαδοπλεγμάτων, κορμοσειρών και ξύλινων φραγμάτων, επικάλυψη του εδάφους ή ακόμη και άλλων κατασκευών που θα αναπτυχθούν παρακάτω. Οι τεχνικές είναι αρκετά παλιές και, όπως αναφέρει ο Μουλόπουλος (1929), στη Γαλλία και στην Αυστρία άρχισαν να χρησιμοποιούνται από το i860, ως τεχνικές εμπειρικές, στην αρχή, και περισσότερο επιστημονικές στη συνέχεια (Daubree 1911). Άλλωστε, η κατασκευή ξηρο- λιθιών ή η καλλιέργεια σε βαθμίδες για τη σταθεροποίηση των επικλινών εδαφών στην περιοχή της Μεσογείου και στη νοτιανατολική Ασία είναι κατά πολύ αρχαιότερη πρακτική. Η αποφυγή διαβρώσεων, ολισθήσεων και πλημμυρικών φαινομένων που είναι πιθανό να συμβούν μετά τις πυρκαγιές, θα πρέπει να εξασφαλίζονται με συγκεκριμένες στρατηγικές κατεύθυνσης, όπως ο καθορισμός των στόχων, ο χρόνος έναρξης της αποκατάστασης και η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται το οικοσύστημα μετά τις πυρκαγιές (Morgan 1995). Εξάλλου, εξαιρετική σημασία έχει και ο ρυθμός εγκατάστασης της φυσικής αναγέννησης. Γενικά, κάλυψη βλάστησης στο όριο του 30% παρέχει ικανοποιητική εδαφική προστασία (Thornes 1990). Η κρίσιμη περίοδος για την προστασία του εδάφους είναι το πρώτο φθινόπωρο μετά την πυρκαγιά (Παπαμίχος κ.ά. 1993).
Οι κυριότερες τεχνικές διατήρησης του εδάφους μετά από πυρκαγιές, αλλά και από άλλες διαταράξεις, που εφαρμόζονται τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, βασίζονται στις ερευνητικές εργασίες και προτάσεις από τους εξής: Van Kraaye- nourd and Hathaway 1986, Gray and Leiser 1990, Morgan 1995, Schmidt 2003, USDA Forest Service 2003, Μπαλούτσος κ.ά. 2001, Γκαγκάρη κ.ά. 1998, Μπαλούτσος 2005, 2009, Λυριντζής κ.ά. 2007, Καρέτσος κ.ά. 2010, Μπρόφας 2011.
* Δρ Γεώργιος Καρέτσος, Δασολόγος, απόφοιτος της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδάκτωρ του Βιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών/ ΕΛΓΟ
**Γεώργιος Μάντακας, Δασολόγος, Ειδικός Επιστήμονας στην αποκατάσταση διαταραγμένων περιβαλλόντων/ ΕΛΓΟ
Το άρθρο αποτελεί μέρος ολοκληρωμένης έκδοσης με τίτλο: “ΤΟ ΔΑΣΟΣ Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση” Επιμέλεια: Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου, Γεώργιος Καρέτσος, Γεώργιος Κατσαδωράκης/ Copyright: WWF Ελλάς, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Το Μέλλον των Δασών», με την συγχρηματοδότηση των κοινωφελών ιδρυμάτων Ι.Σ. Λάτση, Α.Γ. Λεβέντη και Μποδοσάκη, καθώς και με την υποστήριξη ιδιωτών.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ “ΔΑΣΟΣ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ” ΤΗΣ WWF
Σχετικά Άρθρα
- Πάρνηθα: έργα αποκατάστασης 11.124 στρεμμάτων στα καμένα
- Meteo: το 23% της Αττικής κάηκε μέσα στα 7 τελευταία χρόνια
- Πενθήμερο εργαστήριο αποκατάστασης καλντεριμιού και ξερολιθιάς
- Νέο νομοσχέδιο για την ιδιωτική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών
- ΓΕΩΤΕΕ: κατατέθηκε το πόρισμα για τις πυρκαγιές του Έβρου
- ΓΕΩΤΕΕ: απόδοση ευθυνών για επιχειρησιακή αποτυχία στις δασικές πυρκαγιές