Άρειος Πάγος: Απόφαση για τoν εξοπλισμό και τα μέτρα ασφάλειας στις Τράπεζες
ΕιδήσειςΕπιχειρήσειςΈργαΠολεοδομία 27 Μαΐου 2019 Αργύρης
Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων, υπογραμμίζει απόφαση του Άρειου Πάγου για τις Τράπεζες, υπογραμμίζοντας ότι σχετική παράλειψη η παραβίαση συνιστά αδικοπραξία.
Η απόφαση του Δικαστηρίου υπογραμμίζει ιδιαίτερα την υποχρέωση των Τραπεζών για την εγκατάσταση και συντήρηση του αναγκαίου εξοπλισμού και την αυστηρή τήρηση μέτρων ασφαλείας, επισημαίνοντας ιδιαίτερα ότι σε αυτές τις υποχρεώσεις περιλαμβάνονται:
α) Η εγκατάσταση και λειτουργία σύγχρονου και ασφαλούς συστήματος συναγερμού (σιωπηλού), ο οποίος συνδέεται με την τοπική αστυνομική αρχή για την άμεση ειδοποίησή της στις περιπτώσεις ληστειών ή διαρρήξεων,
β) Η χρήση χρηματοκιβωτίων κατασκευασμένων από ανθεκτικό υλικό και εφοδιασμένων με σύστημα χρονοκαθυστέρησης ή άλλο ανάλογο, ώστε το άνοιγμά τους ή η με οποιονδήποτε τρόπο παραλαβή χρημάτων από αυτά, να αποκλείεται πριν την πάροδο ορισμένου χρόνου. Η λειτουργία των ανωτέρω συστημάτων χρονοκαθυστέρησης γνωστοποιείται με την ανάρτηση σε εμφανή σημεία του καταστήματος και επί του χρηματοκιβωτίου αναλόγων πινακιδίων,
γ) Η εγκατάσταση και λειτουργία σε κατάλληλες θέσεις συστήματος συνεχούς καταγραφής σκηνών, όλες τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων του άρθρου 1 της παρούσας,
δ) Η εγκατάσταση θυρών εισόδου – εξόδου διπλών ή περιστρεφομένων, υψηλής ασφαλεiας με δυνατότητα αυτόματης λειτουργίας τους, εξοπλισμένων με σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων, ώστε να παρεμποδίζεται η είσοδος στο κατάστημα ατόμων που φέρουν πυροβόλα όπλα ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα. Το μέτρο αυτό είναι υποχρεωτικό μόνο σε περίπτωση που το κατάστημα στο οποίο αφορούν αποτέλεσε στόχο ληστείας δύο (2) τουλάχιστον φορές κατά το τελευταίο έτος,
Μέτρα και υποχρεώσεις
Ειδικότερα στην περίληψη της απόφασης του Αρείου Πάγου σημειώνεται ότι:
Με τη διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με το χώρο της, καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου.
Με τη διάταξη του άρθρου 32 περ. Α στοιχ. α του ν. 1568/1985 «Υγιεινή και ασφάλεια και των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 177) ορίζεται ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί ν’ απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα και με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ.1, 5 και 6 του Π.Δ/τος 17/1996 (ΦΕΚ Α 11), με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις των με αριθ. 89/291 και 91/383 Οδηγιών, ορίζεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων (παρ. 1), ότι στα πλαίσια των ευθυνών του, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων (παρ. 5) και ότι ο εργοδότης υποχρεούται: α) να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγουμένης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφισταμένων καταστάσεων, β) …, γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων, δ) …, ε) …, στ)… ζ) να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 1568/1985 και τα άρθρα 6 και 12 του παρόντος διατάγματος (παρ. 6).
Με τις ανωτέρω διατάξεις καθορίζεται ένα γενικό πλέγμα ρυθμίσεων για τη λήψη μέτρων από τον εργοδότη προς προστασία της ζωής, της υγείας και της ασφάλειας του εργαζομένου, ο οποίος παρέχει την εργασία του στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής του εργοδότη, υποκείμενος σε δυνητικές καταστάσεις κινδύνου που δεν είναι σε θέση να επηρεάσει. Οι επί μέρους ειδικότερες υποχρεώσεις του εργοδότη που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές είναι δυνατόν να συγκεκριμενοποιούνται λεπτομερώς, βάσει υπάρχουσας ειδικής προς τούτο νομοθεσίας, που αφορά συγκεκριμένους τομείς απασχόλησης.
Η εκ μέρους του εργοδότη παραβίαση της πιο πάνω γενικής υποχρέωσης πρόνοιας για την προστασία της υγείας και ασφάλειας του εργαζομένου, ως προς τις συνθήκες παροχής της εργασίας του ή η παραβίαση των υποχρεώσεων αυτού που απορρέουν από την ειδική νομοθεσία, εφόσον αυτή υφίσταται, η οποία (παραβίαση) είχε ως συνέπεια την πρόκληση βλάβης του σώματος (περιλαμβανομένου και του θανάτου) ή της υγείας των εργαζομένων, συνιστά αδικοπραξία, εφόσον η παραβίαση των ως άνω διατάξεων οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων και συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα.
Στην ως άνω βλάβη της υγείας περιλαμβάνεται και η εξ αιτίας της αδικοπραξίας προκληθείσα, εκδηλωθείσα ή επιδεινωθείσα ψυχική ή πνευματική διαταραχή του εργαζομένου. Στην περίπτωση αυτή, ο παθών εργαζόμενος, ανεξάρτητα αν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 551/1915, δικαιούται μόνο της ειδικής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 551/1915 για τα εργατικά ατυχήματα (όπου η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, ανεξάρτητη της τυχόν υπαιτιότητάς του, και περιορισμένη ως προς το ύψος της) ή της αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου των άρθρων 914 επ. του ΑΚ (όπου απαιτείται η συνδρομή υπαιτιότητας και η αποζημίωση είναι πλήρης, καλύπτουσα κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ κάθε θετική ή αποθετική ζημία), δικαιούται σε κάθε περίπτωση κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ή οι συγγενείς του προς αποκατάσταση της ψυχικής των οδύνης σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου) (ΑΠ 1235/2003).
Περαιτέρω, αναφορικά με τα πιστωτικά ιδρύματα, ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις του εργοδότη κατά τη λήψη μέτρων προς προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων σε αυτά, διαλαμβάνει η υπ’ αριθ. 3015/30/3 – δ από 4 Απριλίου 1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β 276/8.4.1997) «Καθορισμός όρων ασφαλείας καταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων του άρθρου 2 του ν. 2076/1992 και των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 9 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ Α 1984) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (11.1.2005), πριν την κατάργησή της από 23 Μαρτίου 2009 με την με αριθ. 3015/30/6 από 23 Μαρτίου 2009 (ΦΕΚ Β 536/23.3.2009) όμοια Υπουργική Απόφαση, που αντικατέστησε αυτή. Συγκεκριμένα με τη διάταξη του άρθρου 2 της πιο πάνω Υπουργικής Απόφασης και υπό τον παράτιτλο «όροι ασφάλειας» ορίζεται ότι: «Ως όροι ασφαλεiας για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης νοούνται τα μέτρα φυσικής και τεχνικής προστασίας των καταστημάτων του προηγουμένου άρθρου, τα οποία υποχρεούνται να λάβουν οι φορείς στους οποίους ανήκουν τα εν λόγω καταστήματα προς πρόληψη εγκληματικών πράξεων κατά της περιουσίας, του προσωπικού και της πελατείας των εν λόγω καταστημάτων.
Τα μέτρα
Τα μέτρα αυτά είναι:
α) Η εγκατάσταση και λειτουργία σύγχρονου και ασφαλούς συστήματος συναγερμού (σιωπηλού), ο οποίος συνδέεται με την τοπική αστυνομική αρχή για την άμεση ειδοποίησή της στις περιπτώσεις ληστειών ή διαρρήξεων,
β) Η χρήση χρηματοκιβωτίων κατασκευασμένων από ανθεκτικό υλικό και εφοδιασμένων με σύστημα χρονοκαθυστέρησης ή άλλο ανάλογο, ώστε το άνοιγμά τους ή η με οποιονδήποτε τρόπο παραλαβή χρημάτων από αυτά, να αποκλείεται πριν την πάροδο ορισμένου χρόνου. Η λειτουργία των ανωτέρω συστημάτων χρονοκαθυστέρησης γνωστοποιείται με την ανάρτηση σε εμφανή σημεία του καταστήματος και επί του χρηματοκιβωτίου αναλόγων πινακιδίων,
γ) Η εγκατάσταση και λειτουργία σε κατάλληλες θέσεις συστήματος συνεχούς καταγραφής σκηνών, όλες τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων του άρθρου 1 της παρούσας,
δ) Η εγκατάσταση θυρών εισόδου – εξόδου διπλών ή περιστρεφομένων, υψηλής ασφαλεiας με δυνατότητα αυτόματης λειτουργίας τους, εξοπλισμένων με σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων, ώστε να παρεμποδίζεται η είσοδος στο κατάστημα ατόμων που φέρουν πυροβόλα όπλα ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα. Το μέτρο αυτό είναι υποχρεωτικό μόνο σε περίπτωση που το κατάστημα στο οποίο αφορούν αποτέλεσε στόχο ληστείας δύο (2) τουλάχιστον φορές κατά το τελευταίο έτος,
ε) Η προαιρετική εγκατάσταση αλεξίσφαιρων υαλοπινάκων προστατευτικών των χώρων των ταμείων (γκισέ) (παρ. 1).
Επιπλέον των ανωτέρω μέτρων, οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων ανταλλακτηρίων συναλλάγματος, καθώς και οι διευθυντές και υπεύθυνοι καταστημάτων των ως άνω ιδρυμάτων και επιχειρήσεων μεριμνούν για την υλοποίηση της συνολικής πολιτικής ασφάλειας του καταστήματος, η οποία περιλαμβάνει:
α) Τη σωστή εγκατάσταση, λειτουργία, συντήρηση και χρήση των συστημάτων ασφαλείας,
β) Την προστασία των απορρήτων στοιχείων των συστημάτων ασφαλείας και των σχετικών διαδικασιών λειτουργίας τους,
γ) Την παροχή οδηγιών στο προσωπικό, σχετικά με τις ενέργειες και την συμπεριφορά που πρέπει να έχει κατά τον χρόνο που διαπράττεται ληστεία ή άλλη παράνομη πράξη και αμέσως μετά από αυτές,
δ) Τη συνεχή και στην κατάλληλη θέση παρουσία του προσωπικού ασφαλείας και την αποκλειστική απασχόληση στα ειδικά καθήκοντά του, εφόσον στο κατάστημα έχει διατεθεί τέτοιο προσωπικό (παρ. 2)».
Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του Α.Ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» προκύπτει ότι εάν ο παθών από ατύχημα που προκλήθηκε εξαιτίας βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του (εργατικό ατύχημα) υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ, δηλαδή εάν το ατύχημα συνέβη στον τόπο εργασίας του που βρίσκεται στην ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ (η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια με το άρθρο τρίτο του ν.1305/1982), ανεξαρτήτως του εάν κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παθών είχε πράγματι ασφαλισθεί ή όχι στο ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη προς αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπομένη, κατά τις διατάξεις του Ν.551/1915, ειδική αποζημίωση, ακόμη και εάν το ατύχημα οφειλόταν στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο (άμεσο ή ενδεχόμενο) του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ.2 του Α.Ν. 1846/1951 διαφορά μεταξύ του ποσού της, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών, που λόγω του ατυχήματος το ΙΚΑ χορηγεί στον εργαζόμενο.
Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη δεν αφορά όμως και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ο παθών υπέστη από το ατύχημα (ή, σε περίπτωση θανάτου, προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των συγγενικών του προσώπων), όταν το ατύχημα προκλήθηκε από πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (ΟλΑΠ 1117/1986).
Επομένως στην περίπτωση αυτή, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κωδικοποιηθέντος ν. 551/1915 ( ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 412/2008).
Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι:
α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία, πέραν του δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει,
β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας.
Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Ο ειδικότερος δε προσδιορισμός των μέτρων που όφειλε να λάβει ο υπαίτιος, με αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να ισχύουν αορίστως σε περισσότερες όμοιες περιπτώσεις, αποτελεί εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της παράνομης συμπεριφοράς, ως όρου της αδικοπραξίας, στην οποία θα πρέπει να μπορούν να υπαχθούν τα πραγματικά περιστατικά της ατομικής περίπτωσης, προς θεμελίωση του ανωτέρω στοιχείου της αδικοπρακτικής ευθύνης.
Συγκεκριμένα, επί απασχολουμένου σε πιστωτικό ίδρυμα υπαλλήλου, τοιαύτη παράνομη έναντι του ζημιωθέντος υπαλλήλου συμπεριφορά συνιστά και η παράλειψη της εργοδότιδας Τράπεζας, στο πλαίσιο λήψης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, να τηρήσει τις υποχρεώσεις για την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας που απορρέουν από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 3015/30/3 – δ από 4 Απριλίου 1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.
Με την κανονιστική αυτή Υπουργική απόφαση καθορίσθηκαν με θετικές διατάξεις κατά τα ήδη προαναφερθέντα λεπτομερώς συγκεκριμένα μέτρα ασφάλειας για την προστασία αορίστως όλων των καταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων προς πρόληψη εγκληματικών πράξεων κατά της περιουσίας του προσωπικού και της πελατείας των καταστημάτων αυτών και επομένως, ούτε κατ’ εφαρμογή της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του πιστωτικού ιδρύματος, ως εργοδότη, που απορρέει από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 662 του ΑΚ, 32 Α του ν. 1568/1985 και 7 παρ. 1, 5 και 6 παρ. 1 στοιχ. α, γ και ζ του Π.Δ/τος 17/1996, ούτε κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης υπό την αντικειμενική της έννοια, ήτοι της συναλλακτικής ευθύτητας που οφείλει να επιδεικνύει κάθε συνετός και εχέφρων συναλλασσόμενος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ, μπορεί να αξιωθεί από αυτά η τήρηση πρόσθετων μέτρων ασφάλειας για τη θεμελίωση παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της Τράπεζας, όπως λ.χ η διάθεση ατόμου (φρουρού) για τη φύλαξη του καταστήματος, η εγκατάσταση αλεξίσφαιρων υαλοπινάκων προστατευτικών των χώρων των ταμείων (που κατά νόμο ήταν προαιρετική), η εγκατάσταση και λειτουργία σε αυτό διπλών ή περιστρεφομένων θυρών εισόδου – εξόδου, υψηλής ασφάλειας, εξοπλισμένων με μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων, μολονότι το συγκεκριμένο κατάστημα δεν αποτέλεσε στόχο ληστείας δύο (2) φορές κατά το τελευταίο έτος (ΑΠ 1629/2010).
Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα αιφνιδίαζε τον εργοδότη που θα είχε τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις του για τη λήψη των μέτρων ασφαλείας, οι οποίες απορρέουν από την ειδική προς τούτο νομοθεσία και καθορίζονται με λεπτομέρειες από αυτή, και, υπό την επίκληση παράνομης συμπεριφοράς αυτού, συνισταμένης σε παραβίαση πρόσθετων υποχρεώσεών για λήψη μέτρων που θα επικαλείτο ο παθών, ερειδομένων σε γενικές ρήτρες του νόμου και αόριστες νομικές έννοιες, θα υπείχε ευθύνη από αδικοπραξία, χωρίς όμως η υπάρχουσα ειδική νομοθεσία να προβλέπει την υποχρέωση τήρησης από τον εργοδότη και των εν λόγω πρόσθετων υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα την πρόκληση ανασφάλειας δικαίου.
Τέλος αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (ΑΠ 81/2013).
Ολόκληρη η απόφαση
Αριθμός 1415/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Λουκά Μόρφη και Γεώργιο Δημάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 15 Μαΐου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Τ. του Ι., κατοίκων …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……………, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «… Α.Ε.», η οποία εξομοιούται με καθολική διάδοχο λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση με την «… Α.Ε.», που … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Κλεισιούνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/3/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3018/2009 μη οριστική, 2027/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4750/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1/9/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 1.9.2017 και με αριθ. κατάθεσης 585/6.9.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. …………..2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού, κατά παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσία σχετικού λόγου της από 28.7.2014 και με αριθ. κατάθ. ………….2014 έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 2027/17.6.2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε απορρίψει ως νομικά αβάσιμη, κατά τα κεφάλαια καταβολής αποζημίωσης από αδικοπραξία, την από 15.3.2007 και υπ’ αριθ. κατάθ. 136944/2827/15.6.2007 αγωγή αυτής κατά της τότε εναγομένης Τράπεζας με την επωνυμία «… ΑΕ», της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση κατέστη από 28.6.2013 η αναιρεσίβλητη Τράπεζα [μετά την διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, που είχε διαταχθεί με την προηγούμενη υπ’ αριθ. 3018/2009 μη οριστική απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου], στη συνέχεια, δικάζοντας την ως άνω αγωγή (την οποία έκρινε νομικά βάσιμη), την απέρριψε κατά τα κεφάλαια αυτά, ως αβάσιμη κατ’ ουσία (με εξαίρεση ένα κεφάλαιο διαφυγόντων στο μέλλον κερδών, το οποίο, όπως και πρωτοδίκως, κρίθηκε μη νόμιμο και με την προσβαλλομένη απόφαση).
Με την ίδια απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την αγωγή και κατά το κεφάλαιο χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, αντικαθιστώντας τις αιτιολογίες της οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό ως παραγεγραμμένη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με το χώρο της, καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου. Με τη διάταξη του άρθρου 32 περ. Α στοιχ. α του ν. 1568/1985 «Υγιεινή και ασφάλεια και των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 177) ορίζεται ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί ν’ απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα και με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ.1, 5 και 6 του Π.Δ/τος 17/1996 (ΦΕΚ Α 11), με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις των με αριθ. 89/291 και 91/383 Οδηγιών, ορίζεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων (παρ. 1), ότι στα πλαίσια των ευθυνών του, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων (παρ. 5) και ότι ο εργοδότης υποχρεούται α) να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγουμένης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφισταμένων καταστάσεων, β) …, γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων, δ) …, ε) …, στ)… ζ) να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 1568/1985 και τα άρθρα 6 και 12 του παρόντος διατάγματος (παρ. 6). Με τις ανωτέρω διατάξεις καθορίζεται ένα γενικό πλέγμα ρυθμίσεων για τη λήψη μέτρων από τον εργοδότη προς προστασία της ζωής, της υγείας και της ασφάλειας του εργαζομένου, ο οποίος παρέχει την εργασία του στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής του εργοδότη, υποκείμενος σε δυνητικές καταστάσεις κινδύνου που δεν είναι σε θέση να επηρεάσει. Οι επί μέρους ειδικότερες υποχρεώσεις του εργοδότη που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές είναι δυνατόν να συγκεκριμενοποιούνται λεπτομερώς, βάσει υπάρχουσας ειδικής προς τούτο νομοθεσίας, που αφορά συγκεκριμένους τομείς απασχόλησης. Η εκ μέρους του εργοδότη παραβίαση της πιο πάνω γενικής υποχρέωσης πρόνοιας για την προστασία της υγείας και ασφάλειας του εργαζομένου, ως προς τις συνθήκες παροχής της εργασίας του ή η παραβίαση των υποχρεώσεων αυτού που απορρέουν από την ειδική νομοθεσία, εφόσον αυτή υφίσταται, η οποία (παραβίαση) είχε ως συνέπεια την πρόκληση βλάβης του σώματος (περιλαμβανομένου και του θανάτου) ή της υγείας των εργαζομένων, συνιστά αδικοπραξία, εφόσον η παραβίαση των ως άνω διατάξεων οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων και συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα. Στην ως άνω βλάβη της υγείας περιλαμβάνεται και η εξ αιτίας της αδικοπραξίας προκληθείσα, εκδηλωθείσα ή επιδεινωθείσα ψυχική ή πνευματική διαταραχή του εργαζομένου. Στην περίπτωση αυτή, ο παθών εργαζόμενος, ανεξάρτητα αν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 551/1915, δικαιούται μόνο της ειδικής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 551/1915 για τα εργατικά ατυχήματα (όπου η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, ανεξάρτητη της τυχόν υπαιτιότητάς του, και περιορισμένη ως προς το ύψος της) ή της αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου των άρθρων 914 επ. του ΑΚ (όπου απαιτείται η συνδρομή υπαιτιότητας και η αποζημίωση είναι πλήρης, καλύπτουσα κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ κάθε θετική ή αποθετική ζημία), δικαιούται σε κάθε περίπτωση κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ή οι συγγενείς του προς αποκατάσταση της ψυχικής των οδύνης σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου) (ΑΠ 1235/2003). Περαιτέρω, αναφορικά με τα πιστωτικά ιδρύματα, ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις του εργοδότη κατά τη λήψη μέτρων προς προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων σε αυτά, διαλαμβάνει η υπ’ αριθ. 3015/30/3 – δ από 4 Απριλίου 1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β 276/8.4.1997) «Καθορισμός όρων ασφαλείας καταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων του άρθρου 2 του ν. 2076/1992 και των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 9 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ Α 1984) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (11.1.2005), πριν την κατάργησή της από 23 Μαρτίου 2009 με την με αριθ. 3015/30/6 από 23 Μαρτίου 2009 (ΦΕΚ Β 536/23.3.2009) όμοια Υπουργική Απόφαση, που αντικατέστησε αυτή. Συγκεκριμένα με τη διάταξη του άρθρου 2 της πιο πάνω Υπουργικής Απόφασης και υπό τον παράτιτλο «όροι ασφάλειας» ορίζεται ότι: «Ως όροι ασφαλεiας για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης νοούνται τα μέτρα φυσικής και τεχνικής προστασίας των καταστημάτων του προηγουμένου άρθρου, τα οποία υποχρεούνται να λάβουν οι φορείς στους οποίους ανήκουν τα εν λόγω καταστήματα προς πρόληψη εγκληματικών πράξεων κατά της περιουσίας, του προσωπικού και της πελατείας των εν λόγω καταστημάτων. Τα μέτρα αυτά είναι: α) Η εγκατάσταση και λειτουργία σύγχρονου και ασφαλούς συστήματος συναγερμού (σιωπηλού), ο οποίος συνδέεται με την τοπική αστυνομική αρχή για την άμεση ειδοποίησή της στις περιπτώσεις ληστειών ή διαρρήξεων, β) Η χρήση χρηματοκιβωτίων κατασκευασμένων από ανθεκτικό υλικό και εφοδιασμένων με σύστημα χρονοκαθυστέρησης ή άλλο ανάλογο, ώστε το άνοιγμά τους ή η με οποιονδήποτε τρόπο παραλαβή χρημάτων από αυτά, να αποκλείεται πριν την πάροδο ορισμένου χρόνου. Η λειτουργία των ανωτέρω συστημάτων χρονοκαθυστέρησης γνωστοποιείται με την ανάρτηση σε εμφανή σημεία του καταστήματος και επί του χρηματοκιβωτίου αναλόγων πινακιδίων, γ) Η εγκατάσταση και λειτουργία σε κατάλληλες θέσεις συστήματος συνεχούς καταγραφής σκηνών, όλες τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων του άρθρου 1 της παρούσας, δ) Η εγκατάσταση θυρών εισόδου – εξόδου διπλών ή περιστρεφομένων, υψηλής ασφαλεiας με δυνατότητα αυτόματης λειτουργίας τους, εξοπλισμένων με σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων, ώστε να παρεμποδίζεται η είσοδος στο κατάστημα ατόμων που φέρουν πυροβόλα όπλα ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα. Το μέτρο αυτό είναι υποχρεωτικό μόνο σε περίπτωση που το κατάστημα στο οποίο αφορούν αποτέλεσε στόχο ληστείας δύο (2) τουλάχιστον φορές κατά το τελευταίο έτος, ε) Η προαιρετική εγκατάσταση αλεξίσφαιρων υαλοπινάκων προστατευτικών των χώρων των ταμείων (γκισέ) (παρ. 1). Επιπλέον των ανωτέρω μέτρων, οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων ανταλλακτηρίων συναλλάγματος, καθώς και οι διευθυντές και υπεύθυνοι καταστημάτων των ως άνω ιδρυμάτων και επιχειρήσεων μεριμνούν για την υλοποίηση της συνολικής πολιτικής ασφάλειας του καταστήματος, η οποία περιλαμβάνει: α) Τη σωστή εγκατάσταση, λειτουργία, συντήρηση και χρήση των συστημάτων ασφαλείας, β) Την προστασία των απορρήτων στοιχείων των συστημάτων ασφαλείας και των σχετικών διαδικασιών λειτουργίας τους, γ) Την παροχή οδηγιών στο προσωπικό, σχετικά με τις ενέργειες και την συμπεριφορά που πρέπει να έχει κατά τον χρόνο που διαπράττεται ληστεία ή άλλη παράνομη πράξη και αμέσως μετά από αυτές, δ) Τη συνεχή και στην κατάλληλη θέση παρουσία του προσωπικού ασφαλείας και την αποκλειστική απασχόληση στα ειδικά καθήκοντά του, εφόσον στο κατάστημα έχει διατεθεί τέτοιο προσωπικό (παρ. 2)». Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του Α.Ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» προκύπτει ότι εάν ο παθών από ατύχημα που προκλήθηκε εξαιτίας βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του (εργατικό ατύχημα) υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ, δηλαδή εάν το ατύχημα συνέβη στον τόπο εργασίας του που βρίσκεται στην ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ (η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια με το άρθρο τρίτο του ν.1305/1982), ανεξαρτήτως του εάν κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παθών είχε πράγματι ασφαλισθεί ή όχι στο ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη προς αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπομένη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915, ειδική αποζημίωση, ακόμη και εάν το ατύχημα οφειλόταν στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο (άμεσο ή ενδεχόμενο) του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ.2 του Α.Ν. 1846/1951 διαφορά μεταξύ του ποσού της, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών, που λόγω του ατυχήματος το ΙΚΑ χορηγεί στον εργαζόμενο. Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη δεν αφορά όμως και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ο παθών υπέστη από το ατύχημα (ή, σε περίπτωση θανάτου, προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των συγγενικών του προσώπων), όταν το ατύχημα προκλήθηκε από πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (ΟλΑΠ 1117/1986). Επομένως στην περίπτωση αυτή, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κωδικοποιηθέντος ν. 551/1915 ( ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 412/2008). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία, πέραν του δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Ο ειδικότερος δε προσδιορισμός των μέτρων που όφειλε να λάβει ο υπαίτιος, με αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να ισχύουν αορίστως σε περισσότερες όμοιες περιπτώσεις, αποτελεί εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της παράνομης συμπεριφοράς, ως όρου της αδικοπραξίας, στην οποία θα πρέπει να μπορούν να υπαχθούν τα πραγματικά περιστατικά της ατομικής περίπτωσης, προς θεμελίωση του ανωτέρω στοιχείου της αδικοπρακτικής ευθύνης. Συγκεκριμένα, επί απασχολουμένου σε πιστωτικό ίδρυμα υπαλλήλου, τοιαύτη παράνομη έναντι του ζημιωθέντος υπαλλήλου συμπεριφορά συνιστά και η παράλειψη της εργοδότιδας Τράπεζας, στο πλαίσιο λήψης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, να τηρήσει τις υποχρεώσεις για την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας που απορρέουν από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 3015/30/3 – δ από 4 Απριλίου 1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Με την κανονιστική αυτή Υπουργική απόφαση καθορίσθηκαν με θετικές διατάξεις κατά τα ήδη προαναφερθέντα λεπτομερώς συγκεκριμένα μέτρα ασφάλειας για την προστασία αορίστως όλων των καταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων προς πρόληψη εγκληματικών πράξεων κατά της περιουσίας του προσωπικού και της πελατείας των καταστημάτων αυτών και επομένως, ούτε κατ’ εφαρμογή της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του πιστωτικού ιδρύματος, ως εργοδότη, που απορρέει από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 662 του ΑΚ, 32 Α του ν. 1568/1985 και 7 παρ. 1, 5 και 6 παρ. 1 στοιχ. α, γ και ζ του Π.Δ/τος 17/1996, ούτε κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης υπό την αντικειμενική της έννοια, ήτοι της συναλλακτικής ευθύτητας που οφείλει να επιδεικνύει κάθε συνετός και εχέφρων συναλλασσόμενος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ, μπορεί να αξιωθεί από αυτά η τήρηση πρόσθετων μέτρων ασφάλειας για τη θεμελίωση παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της Τράπεζας, όπως λ.χ η διάθεση ατόμου (φρουρού) για τη φύλαξη του καταστήματος, η εγκατάσταση αλεξίσφαιρων υαλοπινάκων προστατευτικών των χώρων των ταμείων (που κατά νόμο ήταν προαιρετική), η εγκατάσταση και λειτουργία σε αυτό διπλών ή περιστρεφομένων θυρών εισόδου – εξόδου, υψηλής ασφάλειας, εξοπλισμένων με μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων, μολονότι το συγκεκριμένο κατάστημα δεν αποτέλεσε στόχο ληστείας δύο (2) φορές κατά το τελευταίο έτος (ΑΠ 1629/2010). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα αιφνιδίαζε τον εργοδότη που θα είχε τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις του για τη λήψη των μέτρων ασφαλείας, οι οποίες απορρέουν από την ειδική προς τούτο νομοθεσία και καθορίζονται με λεπτομέρειες από αυτή, και, υπό την επίκληση παράνομης συμπεριφοράς αυτού, συνισταμένης σε παραβίαση πρόσθετων υποχρεώσεών για λήψη μέτρων που θα επικαλείτο ο παθών, ερειδομένων σε γενικές ρήτρες του νόμου και αόριστες νομικές έννοιες, θα υπείχε ευθύνη από αδικοπραξία, χωρίς όμως η υπάρχουσα ειδική νομοθεσία να προβλέπει την υποχρέωση τήρησης από τον εργοδότη και των εν λόγω πρόσθετων υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα την πρόκληση ανασφάλειας δικαίου. Τέλος αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (ΑΠ 81/2013).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: «Η ενάγουσα [ήδη αναιρεσείουσα] προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλος στις 16 – 5 – 1986 από την εναγομένη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΕ», της οποίας καθολική διάδοχος από 28.6.2013 τυγχάνει η ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» [ήδη αναιρεσίβλητη], λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση (βλ. την Κ2 – 4580/28 – 6 – 2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης). Στα 22 – 10 – 1992, ενώ εργαζόταν ως ταμίας στο τραπεζικό κατάστημα της εναγομένης … επί της λεωφόρου …, διαπράχθηκε ληστεία από δύο ένοπλους δράστες, οι οποίοι, αφού πυροβόλησαν τον διευθυντή του υπόψη τραπεζικού υποκαταστήματος, όταν τους ρώτησε τι συμβαίνει, τραυματίζοντάς τον στον δεξιό ώμο, αφαίρεσαν το ποσό των 9.000.000 δραχμών από το ταμείο στο οποίο είχε τοποθετηθεί η ενάγουσα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 11 – 1 – 2005 διαπράχθηκε ένοπλη ληστεία από τρεις δράστες στο επί της λεωφόρου … υποκατάστημα της εναγομένης του …, εκ των οποίων ο ένας, απωθώντας την ενάγουσα από τη θέση της, αφαίρεσε το ποσό των 98.957 ευρώ από το ταμείο, στο οποίο αυτή απασχολείτο. Για το περιστατικό αυτό μάλιστα διενεργήθηκε έλεγχος από την επιθεωρήτρια της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας Λ. Μ. σε βάρος της ενάγουσας, λόγω του παραπάνω ύψους του ποσού, που αυτή είχε, κατά παράβαση των προβλεπομένων διασφαλιστικών μέτρων φύλαξης, κρατήσει στο ταμείο, αντί να το μεταφέρει στο κεντρικό ταμείο, και [ενν. που ήταν] τα μόνα χρήματα που μπόρεσαν να αφαιρέσουν οι ληστές, δεδομένου ότι οι υπόλοιπες δύο ταμίες είχαν προλάβει, σε αντίθεση με την ενάγουσα, να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους, μετά την ειδοποίηση για ύποπτη άφιξη των δραστών επί της όμορης … από την τραπεζική υπάλληλο Π. Σ., που τους αντιλήφθηκε από τον πρώτο όροφο του εν λόγω τραπεζικού καταστήματος, θέτοντας παράλληλα σε λειτουργία τον συναγερμό, όπως έπραξε και δεύτερος υπάλληλος, ο Ι. Π.. Όσο αφορά το επίμαχο ζήτημα της τήρησης από την εναγομένη των προβλεπομένων όρων ασφαλείας από την έχουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο εφαρμογή υπ’ αριθ. 3015/30 – 3/4.7.1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, δηλαδή την εγκατάσταση και λειτουργία α) σιωπηρού συστήματος συναγερμού που, όπως προαναφέρθηκε, ενεργοποιήθηκε από τους δύο προαναφερόμενους υπαλλήλους, ειδοποιώντας την τοπική αστυνομική αρχή, που έφθασε, όμως, δύο λεπτά μετά την αναχώρηση των ληστών, β) συστήματος συνεχούς καταγραφής σκηνών και γ) χρηματοκιβωτίου με σύστημα χρονοκαθυστέρησης, αποδεικνύεται ότι τηρούνταν. Συγκεκριμένα από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στο επίμαχο τραπεζικό κατάστημα είχε εγκατασταθεί ήδη από το έτος 2000 σύστημα συναγερμού, πυρανίχνευσης και παρακολούθησης με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης (CCTV), η συντήρηση των οποίων κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα είχε ανατεθεί από την εναγομένη τράπεζα, δυνάμει του από 14 – 7 – 2004 ιδιωτικού συμφωνητικού, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… Α.Ε.», με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας και συστημάτων ελέγχου, η οποία είχε προβεί στις παραπάνω ενέργειες στις 22 – 10 – 2004, 2 – 2 – 2005, 7 – 6 – 2005, 30 – 8 – 2005 και 24 – 11 – 2005. Επίσης είχε εγκατασταθεί το με ….499 χρηματοκιβώτιο, τύπου … και με αριθμό κατασκευαστή TR …108, που λειτουργούσε με συνδυασμούς, ενώ είχε αναρτηθεί σε εμφανές σημείο του καταστήματος, αλλά και επί του χρηματοκιβωτίου, ενημερωτική επιγραφή λειτουργίας συστήματος χρονοκαθυστέρησης. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι είχαν παρασχεθεί μέσω εγκυκλίων της τράπεζας οδηγίες στο προσωπικό, σχετικά με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά που πρέπει να έχει κατά το χρόνο που διαπράττεται ληστεία και αμέσως μετά από αυτήν, ώστε να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα των ευρισκομένων στο κατάστημα και να φύγει ο ληστής, χωρίς δυσάρεστες επιπτώσεις. Οι οδηγίες αυτές άλλωστε εμπεριέχονται αναλυτικά και με σαφήνεια στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο από Σεπτέμβριος 2001 κανονισμό ασφαλείας της εναγομένης τράπεζας. Όσον, άλλωστε, αφορά την επικαλουμένη από την ενάγουσα μη εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος θυρών εισόδου – εξόδου υψηλής ασφάλειας στο εν λόγω υποκατάστημα, αυτή δεν ήταν κατά τα οριζόμενα στην προαναφερθείσα υπουργική απόφαση υποχρεωτική, επειδή το υποκατάστημα αυτό δεν είχε υπάρξει στόχος δύο ληστειών κατά το διάστημα του προηγουμένου έτους, καθόσον η αμέσως προηγούμενη της επίδικης ληστείας της 11 – 1 – 2005 ληστεία είχε διαπραχθεί στις 20 – 9 – 2002 (βλ. την 1052/6/3890 α / 9 – 1 – 2014 βεβαίωση της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής). Με βάση τα παραπάνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα, προκύπτει ότι η εναγομένη τράπεζα είχε λάβει όλα τα μέτρα ασφαλείας, που προβλέπονταν από τις προαναφερθείσες οικείες διατάξεις και τυγχάνουν εφαρμογής για την προστασία αορίστως όλων των πιστωτικών καταστημάτων, του προσωπικού και των πελατών τους. Σύμφωνα δε με όσα αναπτύχθηκαν στο οικείο τμήμα της προηγηθείσας νομικής σκέψης, ούτε κατά την καλή πίστη υπό την αντικειμενική αυτής έννοια που απαιτείται κατά τα άρθ. 200, 281 και 288 ΑΚ, δηλαδή τη συναλλακτική ευθύτητα που οφείλει να επιδεικνύει κάθε συνετός και εχέφρων συναλλασσόμενος, μπορούν να αξιωθούν πρόσθετα μέτρα ασφάλειας, [ενν. πέραν] εκείνων που κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (11 – 1 – 2005) προβλέπονταν από τις προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις. Τέτοια δε πρόσθετα μέτρα είναι αυτά που η ενάγουσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αγωγή της, αλλά και με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ότι όφειλε να λάβει η ενάγουσα [ενν. η εναγομένη] δηλαδή η διάθεση ατόμου (φρουρού) για τη φύλαξη του πιστωτικού καταστήματος, η εγκατάσταση και λειτουργία σ’ αυτό αλεξίσφαιρων θυρών με μηχανισμούς ανίχνευσης μετάλλων και η λειτουργία ταμείων περιβεβλημένων από αλεξίσφαιρους υαλοπίνακες με ειδικό περιστροφικό μηχανισμό παράδοσης – παραλαβής χρημάτων και εγγράφων μεταξύ ταμία και πελάτη. Και τούτο, διότι κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο ήταν προαιρετικά μέτρα, ενώ το δεύτερο από αυτά ήταν υποχρεωτικό μόνο στην προαναφερόμενη περίπτωση, που, όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν συνέτρεχε στην εδώ ερευνώμενη υπόθεση (στόχος ληστείας δύο τουλάχιστον φορές το τελευταίο έτος). Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε …». Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά τα επί μέρους κεφάλαια καταβολής αποζημίωσης (με εξαίρεση ένα κεφάλαιο διαφυγόντων στο μέλλον κερδών, το οποίο κρίθηκε, όπως και πρωτοδίκως, μη νόμιμο) με το ειδικότερο σκεπτικό ότι δεν αποδείχθηκε ότι η μη αμφισβητουμένη από την εναγομένη ψυχική νόσος της ενάγουσας, ακόμη και εάν εκδηλώθηκε μετά την ληστεία που διαπράχθηκε στις 11 – 1 – 2005, ενώ αυτή υπηρετούσε ως ταμίας στο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης, οφειλόταν σε ενδεχόμενο δόλο των οργάνων και υπαλλήλων της εναγομένης και κατά συνέπεια η ενάγουσα, ως ασφαλισμένη στο ΙΚΑ, δεν δικαιούται στην καταβολή αποζημίωσης από την εναγομένη προς αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας αυτής, κατά τα άρθρα 914, 297 και 298 του ΑΚ (περιλαμβανομένης και εκείνης από το άρθρο 931 του ΑΚ), – ως προς το οποίο μέρος η προσβαλλομένη απόφαση δεν πλήττεται με τους λόγους της ένδικης αίτησης αναίρεσης -, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά το κεφάλαιο καταβολής χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας από την σε βάρος της αδικοπραξία, ύψους 500.000 ευρώ, με το ανωτέρω σκεπτικό της τήρησης εκ μέρους της εναγομένης τράπεζας των προβλεπομένων από τις οικείες διατάξεις υποχρεώσεων αυτής, με συνέπεια να μην θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της τελευταίας έναντι της ενάγουσας, αντικαθιστώντας, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει την αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό ως παραγεγραμμένη. Με τον πρώτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης και κατά το πρώτο αυτού σκέλος, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι η εναγομένη τράπεζα δεν όφειλε να λάβει τα περιγραφόμενα από αυτήν επί πλέον μέτρα ασφάλειας (ταμεία περιβεβλημένα από άθραυστους – αλεξίσφαιρους υαλοπίνακες με περιστροφικούς μηχανισμούς παράδοσης – παραλαβής εγγράφων και χρημάτων μεταξύ ταμία και πελάτη, εγκατάσταση περιστρεφομένων θυρών εισόδου – εξόδου με αλεξίσφαιρους υαλοπίνακες υψηλής ασφάλειας, με δυνατότητα αυτόματης λειτουργίας τους και εφοδιασμένες με μηχανισμούς ανίχνευσης μετάλλων και δυνατότητας εγκλωβισμού του εισερχομένου – εξερχομένου από τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος, ύπαρξη φρουρών ενόπλων ή μη), με το σκεπτικό ότι η λήψη των μέτρων αυτών δεν προβλεπόταν ως υποχρεωτική από την υπ’ αριθ. 3015/30/3 από 4.7.1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 662 του ΑΚ, 32 Α του ν. 1568/1985 και 7 παρ. 1, 5 και 7 του Π.Δ/τος 17/1996, από τις οποίες συνάγεται αντιθέτως υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας, ως εργοδότριας της αναιρεσείουσας, προς λήψη των μέτρων αυτών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθότι, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, εφόσον με την κανονιστική αυτή Υπουργική απόφαση καθορίσθηκαν με θετικές διατάξεις λεπτομερώς συγκεκριμένα μέτρα ασφάλειας για την προστασία αορίστως όλων των καταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων προς πρόληψη εγκληματικών πράξεων κατά της περιουσίας, του προσωπικού και της πελατείας των καταστημάτων αυτών, δεν μπορεί να αξιωθεί από το πιστωτικό ίδρυμα, υπό την ιδιότητά του εργοδότη, η τήρηση πρόσθετων μέτρων ασφάλειας μη προβλεπομένων στην απόφαση αυτή ή σε άλλη ειδική διάταξη για τη θεμελίωση παράνομης συμπεριφοράς αυτού, ως στοιχείου της αστικής ευθύνης αυτού, κατ’ εφαρμογή της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας, που απορρέει από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 662 του ΑΚ, 32 Α του ν. 1568/1985 και 7 παρ. 1, 5 και 6 παρ. 1 στοιχ. α, γ και ζ του Π.Δ/τος 17/1996, (αλλά ούτε και κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης υπό την αντικειμενική της έννοια, ήτοι της συναλλακτικής ευθύτητας που οφείλει να επιδεικνύει κάθε συνετός συναλλασσόμενος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ). Η περαιτέρω δε αιτίαση περί μη εφαρμογής, παρά το νόμο, από την προσβαλλομένη απόφαση των παραγράφων 3 – 7 του άρθρου 8 του Π.Δ/τος 17/1996, όπως αυτές ισχύουν, οι οποίες αναφέρονται σε επί μέρους υποχρεώσεις του εργοδότη για την συστηματική εξέταση των πλευρών της διεξαγομένης εργασίας με σκοπό τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των πηγών επαγγελματικού κινδύνου και για την καταγραφή των ήδη εφαρμοζομένων μέτρων και την πρόταση εκείνων που πρέπει να ληφθούν συμπληρωματικά για την εξάλειψη ή αποφυγή των κινδύνων, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις, επίσης γενικού χαρακτήρα, δεν αναιρούν τα όσα ήδη προαναφέρθηκαν. Με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 9 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ Α 152) ορίζεται ότι: «Όλα τα καταστήματα και υποκαταστήματα τραπεζών, οι δημόσιες υπηρεσίες, οι υπηρεσίες νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα, που λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων που ασκούν μπορούν να αποτελέσουν στόχο εγκληματικής ενέργειας, πρέπει να τηρούν ορισμένους όρους ασφάλειας. Οι όροι αυτοί καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και τη σχετική άδεια χορηγεί η οικεία αστυνομική διεύθυνση». Κατ’ εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης του ως άνω νόμου, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3015/30/3 – δ από 4 Απριλίου 1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β 276/8.4.1997). «Καθορισμός όρων ασφαλείας καταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων του άρθρου 2 του Ν. 2076/1992 και των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος», που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (22.1.2005) μέχρι την κατάργησή της με νεώτερη Υπουργική Απόφαση, που αντικατέστησε αυτήν από 23.3.2009. Με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 9 του Ν. 1481/1984 παρασχέθηκε ευρεία ευχέρεια στη Διοίκηση, ως προς την επιλογή κατά την κρίση της των συγκεκριμένων μέτρων φυσικής και τεχνικής προστασίας των καταστημάτων και υποκαταστημάτων τραπεζών για την πρόληψη εγκληματικών πράξεων κατά της περιουσίας, του προσωπικού και των πελατών τους ή/και την θέσπιση τινών εξ αυτών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ως υποχρεωτικών, ή προαιρετικών και, κατά συνέπεια, οι περί τούτου προαναφερθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 2 της ως άνω Υπουργικής Απόφασης κείνται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος, με τον οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η αιτίαση ότι οι επί μέρους ρυθμίσεις της ως άνω υπουργικής απόφασης, κατά το μέτρο που έθεταν ως προϋπόθεση το να έχει αποτελέσει το κατάστημα στόχο ληστείας δύο τουλάχιστον φορές κατά το τελευταίο έτος, για την υποχρεωτική εγκατάσταση σε αυτό θυρών εισόδου – εξόδου υψηλής ασφάλειας, διπλών ή περιστρεφομένων, με δυνατότητα αυτόματης λειτουργίας και εξοπλισμένων με συστήματα ανίχνευσης μετάλλων και κατά το μέτρο που θέσπιζαν ως προαιρετική την εγκατάσταση αλεξίσφαιρων υαλοπινάκων, προστατευτικών των χώρων των ταμείων, έχουν τεθεί πέραν της από το άρθρο 12 παρ. 9 του ν. 1481/1984 χορηγηθείσας στη Διοίκηση νομοθετικής εξουσιοδότησης για την τήρηση όρων ασφάλειας σε καταστήματα και υποκαταστήματα τραπεζών, και ως εκ τούτου ο περιορισμός αυτός είναι άκυρος, ενόψει μάλιστα και της διάταξης του άρθρου 22 παρ.1 του Συντάγματος που αναφέρεται στην υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για την προστασία της εργασίας και την δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά «έλλειψη αιτιολογίας», ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της «ανεπαρκής αιτιολογία», ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους «αντιφατική αιτιολογία» (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, α) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης ή η αναφορά, ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, γ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 589/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, κατά το δεύτερο αυτών σκέλος, που προβάλλονται επικουρικά, και υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγομένης τράπεζας αναφορικά με τη λήψη των μέτρων προστασίας των εργαζομένων σε αυτήν, έχουσα έτσι υποπέσει στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια. Με το περιεχόμενο αυτό, η αιτίαση αυτή από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύει ορισμένο και κατά συνέπεια παραδεκτό λόγο αναίρεσης, διότι δεν εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης οι ανεπάρκειες που προσάπτονται στις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ούτε διαλαμβάνεται σε αυτήν ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ τέλος δεν αρκεί η μνεία μόνο της σχετικής νομικής διάταξης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, στην οποία προβαίνει η αναιρεσείουσα. Επομένως οι λόγοι αυτοί πρέπει ν’ απορριφθούν. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας αυτής (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1.9.2017 και με αριθ. κατάθ. 585/2017 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 4750/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σχετικά Άρθρα
- Άρειος Πάγος: υπέρ των funds για πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας
- Τεχνικοί ασφαλείας: διευρύνονται οι ειδικότητες και αλλάζουν οι κανόνες
- ΟΣΕΤΕΕ: απαιτούνται άμεσα μέτρα για τη θερμική καταπόνηση εργαζομένων
- Εργασίας: θωρακίζονται οι εργαζόμενοι σε τομείς υψηλής επικινδυνότητας
- Εκδήλωση στην Πρέβεζα: «Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία»
- ΟΣΕΤΕΕ-ΣΤΥΕ: εκδήλωση για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία