Του Ιωάννη Χατζηγεωργίου*
Επιστημονική έρευνα είναι η προσπάθεια παραγωγής νέας γνώσης ή η καινοτόμος και πρωτοποριακή χρήση της υπάρχουσας. Βασίζεται στην ήδη αποκτηθείσα εμπειρία και στο υπάρχον γνωσιακό πλαίσιο, στην παρατήρηση, στο πείραμα, και κινητήριος μοχλός της είναι η σκέψη. Εξαντλητική, επίμονη και επίπονη. Η επιστημονική έρευνα μέσω της επιστημονικής σκέψης συνδυάζει τα υπάρχοντα δεδομένα και αναλύοντάς τα, ωθεί το γνωστικό επίπεδο ένα σκαλοπάτι ψηλότερα. Δεν αφορά συγκεκριμένες επιστήμες μόνο. Ανεξάρτητα αν κάποιες εμφανίζονται πιο ελκυστικές και λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος σε χρηματοδοτήσεις, είναι λανθασμένη η άποψη ότι ορισμένες επιστήμες, εκ φύσεως, δεν έχουν ερευνητικό αντικείμενο. Από την ανάλυση της τεχνοτροπίας ενός πίνακα του Τσαρούχη και την εμβάθυνση στα γραφόμενα ενός κειμένου του Κοραή, μέχρι την εύρεση ενός καινοτόμου πρωτοκόλλου για την αντιμετώπιση μιας ασθένειας ή την τεχνολογική αναβάθμιση προωστήριων συστημάτων με καύσιμη ύλη το φυσικό αέριο, η επιστημονική έρευνα αγκαλιάζει όλες τις εξειδικεύσεις προσκολλώμενη σε όλα τα γνωστικά πεδία.
Η παραγωγή νέας γνώσης ή/και οι επαναστατικές ανακαλύψεις μπορούν να βασίζονται στην επίπονη επεξεργασία μίας απλής ιδέας, όσο «τρελής» κι αν φαίνεται αρχικά. Ο Αρχιμήδης γνώριζε ότι κάθε φορά που έμπαινε στη μπανιέρα του θα εκτόπιζε το νερό έξω απ’ αυτήν. Κάποια στιγμή, όμως, συνειδητοποίησε ότι η απαραίτητη ισορροπία απαιτούσε το βάρος του να είναι ίσο με το βάρος του εκτοπιζόμενου νερού, εμπνεόμενος ταυτόχρονα και την έννοια της υδροστατικής πίεσης. Αν είναι αλήθεια ο θρύλος με τον Νεύτωνα και το μήλο του, τότε, σίγουρα, ο μέγιστος των θετικών επιστημόνων αναρωτήθηκε γιατί δεν πηγαίνει ο ίδιος μαζί με το έδαφος προς το μήλο αλλά συμβαίνει το ανάποδο. Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή: θεμελίωσε τη θεωρία του περί της βαρυτικής έλξης. Ο JohnNashούτε που το φανταζόταν ότι η θεωρία του περί παιγνίων θα έβρισκε αργότερα εφαρμογή στα οικονομικά. Ούτε φυσικά ο Schrödinger μπορούσε να διανοηθεί ότι η περίφημη ομώνυμη εξίσωσή του, την οποία πρότεινε για τη χωροχρονική εξάρτηση κβαντομηχανικών συστημάτων, θα μπορούσε χρόνια μετά να χρησιμοποιηθεί για την εξήγηση της εμφάνισης των «ολέθριων» κυμάτων στη θάλασσα.
Ανεξαρτήτως όμως των παραπάνω γενικεύσεων, η επιστημονική έρευνα έχει σημαντικότατες κοινωνικοοικονομικές επεκτάσεις, μέσω της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, την ανακάλυψη νέων ή τη διεύρυνση υπαρχόντων πηγών παραγωγής πλούτου, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού, την προστασία και θωράκιση της υγείας του, την εγρήγορσή του σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής και σε σειρά επιδράσεων των οποίων ουκ έστιν αριθμός. Ο κατ’ εξοχήν χώρος διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας είναι τα πανεπιστήμια τα οποία κλείνουν τον «διδακτικοερευνητικό» κύκλο μέσω α) της χρήσης της διαθέσιμης διδακτέας γνώσης, β) τους εμπλουτισμού της και γ) της εισαγωγής της νέας γνώσης στα προγράμματα σπουδών.
Τα πανεπιστήμια και ειδικότερα αυτά που θεραπεύουν τεχνολογικά αντικείμενα βρίσκονται μπροστά σε νέες προκλήσεις που επιβάλλουν τη συμβολή τους στην τεχνολογική πρόοδο και ανάπτυξη. Η ανάπτυξη της τεχνολογικής έρευνας επιτάσσει τη διασύνδεση με παραγωγικούς τομείς της κοινωνίας και φυσικά τη βιομηχανία. Το όφελος για τα πανεπιστήμια είναι διττό δεδομένου ότι διασυνδέονται άμεσα με την παραγωγή και κατ’ επέκταση την κοινωνία και, αναμφίβολα, εξασφαλίζουν τη μελλοντική απασχόληση των αποφοίτων τους.
Η συμβολή της επιστημονικής έρευνας στην ανάπτυξη δεν πρέπει να θεωρείται κάτι ασαφές και μελλοντικά προσδοκώμενο. Κανείς δεν αμφισβητεί την προστιθέμενη αξία του παραγόμενου ερευνητικού προϊόντος και της μελλοντικής του, οικονομικής, εκμετάλλευσης. Ακόμη όμως και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της έρευνας, η συμβολή της στην οικονομία είναι χειροπιαστή. Η έρευνα χρηματοδοτείται και η διεξαγωγή της απαιτεί πέραν από τους ερευνητές και το τεχνικό προσωπικό, σημαντικούς ανθρώπινους πόρους για την οικονομική της διαχείριση. Εν ολίγοις, η έρευνα παρέχει εργασία και πλούτο ο οποίος επιστρέφει στην εθνική οικονομία.
Το επόμενο βήμα των πανεπιστημίων είναι η στενότερη διασύνδεσή τους με την παραγωγή όχι μόνο μέσω της, πάγιας και συνήθους, γνωσιακής στήριξης που παρέχουν αλλά και μέσω της επιχειρηματικής δράσης. Η γνώση που παράγεται μπορεί να είναι άμεσα εκμεταλλεύσιμη μέσω της ίδρυσης εταιρειών έντασης γνώσης, τεχνοβλαστών (spin-off),από τους ίδιους τους ερευνητές. Τα πανεπιστήμια μπορούν να παρέχουν άδειες χρήσης της διανοητικής ιδιοκτησίας σε επιχειρήσεις για τη δημιουργία νέων ή την εκμετάλλευση υπαρχόντων προϊόντων και υπηρεσιών. Και φυσικά, η άμεση συνεργασία ή συνέργεια με επιχειρήσεις μπορεί να αποτελέσει το μέσο διείσδυσης των πανεπιστημίων στην αγορά.
Τα αναμενόμενα οφέλη από τα παραπάνω είναι σημαντικότατα για τους ίδιους τους ερευνητές, την εθνική οικονομία και την κοινωνία γενικότερα. Είναι ανάγκη να κρατάμε εντός του εθνικού χώρου τα «μυαλά του μέλλοντος» που εκπαιδεύουμε, παρέχοντάς τους τις απαραίτητες διεξόδους. Στην Ελλάδα έχουμε καθυστερήσει γενικά. Ήρθε η ώρα να τρέξουμε!
*Ιωάννης Χατζηγεωργίου, Καθηγητής και Αντιπρύτανης Έρευνας και Δια Βίου Εκπαίδευσης Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
Σχετικά Άρθρα
- Επιστημονική έρευνα για το περπάτημα στην Αθήνα
- Μνημόνιο συνεργασίας για νέες τεχνολογίες σε Υποδομές και Μεταφορές
- Ταμείο Ανάκαμψης: 418 εκατ. για επενδύσεις σε έρευνα-ανάπτυξη
- ΕΜΠ: με τη συμμετοχή των πολιτών έρευνα για ασφαλείς αυτοκινητόδρομους
- IKY: 500 υποτροφίες σε υποψήφιους διδάκτορες
- Έρευνα: μικροπλαστικά σε παραλίες, σε όλη την Ελλάδα