ecopress
Του Δημήτρη Χατζηδάκη, Δρ Χημικός Μηχανικός dhadjidakis@yahoo.com Το λεκανοπέδιο της Αθήνας αναμένεται να υποδεχθεί και πάλι τη γνώριμή του από το 2012 «αιθαλομίχλη», τη... Η «αιθαλομίχλη» απειλεί και πάλι

Του Δημήτρη Χατζηδάκη, Δρ Χημικός Μηχανικός

dhadjidakis@yahoo.com

Το λεκανοπέδιο της Αθήνας αναμένεται να υποδεχθεί και πάλι τη γνώριμή του από το 2012 «αιθαλομίχλη», τη θολερή χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα με τη δυσάρεστη οσμή, συνήθως καμένου ξύλου, ενίοτε και απροσδιόριστη, με κυρίαρχους ρύπους τα αιωρούμενα σωματίδια, χωρίς να αποκλείονται και άλλοι, ακόμη και καρκινογόνες ουσίες, όπως οι διοξίνες.

Η παρουσία της στο λεκανοπέδιο, όπως και σε άλλα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα της χώρας, οφείλεται στο μεγάλο πλήθος και στην έντονη χρήση των πολύ ρυπογόνων εστιών καύσης στερεών καυσίμων, όπως τζάκια και ξυλόσομπες, κυρίως λόγω της απαγορευτικής τιμής για πολλά νοικοκυριά του πετρελαίου θέρμανσης, παλαιότερα, και όλων των κλασικών μέσων θέρμανσης (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα), εφέτος. Το πρόβλημα είναι οξύτερο, όταν χρησιμοποιούνται επιλήψιμα καύσιμα, όπως πλαστικά, μελαμίνες και ξύλα βαμμένα, βερνικωμένα ή εμποτισμένα με χημικά για επιβράδυνση της καύσης.

Συγκριτικά με έναν λέβητα πετρελαίου η χρήση στερεών καυσίμων σε ένα παραδοσιακό τζάκι ή ξυλόσομπα, είναι ενεργειακά πιο σπάταλη, ενώ οικονομικότερη είναι η καύση φυσικού αερίου και βιομάζας (πέλετ) και η χρήση ενεργειακού τζακιού. Όσον αφορά τα αιωρούμενα σωματίδια, τον κύριο ρύπο της «αιθαλομίχλης», συγκριτικά με έναν λέβητα πετρελαίου μόνον ο λέβητας φυσικού αερίου έχει μικρότερες (υποδεκαπλάσιες) εκπομπές. Αντιθέτως, το παραδοσιακό τζάκι και η ξυλόσομπα έχουν εκατονταπλάσιες εκπομπές, το ενεργειακό τζάκι 50 φορές μεγαλύτερες και ο λέβητας βιομάζας επταπλάσιες, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ατμοσφαιρική ρύπανση και τη δημόσια υγεία.

Πέρα από την οπτική όχληση, η «αιθαλομίχλη», ανάλογα και με την (κακή) ποιότητα των καυσίμων, προκαλεί και άλλες οχλήσεις αμέσως αισθητές, αλλά και μακροχρόνιες, εγείροντας θέμα δημόσιας υγείας, ιδίως για τις πιο ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες (ηλικιωμένοι, πάσχοντες από αναπνευστικές παθήσεις και παιδιά).

Σύμφωνα με μια προσωπική έρευνα γνώμης το 2016 στο λεκανοπέδιο, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 318 ερωτηθέντων (εφημερίδα «Καθημερινή», 11.05.2016) αντελήφθη μια οσμή καμένου ξύλου το 81% (97% στο δυτικό τμήμα του), μια βαριά ή και απροσδιόριστη οσμή το 39% (49% στο δυτικό τμήμα) και ένοιωσε διάφορες οχλήσεις (δυσφορία, αναπνευστικά προβλήματα, πονοκέφαλο, τσούξιμο στα μάτια) στο βόρειο και στο ανατολικό τμήμα το 15%, στο κεντρικό και στο νότιο τμήμα το 25% και στο δυτικό τμήμα το 47%. Οι διαφοροποιήσεις, κατά πάσα βεβαιότητα, οφείλονταν στη διαφορετική ποιότητα των καυσίμων (επιλήψιμων ή μη), ιδίως στο δυτικό τμήμα, κείμενο δυτικά των Δήμων Πειραιά, Αθηναίων και Ν. Φιλαδέλφειας.

Παλαιότερα μέτρα για τον έλεγχο των εστιών καύσης, όπως βραδινές έφοδοι στις κατοικίες για τον έλεγχο της ποιότητας των καυσίμων, έμειναν στα «χαρτιά» ως περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Εφέτος, και με την εμπειρία του παρελθόντος, πέρα από την όποια οικονομική στήριξη για τη θέρμανση των νοικοκυριών, θα έπρεπε, από τις αρχές Δεκεμβρίου, τα εμπλεκόμενα με το πρόβλημα υπουργεία να είχαν ήδη ξεκινήσει, σε επίπεδο χώρας, την ενημέρωση του κοινού για τις επιπτώσεις από την κατανάλωση, ιδίως επιλήψιμων, στερεών καυσίμων, «καμπανάκι» για να αποφεύγει να καίει «ό,τι καίγεται». Για το 2012 υπήρχε η δικαιολογία ότι επρόκειτο για πρωτόγνωρο φαινόμενο και το κράτος αιφνιδιάστηκε, κάτι που, προφανώς, εφέτος δεν ισχύει.

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας