ecopress
Τις άμεσες οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιβεβαιώνουν οι εταιρείες που παραλαμβάνουν και παραδίδουν εμπορεύματα στις οικονομίες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης μέσω του...

Τις άμεσες οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιβεβαιώνουν οι εταιρείες που παραλαμβάνουν και παραδίδουν εμπορεύματα στις οικονομίες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης μέσω του Ρήνου. Η παρατεταμένη ξηρασία από το καλοκαίρι προκάλεσε πτώση της στάθμης του νερού στον Ρήνο σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, δυσχεραίνοντας δραματικά την παράδοση καυσίμων, βιομηχανικών υλικών και εμπορευμάτων στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ελβετία.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες μεταφέρονται περίπου 100.000 τόνοι σε καύσιμα τύπου ντίζελ μέσω του Ρήνου από το λιμάνι του Ρότερνταμ, επισημαίνει το πρακτορείο Bloomberg. Από τον Ιούλιο, όμως, η στάθμη του νερού κινούνταν σε επίπεδα χαμηλότερα του μέσου όρο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν τα ποταμόπλοια να μεταφέρουν εμπορεύματα με όγκο μεγαλύτερο του 20% της μεταφορικής τους ικανότητας. Αν και η στάθμη του νερού στον δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος ποταμό μετά τον Δούναβη έχει ανέβει εδώ και μία εβδομάδα χάρις στις βροχοπτώσεις του Δεκεμβρίου, οι επιπτώσεις στην κερδοφορία των εταιρειών είναι ήδη αισθητή. Ο όμιλος BASF ανακοίνωσε πως η χαμηλή στάθμη του νερού στον Ρήνο θα της στερήσει 200 εκατ. ευρώ από την κερδοφορία του δ΄ τριμήνου του έτους, υπερβαίνοντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Μέσα στο γ΄ τρίμηνο, τα κέρδη της BASF είχαν ήδη διολισθήσει κατά 50 εκατ. ευρώ εξαιτίας των δυσκολιών στη μετακίνηση των ποταμόπλοιων.

Το οικονομικό κόστος που υπέστησαν εταιρείες από τη μείωση της στάθμης του νερού στον Ρήνο έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά τις μεγαλύτερες μεταφορικές δαπάνες που συνεπάγεται η αναζήτηση εναλλακτικών διαδρομών για την παράδοση εμπορευμάτων και κυρίως καυσίμων. Κατά δεύτερο λόγο υπήρξαν μεγάλες ανατροπές στην παραγωγική αλυσίδα αρκετών εταιρειών, διότι απλά δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση στα σημεία εκφόρτωσης (λόγω της χαμηλής στάθμης του νερού). Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η Τhyssenkrupp. Η γερμανική χαλυβουργία ανακοίνωσε πως λόγω «ανωτέρας βίας» (λόγω Ρήνου) δεν μπορούσε να παραδώσει πρώτες ύλες στο εργοστάσιο του Ντούισμπουργκ, μιας πόλης στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Λόγω αυτού, η Τhyssenkrupp προειδοποίησε πως θα υπάρξουν συνέπειες στην κερδοφορία του ομίλου μέσα στο α΄ εξάμηνο του 2019, σύμφωνα με τη Ρουθ Μπένκτερ της Marketwatch.

Προβλήματα αντιμετώπισε, επίσης, η Ελβετία. Δεδομένου ότι η χώρα προμηθεύεται τα δύο τρίτα του πετρελαίου ντίζελ και το ένα τρίτο της βενζίνης μέσω του Ρήνου, η ελβετική κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταφύγει στα στρατηγικά της αποθέματα τον Οκτώβριο για να αναπληρώσει κενά στην προσφορά καυσίμων. Ανάλογα μέτρα ελήφθησαν από τη γερμανική κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας 150.000 τόνους πετρελαίου ντίζελ και 70.000 τόνους βενζίνης από τα στρατηγικά της αποθέματα. Ο Ρένερ Σιλ, πρόεδρος της αυστριακής πετρελαϊκής εταιρείας OMV AG, είχε αποδώσει εν μέρει την αύξηση των τιμών του ντίζελ στη μείωση της εμπορικής κινητικότητας του Ρήνου. Ο Ρήνος ξεκινά από την Ελβετία και καταλήγει στη Βόρεια Θάλασσα από την Ολλανδία, επηρεάζοντας την καθημερινότητα και τη δραστηριότητα 25 εκατ. ατόμων. Προκειμένου να εξομαλυνθεί η διακίνηση καυσίμων, το υπουργείο Μεταφορών της Γερμανίας ζήτησε από τα κρατίδια να καταργήσουν προσωρινά την απαγόρευση της οδικής μεταφοράς καυσίμων τις Κυριακές και τις αργίες.

«Καμπανάκι» για το κόστος της κλιματικής αλλαγής

Διεθνείς επενδυτικές, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία με συνολικό ενεργητικό 32 τρισ. δολαρίων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις οικονομικές επιπτώσεις του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Προειδοποιούν πως εάν δεν μειωθούν άμεσα οι εκπομπές ρύπων, οι ετήσιες ζημιές στην παγκόσμια οικονομία θα είναι πολλαπλάσιες εκείνων που προκλήθηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Με αφορμή τη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα, η οποία λαμβάνει χώρα στην Πολωνία, 415 επενδυτικές, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία απηύθυναν γραπτή έκκληση στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών του οργανισμού για να λάβουν άμεσα μέτρα με στόχο την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Ανησυχητική είναι η πρόβλεψη της Schrodem, η οποία συνυπογράφει την κοινή επιστολή των προαναφερόμενων παικτών του διεθνούς επενδυτικού κόσμου προς τις κυβερνήσεις. Σε δημοσίευμα της εφημερίδας Guardian, η βρετανική επενδυτική εταιρεία υπολογίζει πως οι ετήσιες απώλειες στην παγκόσμια οικονομία μπορεί να φθάσουν ακόμη και τα 23 τρισ. δολάρια. Σε μακροχρόνιο ορίζοντα, οι επιπτώσεις θα είναι τετραπλάσιες από αυτές που προκλήθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Ροοr’s επεσήμανε πως «η κλιματική αλλαγή έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου». Σε ανάλογο μήκος κύματος, ο Τόμας Ντινάπολι –από τους επικεφαλής του συνταξιοδοτικού ταμείου New York State Common Retirement Fund με ενεργητικό 207 δισ. δολαρίων- θεωρεί πως θα ενισχυθεί η ανάπτυξη και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. «Μια οικονομία με χαμηλούς ρύπους γεννά ευκαιρίες και οι επενδυτές που το παραβλέπουν εκτίθενται σε κινδύνους», δηλώνει ο κ. Ντινάπολι στον Guardian.

Αν και δεκάδες κυβερνήσεις αναμένεται να δεσμευθούν για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αυτήν την εβδομάδα από την Πολωνία, τα οικονομικά στοιχεία απεικονίζουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Από το 2015, όταν πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή και υπεγράφη η γνωστή ως Συμφωνία του Παρισιού, διάφορες κυβερνήσεις στον κόσμο έχουν επενδύσει σχεδόν 500 δισ. δολάρια στην κατασκευή νέων εργοστασιακών μονάδων που λειτουργούν με καύση άνθρακα.

Στην κοινή επιστολή τους, οι 415 επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικά ταμεία παροτρύνουν τις κυβερνήσεις να υλοποιήσουν τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, να επισπεύσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις σε καύσιμα με χαμηλούς ρύπους και να καθιερώσουν τη δημοσιοποίηση οικονομικών καταστάσεων με περιβαλλοντικά κριτήρια, σύμφωνα π.χ. με τις συστάσεις του TCFD (task Force on Climate-related Financial Disclosures).

Μεταξύ των επενδυτικών φορέων που συνυπογράφουν την επιστολή είναι κάποια από τα ισχυρότερα συνταξιοδοτικά ταμεία του κόσμου όπως το Calsters και το ΑΒΡ, αλλά και ασφαλιστικοί κολοσσοί όπως η ΑΧΑ, η Aviva και η Zurich.

Στην κοινή επιστολή τους, οι συνυπογράφοντες τονίζουν επίσης την ανάγκη να τερματιστούν οι επιδοτήσεις στον άνθρακα, στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπολογίζει τις επιδοτήσεις αυτές στα 5 τρισ. δολάρια ετησίως. Εδώ και μία δεκαετία, οι του G20 υπόσχονται πως θα λάβουν μέτρα για τη μείωση των επιδοτήσεων.

Πηγή: Καθημερινή

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας