ecopress
Του Νίκου Ηλιάδη* Απαιτείται μια γέφυρα μεταξύ της τεχνολογικής “ελιτ” και της άγνοιας του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, για να μπορεί ο κοινός άνθρωπος να... Η τεχνολογική εξέλιξη στο Δυτικό κόσμο

Του Νίκου Ηλιάδη*

Απαιτείται μια γέφυρα μεταξύ της τεχνολογικής “ελιτ” και της άγνοιας του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, για να μπορεί ο κοινός άνθρωπος να συμμετέχει ουσιαστικά στη λήψη αποφάσεων στις σύγχρονες δημοκρατίες.

Η τεχνολογική εξέλιξη στο Δυτικό κόσμο, με ερέθισμα τον Μινωϊκό πολιτισμό, και το Maryland Plan.

Σύμφωνα και με κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργούνται κίνδυνοι να υπάρχουν δύο ομάδες πληθυσμού. Η ομάδα Α που μπορεί να παρακολουθήσει τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις , που μπορεί να εξετάζει ορθολογικά εναλλακτικές λύσεις και η ομάδα Β που δεν μπορεί , και απλά ακολουθεί χωρίς ουσιαστική συμμετοχή και κρίση επιλογές άλλων.

Το Maryland Plan για εξοικείωση του κοινού ανθρώπου με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις μεταφέρθηκε από τις ΗΠΑ από τον Νίκο Ηλιάδη και εφαρμόζεται σε όλα τα σχολεία της χώρας ( Α, Β, και Γ Γυμνασίου ) από το έτος 1994, ενώ έχει διδαχθεί και στην Α Ενιαίου Λυκείου και στο Πολυκλαδικό Λύκειο, χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα συμβατή με τη σπουδαιότητά του .

Η τεχνολογία αλλάζει το φυσικό περιβάλλον και δημιουργεί με τις επινοήσεις του ανθρώπου ένα τεχνητό περιβάλλον ανάλογα με αυτό που τον εξυπηρετεί.

Ο πολιτισμός (κουλτούρα) σε μια κοινωνία, αντίθετα με αυτά που έχουν καθιερωθεί στη χώρα μας , είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων που την αποτελούν. Τα ίδια πολιτιστικά στοιχεία μπορούν να βρεθούν σε κάθε κοινωνία και σε διάφορες ιστορικές περιόδους , με διαφορετική μορφή, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας που αναφέρονται.

Παραδείγματα πολιτιστικών στοιχείων που μπορούν να βρεθούν σε κάθε κοινωνία με διαφορετική μορφή ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης είναι : Κατοικία, εργαλεία και σκεύη, ενέργεια και ισχύς , εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών, συστήματα ύδρευσης, συστήματα αποχέτευσης , μεταφορές, συστήματα μετρήσεων , ταξίδια , επικοινωνία, συστήματα μάθησης , επιστήμες, τροφή, ηθική , ιδιοκτησία, κοινωνική διάρθρωση, ρουχισμός, εργασία, τρόποι συναλλαγών, οικονομική διάρθρωση , ανταγωνισμός, τέχνη,μουσική, οικογένεια, κοινωνική διάρθρωση κ.ά. Όλα τα πολιτιστικά στοιχεία συνδέονται άμεσα με την τεχνολογία και την τεχνολογική ανάπτυξη.

Ο Μινωϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη για την εποχή του ανάπτυξη, και επηρέασε όλη την περιοχή της Μεσογείου, και την Ευρώπη.

Οι ρίζες της τεχνολογικής εξέλιξης αναζητούνται ακόμη και στην περίοδο της πρωτόγονης ζωής ( Luetkemeyer ,Professor at the University of Maryland, Industial and Vocational Education Department , USA , 1978 ).

Για να επιζήσουν σε ένα εχθρικό φυσικό περιβάλλον οι πρωτόγονοι άνθρωποι, προσπάθησαν να το θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους με την κατασκευή στοιχειωδών εργαλείων.

Με την ανακάλυψη της σκαπτικής ράβδου οι άνθρωποι έπαψαν να είναι νομάδες και κυνηγοί , εγκαταστάθηκαν σε περιοχές και καλλιεργούσαν τη γη , δημιούργησαν χωριά και πόλεις και άρχισαν ένα είδος οργανωμένης ζωής. Από το σημείο αυτό ξεκινώντας η ανθρωπότητα έφθασε στη σημερινή εποχή του ουρανοξύστη και του διαστημόπλοιου.

Οι πρωτόγονοι άνθρωποι θεώρησαν απαραίτητο να μεταβιβάζουν στα μικρά τους στοιχειώδεις γνώσεις τεχνολογίας. Η μάθηση στηρίζονταν στη μίμηση των ενεργειών των ηλικιωμένων είτε συνειδητά, είτε για παιχνίδι. Αυτή η μέθοδος εκπαίδευσης παρέμεινε για αιώνες ως μέθοδος διδασκαλίας πρακτικών δεξιοτήτων.

Καθώς οι πολιτισμοί αναπτύσσονταν, ορισμένοι άνθρωποι είχαν την υπευθυνότητα / αρμοδιότητα της διαχείρισης, και άλλοι εκτελούσαν τις απαραίτητες τεχνικές δουλειές. Η δεύτερη αυτή ομάδα ατόμων άρχισε σιγά –σιγά να αποτελεί την κατώτερη κοινωνική τάξη. Σε ορισμένες μάλιστα κοινωνίες, οι σκλάβοι προορίζονταν για την εκτέλεση της πρακτικής δουλειάς.

Η ηγετική τάξη διαχώριζε το πνεύμα από την πράξη. Ο διαχωρισμός αυτός κυριαρχούσε στην κοινωνική ζωή τόσο των Ελληνικών όσο και των Ρωμαϊκών χρόνων. Οι κοινωνίες αυτές έδιναν έμφαση στην ανάπτυξη του πνεύματος, που συνδέονταν άμεσα και με ανάλογη κοινωνική θέση.

Ο ιδεατός πολίτης στην αρχαία Ελλάδα ήταν το ελεύθερα σκεπτόμενο άτομο, χωρίς υποχρεώσεις για «κατώτερη» πρακτική δουλειά, που είχε αφιερώσει τη ζωή του σε θεωρητικές αναλύσεις διαφόρων θεμάτων και την πολιτική (Martin and Luetkemeyer 1979). Η φιλοσοφία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να δίνεται έμφαση στη θεωρία και την ακαδημαϊκή μόρφωση, και να αγνοείται η τεχνολογία για αιώνες.

Το 1080 στο λιμάνι Βίζμπυ, σε ένα νησί της Βαλτικής , δημιουργείται η πρώτη εμπορική ένωση που σκοπό είχε την παροχή υπηρεσιών στα μέλη της , κυρίως με πληροφορίες για το εμπόριο και τις συναλλαγές στις αγορές της Βόρειας θάλασσας. Η επιτυχία της οργάνωσης εκείνης οδήγησε στη δημιουργία αντίστοιχων οργανισμών και σε άλλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Οι ενώσεις αυτές γνωστές ως γκίλντες ή Χάνσα πιέζουν τους τοπικούς ηγεμόνες για την ελεύθερη διακίνηση του εμπορίου και τη δημιουργία ελεύθερων πόλεων που θα διοικούνται με βάση καταστατικό χάρτη ρυθμιστικό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων. Σε πολλές περιπτώσεις οι βασιλείς και ηγεμόνες πείθονται και δίνουν την ηγεσία των πόλεων στους εμπόρους , ονομάζονται πλέον ελεύθερες πόλεις , σε άλλες όμως αυτό επιτυγχάνεται με εξεγέρσεις. Τον 11ο αιώνα υπήρχαν στην Ευρώπη περισσότερες από 15 ελεύθερες πόλεις. Στο πλαίσιο αυτό ο Βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης υπογράφει το 1215 την περίφημη MagnaCarta , η οποία θέτει περιορισμούς των δικαιωμάτων του βασιλιά και των ευγενών και επιβάλλει την υποταγή όλων στη βάση κάποιων αρχών δικαίου.

Την περίοδο 1080 έως το 1140 εμφανίζονται στις πόλεις της βόρειας Ιταλίας ( Πίζα, Σιένα, Φλωρεντία, Μπολόνια , Μιλάνο και Γένοβα ) δημοτικές συνελεύσεις οι οποίες εκλέγουν συμβούλους , με εντολή να διοικούν την πόλη , να φροντίζουν όλα τα θέματά της , και τις σχέσεις της με τις άλλες πόλεις και δυνάμεις Βαθμιαία η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ενισχύθηκε , οδήγησε στην ίδρυση των Κοινοβουλίων , τα οποία σύντομα απέκτησαν δύναμη μεγαλύτερη από του βασιλιά.

Το 1158 ο Φρειδερίκος ο Α’ εγκρίνει το καταστατικό του Πανεπιστημίου της Μπολόνια. Αυτό είναι το πρώτο Πανεπιστήμιο που λειτουργεί από την ίδρυσή του έως σήμερα χωρίς διακοπή. Ακολουθούν μετά από λίγο το Πανεπιστήμιο των Παρισίων και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης . Σε μικρό χρονικό διάστημα στη δυτική Ευρώπη αναπτύσσεται ο θεσμός του Πανεπιστημίου . Που δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Οι αστοί ενίσχυσαν τα πανεπιστήμια θέλοντας να χτίσουν μια ελεύθερη παιδεία, και να προωθήσουν την επιστήμη αδιάφορα από δογματικές μέριμνες.

Δανεισμός και Τράπεζες. Το 1171 η Βενετία εξέδωσε αναγκαστικό δάνειο αόριστης λήξεως με ποσοστό απόδοσης. Το δάνειο αυτό , στάθηκε η αφετηρία της δημιουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων, τραπεζών. Πολύ σύντομα στη βόρειο Ιταλία αναπτύχθηκε το τραπεζικό σύστημα , και έγινε ο μέγας μοχλός για την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης.

Ο Μεσαίωνας κυριαρχείται από ένα κοινωνικό σύστημα, γνωστό ως Φεουδαρχισμός. Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις (3) βασικές κοινωνικές ομάδες: Τον κλήρο, τους ευγενείς, και την εργατική τάξη.

Η εργατική τάξη είναι αυτή που ασχολείται με τη γεωργία, τα διάφορα τεχνικά επαγγέλματα, και άλλες μορφές πρακτικής δουλειάς. Η μαθητεία δίπλα σε ειδικευμένους τεχνίτες ήταν η λύση για να βελτιώσει η εργατική τάξη τη θέση της, οικονομικά και κοινωνικά. Το σύστημα αυτό εκπαίδευσης (μαθητεία δίπλα σε ειδικευμένους τεχνίτες), αποτελούσε για χρόνια τον μοναδικό τρόπο εκπαίδευσης τεχνιτών, και χρησιμοποιείται και σήμερα στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση (πρακτική άσκηση).

Το τέλος του Μεσαίωνα το πιστοποίησαν τρία κοινωνικά ρεύματα. Η Αναγέννηση, η αναδιαμόρφωση και η βελτίωση της κοινωνικής δομής (reformation), και οι τάσεις για επιστημονική έρευνα και αναζήτηση. Άρχισε να αναπτύσσεται ενδιαφέρον για τις θετικές επιστήμες, και παράλληλα ενδιαφέρον για τις πρακτικές πλευρές της ζωής.

Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ο ανθρωπισμός (Humanism), αντικατέστησε τον Σχολαστικισμό (Scholasticism), και έγινε η βάση για τη διαμόρφωση της εκπαίδευσης. Γύρω στον 15ο αιώνα στις Ευρωπαϊκές Κοινωνίες υπήρχε βασική διάκριση μεταξύ της Ακαδημαϊκής Θεωρητικής μόρφωσης και της Τεχνικής.

Η Ακαδημαϊκή ήταν ένα είδος ιδιωτικής εκπαίδευσης, με ιδιωτικούς δασκάλους για την υψηλή κοινωνία, και είχε υψηλούς πνευματικούς, φιλοσοφικούς, και επιστημονικούς στόχους, μακριά από τα άμεσα προβλήματα της καθημερινής ζωής.

Η κατεύθυνση αυτή ήταν αποτέλεσμα της επιρροής των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, που έδιναν έμφαση στις πνευματικές αξίες και δευτερεύουσα σημασία σε πρακτικά θέματα.

Η τεχνική εκπαίδευση ήταν ανοργάνωτη και βασίζονταν στη μετάδοση γνώσης από τον αρχιτεχνίτη στο μαθητή του, ή από τον πατέρα στο γιό.

Τον 17ο αιώνα η επιστημονική έρευνα παρουσίασε μια ραγδαία ανάπτυξη. Ενδιαφέροντα που αναπτύχθηκαν για θέματα σχετικά με τη ρεαλιστική πραγματικότητα, οδήγησαν πολλούς θεωρητικούς δασκάλους να συμπεριλάβουν στη διδασκαλία τους θέματα που να έχουν σχέση με πραγματικές καταστάσεις.

Ο Άγγλος Bacon (1561-1626), ήταν ο πρώτος που άρχισε να υποστηρίζει ότι η μορφωμένη τάξη πρέπει να ασχολείται με χειρονακτικές δραστηριότητες. Όχι να κάνουν οι ευγενείς χειρονακτική δουλειά, αλλά να ξέρουν, και να μπορούν να κάνουν τη χειρονακτική δουλειά που κάνουν οι κατώτεροι, για να μπορούν να τους ελέγχουν. Η βασική ιδέα ήταν η μάθηση με «από πρώτο χέρι εμπειρίες». Αποτέλεσμα της συλλογιστικής αυτής ήταν η ανάπτυξη εκπαιδευτικών διαδικασιών που να δημιουργούν ερεθίσματα και στις πέντε αισθήσεις των μαθητών.

Ο Τσέχος Comenius (1592-1670) επηρεάστηκε από τον Bacon. Το βιβλίο του «The Create Didactic», επηρέασε την εκπαιδευτική φιλοσοφία πολλών κρατών. Ο Comenius προσπάθησε να φτιάξει εκπαιδευτικό σύστημα, και ήταν ο πρώτος που όρισε εκπαιδευτικές περιόδους.

Μέχρι την ηλικία των 6 ετών το παιδί μαθαίνει από τους γονείς του και το περιβάλλον του. Για την περίοδο 6-12 ετών προβλέπει τη φοίτηση στο Δημοτικό σχολείο, για την περίοδο 12-18 ετών τη φοίτηση στο Γυμνάσιο, και για την περίοδο 18-24 ετών τη φοίτηση στο Πανεπιστήμιο. Ο Comenius όρισε και μερικά χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχει η εκπαίδευση, όπως:

* Να έχει σχέση με τον πραγματικό κόσμο

* Να έχει επαγγελματική αξία.

* Να στηρίζει τη μάθηση στην πράξη.

* Να διδάσκει τη χρήση διαφόρων οργάνων πρακτικά και όχι θεωρητικά.

* Να συνεχίζεται η εξάσκηση των μαθητών σε ένα θέμα που μελετούν, ώσπου η γνώση να γίνεται δεύτερη φύση.

Ο Comenius ενδιαφέρθηκε επίσης να διδάξει στους μαθητές στοιχεία από τη Βιομηχανία, που αποτελούσε τμήμα του πραγματικού περιβάλλοντος των μαθητών.

Ο Άγγλος Locke (1632-1704), είχε επίσης επίδραση στην εξέλιξη της τεχνολογικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο της γενικής εκπαίδευσης για όλους. Η θεωρία του ήταν ότι η ανάπτυξη του ατόμου και η μάθηση, είναι αποκλειστικά συνάρτηση των εμπειριών του. Τα άτομα έρχονται στον κόσμο με τελείως «άδεια μνήμη». Έπειτα, με τις εμπειρίες, αναπτύσσονται οι ιστοί και το δυναμικό του μυαλού (Τα Faculties). O Locke ήταν ο θεμελιωτής της Faculty Psychology. Υποστήριζε ότι αν ασχοληθεί το άτομο με κάποιο θέμα, αποκτά γνώση, και αυξάνει την ισχύ του μυαλού του. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η εκτέλεση πρακτικών εφαρμογών από τους μαθητές για εκπαιδευτικούς σκοπούς, είχε σαν θεωρητική βάση ότι αυξάνει την ισχύ του μυαλού των μαθητών. Ο Locke έδωσε επίσης έμφαση στην εκπαίδευση των νεαρών μαθητών σε ένα πρακτικό επάγγελμα, όχι για επαγγελματικούς σκοπούς, αλλά για φυσική άσκηση και για διασκέδαση.

Ο Rousseau (1712-1778), θεωρούσε ότι η αλήθεια, το θάρρος, και άλλες αρετές, μπορούν να βρεθούν μόνο στη φύση. Η άρνηση του πολιτισμού για τη φύση αντικατοπτρίζεται στις απόψεις του Rousseau για την εκπαίδευση. Στο βιβλίο του “Emile”, ο Rousseau, έδωσε έμφαση σε δύο πράγματα. Στη φυσική ανάπτυξη του παιδιού, και στο ότι η εκπαίδευση θα πρέπει να τείνει να μηδενίζει τα βλαβερά αποτελέσματα του σύγχρονου πολιτισμού και να περιορίζει τον μαθητή στην επίδραση μόνο της φύσης. Αν και ο Rousseau είχε αρνητική θέση για την Ακαδημαϊκή μόρφωση, ήθελε να μάθει ο Emile ένα επάγγελμα. Ο Rousseau θεωρούσε ότι η εργασία ήταν καθήκον και ότι οι πρακτικές τέχνες ήταν τα πλησιέστερα επαγγέλματα στη φύση. Κατά συνέπεια θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως σπουδαία εκπαιδευτικά στοιχεία της εκπαίδευσης των μαθητών. Τα τεχνικά επαγγέλματα έπρεπε να διδαχθούν όχι για την αξία τους από πλευράς δημιουργίας υλικών απολαβών, αλλά σαν μέθοδοι διδασκαλίας.

Η θεωρία του Rousseau είχε κυρίως επίδραση στη μεθοδολογία της διδασκαλίας τεχνολογικών μαθημάτων, και γενικότερα στη μεθοδολογία της διδασκαλίας στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το παιδί αναπτύσσεται με βάση τη φυσική του περιέργεια. Ο καθηγητής δεν κατευθύνει την ανάπτυξη του μαθητή, αλλά απαντάει σε ερωτήσεις. Η βασική ιδέα είναι να εξερευνήσει ο μαθητής το περιβάλλον του, να αντιληφθεί τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει, και να αισθανθεί την ανάγκη για μάθηση. Αν ο μαθητής δεν αισθανθεί την ανάγκη να αναπτύξει γνώσεις σχετικά με διάφορα θέματα και δεν κάνει ερωτήσεις, δεν θα μάθει ποτέ. Η διαδικασία αυτή από πρακτική πλευρά παρουσιάζει δυσκολίες, αλλά είχε την εξής επίδραση στην εκπαίδευση: Για χρόνια ο καθηγητής ήταν η αποκλειστική πηγή πληροφόρησης των μαθητών και το κέντρο περιστροφής των εκπαιδευτικών διαδικασιών. Η θεωρία του Rousseau τοποθέτησε τον μαθητή στο κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κατά τη σχεδίαση των σύγχρονων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ένα στοιχείο με ιδιαίτερη βαρύτητα είναι οι ανάγκες των μαθητών στη σύγχρονη κοινωνία.

Johann Pestalozzi (1746-1827). Οι θεωρίες των Bacon, Locke, Comenius και Rousseau, σχετικά με την εκπαίδευση και την αποδοχή των πρακτικών τεχνών, επηρέασαν τη δουλειά των Johann Pestalozzi και Johann Basedow (1723-1790). Και οι δύο ενδιαφέρονταν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και ίδρυσαν πειραματικά σχολεία

Ο Pestalozzi που τον ενδιέφερε η κοινωνική αναμόρφωση, είχε σαν αντικειμενικό στόχο την ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων. Θεωρούσε ότι η εκπαίδευση έχει τις δυνατότητες να αναπτύξει παραγωγικές ικανότητες στον καθένα και να αμβλύνει τη φτώχεια και άλλες κοινωνικές ασθένειες.

Σε δύο από τα πρώτα σχολεία που δημιούργησε ο Pestalozzi (Neuhof και Stanz) εργάστηκε με ορφανά και φτωχά παιδιά, σε μια προσπάθεια να συνδυάσει επαγγελματική και ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Τα παιδιά παρακολουθούσαν μαθήματα ραπτικής, κηπουρικής κλπ. θέματα, κυρίως σχετικά με οικιακή οικονομία και συντήρηση σπιτιού. Η ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική και τα άλλα «ακαδημαϊκά μαθήματα» συσχετίζονταν πάντοτε με το πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πράξη. Σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά μάθαιναν πολλά πράγματα εξασκώντας το αντίστοιχο επάγγελμα στην πράξη και κάτω από πραγματικές συνθήκες.

Παρά το γεγονός ότι στην αρχή η δουλειά του Pestalozzi συνδέεται με φτωχά παιδιά που ήθελε να τα μάθει κάποιο επάγγελμα, η κύρια προσφορά του στην εκπαίδευση προέρχεται από τα σχολεία που ίδρυσε αργότερα στο Burgdorf και το Yverdum, για παιδιά της «ανώτερης τάξης». Καθώς ο Pestalozzi γίνονταν γνωστός στο κοινό, εύποροι άνθρωποι προσπαθούσαν να αναλάβει αυτός την εκπαίδευση των παιδιών τους. Στα νέα σχολεία, καθώς ο Pestalozzi είχε εύπορους μαθητές που δεν είχαν ανάγκη να εργαστούν για να ζήσουν, πειραματίστηκε με διάφορες μεθόδους διδασκαλίας ακαδημαϊκών θεμάτων, ιδιαίτερα με τη διδασκαλία των μαθηματικών. Από τα πειράματά του ο Pestalozzi κατέληξε σε μια θεωρία διδασκαλίας, που βασίζεται στη φυσική ανάπτυξη του παιδιού, τον ερεθισμό των αισθήσεων, και την κατασκευή αντικειμένων σχετικά με το θέμα που εξετάζεται (Object method). Ο μαθητής του ο Frobel, πρόσθεσε και το στοιχεία της κοινωνικότητας στη μέθοδο. Οι μαθητές έπρεπε να συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις σχετικά με το θέμα που μελετούσαν.

Johan Basedow (1723-1790). O Basedow, δημοσίευσε πολλές εργασίες σε σχέση με την εκπαίδευση και έγινε ένας από τους κύριους μεταρρυθμιστές στη Βόρεια Ευρώπη. Οι εργασίες του υποστηρίζουν την εφαρμογή ενός «φυσικού» τρόπου διδασκαλίας . Βοηθούμενος από ευκατάστατα άτομα που επηρεάστηκαν από τα γραπτά του, ίδρυσε ένα σχολείο το Philanthropium, φημισμένο σε όλη την Ευρώπη για τη μεθοδολογία διδασκαλίας που εφάρμοζε. Το πρόγραμμα του σχολείου περιελάμβανε και πρακτικές εφαρμογές. Ο κάθε μαθητής διδάσκονταν ένα πρακτικό επάγγελμα, τόσο για επαγγελματικούς, όσο και για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ένας από τους μαθητές του Basedow ήταν ο Salzmann (1744-1811), καθηγητής στο Philanthropium. Ο Salzmann ίδρυσε δικό του σχολείο στο Schnefenthal (1784). Το πρόγραμμα περιελάμβανε κηπουρική, κτηνοτροφία, οικονομική γεωγραφία, φυσικές μελέτες. Οι μαθητές διδάσκονταν ακόμη την κατεργασία ξύλου κλπ. από καθηγητές και όχι από τεχνίτες.

Ο Salzmann πίστευε ότι αν η εκπαίδευση έχει στόχο να προετοιμάσει τους μαθητές για την πραγματική ζωή, θα πρέπει να περιλαμβάνει εκπαιδευτικές δραστηριότητες με τις οποίες οι μαθητές θα εξοικειώνονταν με τον πραγματικό χώρο των ενηλίκων. Καθώς το παιδί θα μεγαλώνει και θα ωριμάζει, η διδασκαλία θα κατευθύνεται προς περισσότερο συγκεκριμένους στόχους. Στο εκπαιδευτικό αυτό παιχνίδι, βασικό στοιχείο είναι η χρήση εργαλείων για την εκτέλεση πρακτικής δουλειάς. Η χρησιμοποίηση του παιχνιδιού και της πρακτικής δουλειάς για εκπαιδευτικούς σκοπούς καλλιεργήθηκε ακόμη περισσότερο από δύο καθηγητές του σχολείου Schnefenthal, τον Blasche (1765-1832) και τον Heusinger (1776-1837).

Το Ρωσικό Σύστημα. Το Ρωσικό Σύστημα είχε σκοπό να διδάξει σε μαθητές που προορίζονταν να γίνουν Μηχανικοί, τη χρήση εργαλείων που ήταν απαραίτητα για το επάγγελμά τους. Το σύστημα αυτό οργανώθηκε από τον Victor della Vos και το προσωπικό του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μόσχας στο τέλος της δεκαετίας του 1860. Την μέχρι τότε μέθοδο της μαθητείας (δηλαδή την παραμονή του μαθητή δίπλα σε κάποιον τεχνίτη για να μάθει τη χρήση εργαλείων ή ένα επάγγελμα) αντικατέστησε μια συστηματική και αποτελεσματική διδασκαλία, που απαιτούσε περιβάλλον εργαστηρίου. Οι μαθητές μάθαιναν τη χρήση εργαλείων με την εκτέλεση μιας σειράς ασκήσεων σε λογική σειρά. Η εκπαιδευτική διαδικασία που σχεδιάσθηκε από τον Victor della Vos και το εκπαιδευτικό του προσωπικό περιελάμβανε δύο φάσεις:

Α. Την ανάλυση των εργαλείων, των διαδικασιών κατασκευής και των προς χρήση υλικών σχετικά με τα διάφορα τεχνικά επαγγέλματα, και την ταξινόμηση αυτών των στοιχείων σε μια σειρά διδασκαλίας.

Β. Τη δημιουργία για κάθε τεχνικό επάγγελμα ξεχωριστού εργαστηρίου, όπου ο κάθε μαθητής είχε τη δική του θέση εργασίας. Οι μαθητές έπρεπε να σχεδιάσουν πρώτα τα έργα που θα κατασκεύαζαν, και δεν επιτρεπόταν απόκλιση της κατασκευής από το τεχνικό σχέδιο

Όλοι μάθαιναν την εκτέλεση πρακτικής δουλειάς κατά συγκεκριμένο αυστηρά τρόπο.

Ο John Runkle από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (Massachusetts Institute of Technology-M.I.T.),και ο Calvin Woodword καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Washington, επηρεάστηκαν από την έκθεση εργασιών των μαθητών του Victor della Vos που έγινε στη Φιλαδέλφεια το 1876 και πρότειναν την υιοθέτηση του Ρωσικού συστήματος στις Η.Π.Α. Το αποτέλεσμα της μεταφοράς αυτής ήταν ότι το 1877 δημιουργήθηκε το σχολείο πρακτικών τεχνών του Μ.Ι.Τ. και το σχολείο της πρακτικής εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Washington. Και τα δύο ήταν Γυμνάσια και είχαν στόχο την ανάπτυξη πρακτικών δεξιοτήτων στους μαθητές και τους προετοίμαζαν:

Α. Για να γίνουν μηχανικοί ακολουθώντας Πανεπιστημιακές σπουδές.

Β. Για να έχουν τη δυνατότητα να απορροφηθούν αμέσως στο χώρο της παραγωγής.

Η κίνηση αυτή στην εκπαίδευση των Η.Π.Α. είναι γνωστή ως η κίνηση των πρακτικών τεχνών (Manual Training Movement) και διαδόθηκε σε όλη τη χώρα.

Ο RunKle και ο Woodword δεν θεώρησαν την πρακτική εκπαίδευση ως φορέα διδασκαλίας επαγγελμάτων, αν και το Ρωσικό σύστημα που είχαν ως ερέθισμα είχε επαγγελματικό χαρακτήρα. Προσπάθησαν να ενσωματώσουν στο νέο εκπαιδευτικό αντικείμενο αρχές παιδαγωγικής και να δημιουργήσουν εργαστήριο που να αντιμετωπίζεται όπως και τα εργαστήρια των άλλων μαθημάτων στο σχολείο.

To Σουηδικό Σύστημα Sloyd. Οι πηγές του συστήματος Sloyd βρίσκονται στον παλιό παραδοσιακό τρόπο ζωής της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα η οικογένεια συνήθιζε να μαζεύεται γύρω από τη φωτιά, να διορθώνει εργαλεία, και να κατασκευάζει έπιπλα και χρήσιμα αντικείμενα για το σπίτι. Με τη βιομηχανοποίηση στη Σουηδία δημιουργήθηκαν προβλήματα σε μια μερίδα Σουηδών που είχαν εισοδήματα από την πηγή αυτή. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος ιδρύθηκαν σχολεία, όπου οι μαθητές μάθαιναν να κατασκευάζουν αντικείμενα ανάλογα με τη ζήτηση της αγοράς, ώστε να εξασφαλίζεται η πώλησή τους. Τα Sloydς δηλαδή στην αρχή είχαν οικονομική βάση και όχι εκπαιδευτική.

O Otto Sallomon ίδρυσε πρώτος στη Σουηδία σχολείο τύπου Sloyd με παιδαγωγικές βάσεις και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της γενικής εκπαίδευσης (Στο Νάας της Σουηδίας). Ο Salomon ήταν επηρεασμένος από τον Uno Gygnaeus που θεωρείται ιστορικά ως ο πατέρας της στοιχειώδους εκπαίδευσης στη Φιλανδία. Ο Gygnaeus ταξίδεψε στην Ευρώπη περί το 1858 και επηρεάστηκε από τις εκπαιδευτικές θεωρίες του Pestalozzi και του Frobel. Γυρίζοντας στη Φιλανδία πρόσθεσε ως εκπαιδευτικό στοιχείο στο πρόγραμμα του Δημοτικού σχολείου, την κατασκευή πρακτικών αντικειμένων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο σπίτι. Με το πέρασμα του χρόνου οι μαθητές κατασκεύαζαν αντικείμενα που απαιτούσαν περισσότερες δεξιότητες.

Στα Sloyd της Σουηδίας ο δάσκαλος ήταν εκπαιδευτικός και όχι τεχνίτης και τα θέματα εργασίας ήταν προσαρμοσμένα στις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών. Το εκπαιδευτικό αυτό σύστημα με κέντρο το μαθητή, έδωσε μια νέα μορφή στην Τεχνική Εκπαίδευση καθώς και στη μεθοδολογία της διδασκαλίας.

O J. Ordway, καθηγητής του Μ.Ι.Τ. μετέφερε το Σουηδικό σύστημα Sloyd στις Η.Π.Α. Σουηδοί εκπαιδευτικοί όπως ο Erikson και ο Larson, πήγαν στη Βοστώνη να διδάξουν Τεχνολογικά Μαθήματα με προτροπή του Ordway. Γύρω στο 1900 παρατηρούνται τρεις μορφές προγραμμάτων για την διδασκαλία τεχνολογίας στα σχολεία γενικής εκπαίδευσης στις Η.Π.Α.

1.Προγράμματα παράλληλα με το Ρωσικό Σύστημα.

2.Προγράμματα παράλληλα με το Σουηδικό Σύστημα Sloyd αλλά με μερικές παραλλαγές, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Αμερικανικής Κοινωνίας.

3.Προγράμματα που συνδύαζαν το Ρωσικό και το Σουηδικό πρόγραμμα. Τα προγράμματα αυτά είχαν από το Ρωσικό Σύστημα τα στοιχεία του τεχνικού σχεδίου και την ανάλυση εργαλείων και μηχανών, και από το Σουηδικό τη μέθοδο διδασκαλίας που βασίζεται στις ανάγκες του ατόμου.

Η Κίνηση των Πρακτικών Τεχνών (Manual Arts Movement). Η κίνηση αυτή άρχισε στην Αγγλία και εκφραστές της ήταν ο William Moris και άλλοι. Η κίνηση αυτή ήταν μια αντίδραση στην άσχημη και φτωχή σχεδίαση και αισθητική των βιομηχανικών προϊόντων της εποχής εκείνης (προς το τέλος του 19ου αιώνα). Η κίνηση των πρακτικών τεχνών στην Αγγλία είχε σαν στόχο να ξαναφέρει στην επιφάνεια το πνεύμα της καλής κατασκευής που χαρακτηριζόταν από μαστοριά και αισθητική εμφάνιση, που είχε εξαφανισθεί με την ομοιόμορφη βιομηχανική παραγωγή προϊόντων.

Η κίνηση των πρακτικών τεχνών μεταφέρθηκε στις Η.Π.Α. από τους Charles Leland και J. Liberty Tadd.

Ο Leland είχε σπουδάσει στην Αγγλία Με τον γυρισμό του στις Η.Π.Α. το 1880 ίδρυσε στη Φιλαδέλφεια ένα πειραματικό σχολείο που αντανακλούσε την επίδραση της κίνησης των πρακτικών τεχνών. Στο σχολείο αυτό δίνονταν έμφαση στην κατασκευαστική δουλειά (shop work) αλλά και στην αισθητική των αντικειμένων που κατασκευάζονταν. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων (κατασκευή και αισθητική) δημιούργησε το μάθημα που ήταν γνωστό ως βιομηχανικές τέχνες στις Η.Π.Α. (Industrial Arts), ως στοιχειώδης τεχνολογία στην Ευρώπη (Elementary Technology), και ως μάθημα τεχνολογίας στη χώρα μας (στην περιορισμένη έκταση που είναι γνωστό).

Η θεωρία του J. Herbard (1776-1841).

Ο Γερμανός Herbard ανέπτυξε τη θεωρία της συσχέτισης (Associationism). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, μια νέα εμπειρία μαθαίνεται και διατηρείται στον ανθρώπινο εγκέφαλο, μόνο αν μπορεί να συσχετισθεί με προηγούμενες εμπειρίες. Σαν αποτέλεσμα της θεωρίας αυτής, η εκπαίδευση θα πρέπει να δημιουργεί στους μαθητές «πυρήνες γνώσης», με τους οποίους θα συσχετίζουν κάθε νέα τους εμπειρία.

Ως πυρήνες γνώσης στην τεχνολογική εκπαίδευση χρησιμοποιούνται τα «εργαλεία και μηχανές», «ενέργεια και ισχύς», «μεταφορές και επικοινωνίες» κλπ. Επίσης όλο το σύστημα της βιομηχανίας και οι παράμετροι που επηρεάζουν τη λειτουργία της, και που είναι κατάλληλα συνδυασμένες μεταξύ τους ώστε να είναι παραγωγική η λειτουργία του βιομηχανικού συγκροτήματος.

Ακόμη ως πυρήνας χρησιμοποιείται η «επιστημονική μέθοδος έρευνας». Οι μαθητές καλούνται να εκτελέσουν μικρο-έρευνες σε τεχνολογικά θέματα κατά τρόπο ώστε τα ερευνητικά τους αποτελέσματα να έχουν πιστότητα και αξιοπιστία.

John Dewey. O Αμερικανός φιλόσοφος Dewey καθηγητής του πανεπιστημίου στο Σικάγο, επηρεάστηκε από τη θεωρία του Herbard.

Ο Dewey δεχόταν την ύπαρξη ενστίκτων στο άτομο, και θεωρούσε ότι η τροφή, ο ρουχισμός, και η στέγαση, είναι βασικές ανάγκες που προσπαθεί να ικανοποιήσει ο άνθρωπος από ένστικτο. Οι βασικές αυτές ανάγκες θα πρέπει να αποτελούν τους «πυρήνες γνώσεις» με τους οποίους θα πρέπει να συσχετίζονται οι εκπαιδευτικές εμπειρίες των μαθητών και οι άλλες γνώσεις.

Ο Dewey δεχόταν και ορισμένα άλλα ένστικτα για τους μαθητές όπως:

-Την ανάγκη να κατασκευάσουν διάφορα αντικείμενα.

-Την ανάγκη να πειραματιστούν και να εξερευνήσουν το περιβάλλον τους.

-Την ανάγκη να μοιραστούν τις εμπειρίες τους με άλλους.

Ο Dewey ανέπτυξε τελικά εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εφαρμόσθηκε για ένα διάστημα στο Σχολικό εργαστήριο στο Πανεπιστήμιο στο Σικάγο. Η δημοσίευση του Dewey « το σχολείο και η κοινωνία» ήταν ένας από τους σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη της τεχνολογίας και της τεχνολογικής εκπαίδευσης στα πλαίσια της γενικής εκπαίδευσης . Το βιβλίο περιέγραφε τη δουλειά του Dewey και των συνεργατών του στο σχολικό εργαστήριο στα Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Επίσης περιέγραφε την κοινωνική σημασία της εκπαίδευσης σε μια βιομηχανική κοινωνία .

Το πρόγραμμα περιστρέφονταν γύρω από διάφορα βιομηχανικά επαγγέλματα. Για παράδειγμα κατεργασία ξύλου, κατεργασία μετάλλων κλπ. Οι δραστηριότητες είχαν διαλεχτεί ώστε να περιστρέφονται γύρω από τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου (τροφή, στέγαση, ρουχισμός), ώστε να δημιουργούνται και κίνητρα για μάθηση στους μαθητές προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις ανάγκες αυτές που ο άνθρωπος έχει από ένστικτο. Άλλοι πυρήνες γνώσης με τους οποίους συσχετίζονταν οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες των μαθητών ήταν η οικονομική γεωγραφία και η βιομηχανική ιστορία. Οι μαθητές αποκτούν γνώσεις σχετικά με την οικονομία, τα βιομηχανικά προϊόντα, τις πρώτες ύλες, την εργασία που απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος.

Ο William KilpatricK, ένας άλλος Αμερικανός φιλόσοφος, επηρεάστηκε από τον Dewey, αλλά έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στη συσχέτιση της κοινωνίας με την εκπαίδευση. Το θέμα που εξετάζεται κατόπιν επιλογής του από κάποιο μαθητή θεωρητικά και πρακτικά, θα πρέπει πάντοτε να συσχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες, και η εκπαιδευτική διαδικασία θα πρέπει να είναι παράλληλη με την πραγματικότητα. Ο KilpatricK θεωρούσε ότι η συσχέτιση «πυρήνων γνώσης» με πραγματικές κοινωνικές καταστάσεις, έχει ως αποτέλεσμα αποτελεσματικότερη μάθηση.

O Frederick Bosner επηρεάστηκε από τον Dewey και είχε επίσης συμμετοχή στην εξέλιξη της τεχνολογίας και της διδασκαλίας στα σχολεία στα πλαίσια της γενικής εκπαίδευσης. Ο Bosner αναγνώριζε 6 φυσικές τάσεις για τα παιδιά: Να ψηλαφίσουν, να συμμετέχουν σε κατασκευαστικές δραστηριότητες, να παίζουν, να επικοινωνούν, να κοινωνικοποιούνται και να ανακαλύπτουν. Με Βάση τις τάσεις αυτές ο Bosner ανέλυσε μια σειρά από πυρήνες στην τεχνολογική εκπαίδευση. Καθόρισε δηλαδή ύλη / θέματα διδασκαλίας για την τεχνολογική εκπαίδευση γύρω από τους πυρήνες τροφή, στέγαση, ρουχισμός, υφαντά, κλπ. Επίσης καθόρισε και αντικειμενικούς σκοπούς όπως:

-Ανάπτυξη γνώσεων οικονομίας στους μαθητές.

-Μεταβίβαση τεχνολογικών γνώσεων στους μαθητές πρακτικών και θεωρητικών.

-Δημιουργία εποικοδομητικών συνηθειών στους μαθητές για αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.

Ο Bosner θεωρούσε την τεχνολογική εκπαίδευση, ως αντικείμενο που ασχολείται:

-Με τα επαγγέλματα που επιφέρουν μεταβολές σε υλικά προκειμένου να αυξηθεί η αξία τους για τον άνθρωπο.

-Με τα προβλήματα της ζωής που σχετίζονται με τις μεταβολές αυτές.

-Με το να γίνουν οι μαθητές σωστοί καταναλωτές.

O William Warner, που θεωρείται από τους πατέρες της τεχνολογικής ανάπτυξης και εκπαίδευσης στις ΗΠΑ σχεδίασε γύρω στο 1930 ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τη μελέτη της τεχνολογίας και της βιομηχανίας στα πλαίσια της γενικής εκπαίδευσης για όλους.

Το πρόγραμμα βασίζονταν στη δημιουργία εργαστηρίων, ξεχωριστών για κάθε είδους δραστηριότητα (κατασκευές, επικοινωνία, ενέργεια, μεταφορές, παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων . Κάθε εργαστήριο αντιστοιχούσε και σε ένα «πυρήνα γνώσης» σύμφωνα με τον Herbart.

Ως κατάλληλη εκπαιδευτική πρακτική για την τεχνολογική εκπαίδευση στα πλαίσια της γενικής εκπαίδευσης σήμερα, θεωρείται η εφαρμογή μεθοδολογίας που αναγκάζει τους μαθητές να αντιμετωπίζουν ολοκληρωμένα τεχνολογικά θέματα που επιλέγουν με τη βοήθεια του καθηγητή. Για τη λύση των προβλημάτων αυτών απαιτείται η σύνθεση στοιχείων όπως τεχνικό σχέδιο, στοιχεία οικονομικού και τεχνολογικού προγραμματισμού, υλικά, εργαλεία από μια ποικιλία τομέων της τεχνολογίας, πηγές πληροφόρησης του τεχνολογικού περιβάλλοντος, ανάπτυξη ενός κώδικα επικοινωνίας στο τεχνολογικό περιβάλλον, δημιουργικότητας, οξυδέρκειας κλπ. Για την εφαρμογή μεθόδων της μορφής αυτής απαιτείται η ύπαρξη γενικού εργαστηρίου που θα περιλαμβάνει εργαλεία και μηχανήματα από όλους τους τομείς τεχνολογίας, και ανάλογα εκπαιδευμένο καθηγητικό προσωπικό.

Ο επόμενος βασικός σταθμός της τεχνολογικής εκπαίδευσης στα πλαίσια της γενικής εκπαίδευσης στις Η.Π.Α. είναι η δεκαετία του 1960. Την περίοδο αυτή είχε προηγηθεί η τότε Σοβιετική Ένωση στην κούρσα του διαστήματος, και ο Πρόεδρος Κένεντυ χρηματοδότησε αδρά πανεπιστήμια για να αναπτύξουν προγράμματα τεχνολογικής εκπαίδευσης για ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού που θα επινοεί και θα παράγει τεχνολογία ώστε να ξεπεράσουν οι ΗΠΑ τους Σοβιετικούς. Ορισμένα από τα προγράμματα αυτά ήταν:

Το πρόγραμμα Maryland Plan του Dr Donald Maley, Professor and Chairman , Industrial Education department , University of Maryland , μιας ηγετικής φιγούρας στις ΗΠΑ για την τεχνολογική εκπαίδευση που μεταφέρθηκε στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (Στη ΣΕΛΕΤΕ αρχικά και σε όλα τα σχολεία της χώρας – από τον μαθητή του Maley για το διδακτορικό του Ν. Ηλιάδη,καθηγητή της ΣΕΛΕΤΕ , επίτιμο σύμβουλο σήμερα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ) . Το πρόγραμμα εφαρμόζεται για περίπου 30 χρόνια στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα , χωρίς τη δέουσα βαρύτητα και τις προβλεπόμενες διαδικασίες ( εργαστήρια , εκπαίδευση εκπαιδευτικών κλπ.)

Το πρόγραμμα θεωρεί την τεχνολογία και τη βιομηχανία ως πολιτιστικά στοιχεία με μεγάλη σημασία και ως κύριες δυνάμεις ανάπτυξης των διαφόρων κοινωνιών. Είναι ένα ελαστικό πρόγραμμα που έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζει τους αντικειμενικούς του στόχους, ανάλογα με τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανάγκες.

Στους αντικειμενικούς στόχους του προγράμματος συμπεριλαμβάνονται:

* Να καταλάβουν οι μαθητές τον εαυτό τους και να εκτιμήσουν τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητές τους με βάση από πρώτο χέρι εμπειρίες για όλους.

* Να αναπτύξουν οι μαθητές ενός κατάλληλου κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς και αλληλεπίδρασης με τους συνανθρώπους τους , ικανότητα για ομαδική εργασία, ικανότητα να ηγούνται, ικανότητα να ακολουθούν συνειδητά οδηγίες άλλων.

* Να αναπτύξουν ικανότητα συντονισμού πρακτικών και νοητικών δεξιοτήτων σχετικά με προγραμματισμό, σχεδίαση και κατασκευή έργων , με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων εργαλείων, υλικών και διαδικασιών .

* Να αναπτύξουν ικανότητες στους τομείς: επίλυσης προβλημάτων, έρευνας και αναζήτησςη, διαδικασία μάθησης (να μάθουν οι μαθητές πως να μαθαίνουν ), δημιουργικότητα, επικοινωνία, αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πηγών πληροφόρησης που είναι διαθέσιμες στο κοινωνικό σύνολο, ( βιβλιοθήκες, δημοσιεύσεις κλπ. Σε τοπική και διεθνή κλίμακα).

* Η ανάπτυξη αντίληψης σχετικά με τι συνεισφορά της Τεχνολογίας και της Βιομηχανίας στην ανάπτυξη του πολιτισμού.

* Η ανάπτυξη μιας αντίληψης σχετικά με την οργάνωση , τα προϊόντα και τις διαδικασίες παραγωγής στη βιομηχανία.

* Η ανάπτυξη μιας αντίληψης σχετικά με τα προβλήματα και τα οφέλη που προκύπτουν από τη βιομηχανία.

* Να αναπτύξει στους μαθητές μια ευρύτητα αντίληψης σχετικά με το χώρο της εργασίας. Η ευρύτητα αυτή οδηγεί σε επιλογές που βασίζονται σε ακριβή από πρώτο χέρι εμπειρίες.

*Να αναπτύξει μια αντίληψη σχετικά με έννοιες όπως “Μόρφωση Καταναλωτή” , και “αποτελεσματικότητα του ατόμου ως καταναλωτής”.

*Να αναπτύξει μια εκτίμηση για τη βιομηχανία, τον τρόπο χρηματοδότησης , την παραγωγικότητα, την επίδραση της βιομηχανίας στο περιβάλλον, την προσφορά της βιομηχανίας στην ποιότητα ζωής.

* Να αναπτύξει μια αντίληψη της σπουδαιότητας του ανθρώπινου παράγοντα και του είδους της ανθρώπινης εργασίας που απαιτείται στη σύγχρονη βιομηχανία σε μια σύγχρονη κοινωνία.

Το πρόγραμμα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια των ατομικών διαφορών. Το κάθε άτομο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ελεύθερα ανάλογα με το δυναμικό του , τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντά του, τα χαρίσματα και τα ταλέντα του.

Το πρόγραμμα ενισχύει την ενεργή συμμετοχή των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία και την αλληλεπίδραση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στο εργαστήριο του σχολείου με το πραγματικό Τεχνολογικό και βιομηχανικό περιβάλλον.

Η Αμερικανική Βιομηχανία (American Industry project).

Το πρόγραμμα αυτό μελετήθηκε από τον W.Michels στο Πανεπιστήμιο Stout των Η.Π.Α. Ορισμένοι από τους αντικειμενικούς στόχους του προγράμματος ήταν: Να αναπτύξει στους μαθητές.

Μιαν αντίληψη σχετικά με έννοιες που έχουν άμεση εφαρμογή στη βιομηχανία.

Την ικανότητα για επίλυση προβλημάτων που αναφέρονται άμεσα στη βιομηχανία.

Στο πρόγραμμα είχαν συγκεντρωθεί και ταξινομηθεί σε μια λογική σειρά όλα τα στοιχεία που είναι δυνατόν να συσχετισθούν με τη λειτουργία μιας βιομηχανίας ανεξάρτητα από τα προϊόντα που παράγει, το σύστημα που εφαρμόζεται για την προώθηση των προϊόντων στην αγορά ή τις υπηρεσίες που προσφέρει.

Τα στοιχεία αυτά σύμφωνα με το American Industry project είναι: Ενέργεια, τρόποι παραγωγής, υλικά, οργάνωση (Management), Δημόσιες σχέσεις, Έρευνα αγοράς (Marketing), Έρευνα, ιδιοκτησία,, χρηματοδότηση, μεταφορές και επικοινωνία. Το πρόγραμμα καθόριζε ένα σκελετό για τη μελέτη του κάθε στοιχείου ξεχωριστά, και επιπλέον περιελάμβανε την ανάλυση της επιρροής του κάθε στοιχείου σε όλα τα υπόλοιπα. (Αλληλεπίδραση των στοιχείων).

Το πρόγραμμα της πολιτείας της Γεωργίας (Georgia Plan). Το πρόγραμμα αυτό μελετήθηκε από τον Donald Hackett στο Georgia Southern College. Το πρόγραμμα είχε ως γενικό στόχο να προετοιμάσει τους μαθητές ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού. Η ανάπτυξη μιας αντίληψης στους μαθητές (insights) σχετικά με το ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας και βιομηχανίας στο σύγχρονο πολιτισμό.

Η επιστήμη της βιομηχανίας (Industriology-The science of industry). Το πρόγραμμα αυτό μελετήθηκε από τον J.Kirby στο πανεπιστήμιο του Wisconsin. Ένας γενικός στόχος του προγράμματος ήταν να αναπτυχθούν νέες διαστάσεις στην τεχνολογική εκπαίδευση που μέχρι τότε σκόπευε κυρίως στην ανάπτυξη αποκλειστικά πρακτικών δεξιοτήτων . Ανάπτυξη ικανοτήτων για επίλυση προβλημάτων που αναφέρονται στη βιομηχανία, Σχεδίαση βιομηχανικών προϊόντων, αξιολόγηση βιομηχανικών προϊόντων, παραγωγής και έκφραση δημιουργικότητας, Εφαρμογή γνώσεων σε πρακτικές εφαρμογές που έχουν σχέση με τη βιομηχανία, Ανάπτυξη μιας αντίληψης σχετικά με τη χρήση εργαλείων, υλικών, μηχανών, και διαδικασιών παραγωγής στη βιομηχανία.

Το Εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Σύστημα Ενορχήστρωσης» (Orchestrated System Approach). To Πρόγραμμα μελετήθηκε από τον L. Yoho στο Indiana State University.

Είναι μια εφαρμογή της θεωρίας συστημάτων (Systems Analysis) και αναλύει την ανθρώπινη ζωή σε σχέση με το πραγματικό βιομηχανικό περιβάλλον. Σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό οι μαθητές αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι πάντοτε δυνατή η σύνθεση στοιχείων σε ένα αρμονικό σύνολο, ούτε η απόκτηση μιας αντίληψης των συστημάτων παραγωγής μόνο με τη μελέτη και την εμπειρία απομονωμένων επιμέρους στοιχείων ενός σύνθετου θέματος ή προβλήματος. Η ενορχήστρωση (αρμονία μεταξύ ανθρώπινων ενεργειών, τεχνολογικών δεδομένων, φυσικού περιβάλλοντος) υλοποιείται όταν όλα τα μέρη του «συνολικού» συστήματος ρυθμίζονται κατάλληλα ώστε να λειτουργούν σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να συνειδητοποιήσουν όλα τα άτομα τις παραμέτρους του προβλήματος, ώστε συνειδητά να τοποθετούν τις προσπάθειές τους για το ατομικό και κοινωνικό καλό μέσα στα σωστά πλαίσια, που ορίζονται από την πραγματικότητα. Ως αντικειμενικοί στόχοι του προγράμματος αναφέρονται : Η δημιουργία μιας σύνθετης αντίληψης όλου του βιομηχανικού φάσματος και των παραμέτρων που υπεισέρχονται στη βιομηχανία. Η ανάπτυξη μιας αντίληψης σχετικά με τον τρόπο που η κοινωνία παράγει τα απαραίτητα αγαθά και εξασφαλίζει την λειτουργία των διαφόρων υπηρεσιών με στόχο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για κάθε μέλος της .

To πρόγραμμα του πανεπιστημίου της Alberta (Alberta Plan). Το πρόγραμμα μελετήθηκε από τον H. Ziel στο πανεπιστήμια της πολιτείας Alberta του Καναδά και δίνει έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων σε μια ποικιλία τομέων της σύγχρονης τεχνολογίας, και στο ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στα διάφορα βιομηχανικά συγκροτήματα και στην έρευνα

Το Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του OHIO (Industrial Arts Curriculum project I.A.C.P.). Το πρόγραμμα μελετήθηκε από τους Donald Luχ, W.Ray, and J. Stern στο Πανεπιστήμιο του OHIO, και είναι το μοναδικό που συμπεριλαμβάνει συγκεκριμένα βοηθητικά βιβλία για τους μαθητές . Οι μαθητές εκτελούν καθημερινά στο εργαστήριο τις ασκήσεις και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στα παραπάνω βοηθητικά βιβλία. Κυρίως δύο βοηθητικά βιβλία έχουν γραφεί για τους μαθητές. Το ένα καλύπτει όλες τις τεχνολογικές δραστηριότητες τις σχετικές με τις δομικές κατασκευές (The world of construction) και το άλλο αναλύει τη βιομηχανική παραγωγή (The world of Manufacturing) .

Η τεχνολογία των βιομηχανικών τεχνών (Industrial Arts Technology – A Study of American Industry). Το πρόγραμμα μελετήθηκε από τον John Mitchel στο l Cohram State College. Ο Mitchel αναφέρει ότι το πρόγραμμα περιλαμβάνει την ανάλυση βιομηχανικών κατασκευών, Δομικών κατασκευών, ενέργειας, μεταφορών, γραφικών τεχνών, και επιτρέπει την ανάλυση της βιομηχανίας συνολικά, με την ανάλυση όλων των παραμέτρων της. Τα διάφορα στοιχεία του προγράμματος αναλύονται ανάλογα με τις βιολογικές, ψυχολογικές, και κοινωνικές ανάγκες των μαθητών στους οποίους απευθύνονται.

Το πρόγραμμα των Δημοσίων σχολείων της περιοχής Parma του OHIO (The Parma Ohio Approach). Το πρόγραμμα μελετήθηκε από τον Fricker και ως αντικειμενικοί του στόχοι αναφέρονται: Η ανάπτυξη μιας αντίληψης σχετικά με : Την Αμερικανική βιομηχανία , Τις διάφορες διαδικασίες παραγωγής, Την επίλυση προβλημάτων που σχετίζονται με την παραγωγή.

Ο άνθρωπος και η τεχνολογία (Man and technology). Το πρόγραμμα μελετήθηκε από τον DeVore στο Πανεπιστήμιο West Virginia και περιλαμβάνει ένα σύστημα ανάλυσης και ταξινόμησης της σύγχρονης τεχνολογίας. Ο DeVore υποστήριζε ότι η εφαρμογή ενός συστήματος ταξινόμησης στο χώρο της τεχνολογίας θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της σύγχυσης, και θα διευκολύνει την επικοινωνία και την έρευνα

Ως αντικειμενικοί στόχοι για το πρόγραμμα του DeVore αναφέρονται, η ανάπτυξη ικανότητας :για προσαρμογή στις τεχνολογικές μεταβολές, για εποικοδομητική συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες που βασίζεται σε γνώσεις και ορθολογική ανάλυση δεδομένων, ενός συστήματος αξιών και γνώσεων σχετικά με την τεχνολογία, που αποτελεί την κύρια δύναμη των βιομηχανικών και μεταβιομηχανικών κοινωνιών, για τη μελέτη, τη σχεδίαση, την εφαρμογή, και τον αποτελεσματικό έλεγχο της τεχνολογίας. Ο DeVore αναφέρει ότι ο άνθρωπος παράγει, μεταφέρει και επικοινωνεί, ανεξάρτητα από τον γεωγραφικό χώρο που ζει. Οι τρεις αυτές λειτουργίες είναι απαραίτητες για την επιβίωσή του και γίνονται κατά διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης.

Το πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του MICHIGAN (THE PARTNERSHIP VOCATIONAL PROECT). Το πρόγραμμα μελετήθηκε από τον E. MINELLI στο CENTRAL MICHIGAN UNIVERSITY, έχει ως γενικό αντικειμενικό στόχο τη συσχέτιση των διαφόρων μαθημάτων και τον συντονισμό προσφοράς και αναγκών, μεταξύ σχολείου, βιομηχανίας, και πανεπιστημίων.

Προγράμματα που δίνουν έμφαση στον επαγγελματικό προσανατολισμό.

Α. Το πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Kentacky (Crafts as a vocation). Το πρόγραμμα αναφέρεται στην ανάλυση διαφόρων πρακτικών επαγγελμάτων και προβλέπει πρακτική εξάσκηση των μαθητών.

Β.Το πρόγραμμα GALAXY. Το πρόγραμμα μελετήθηκε από την Διεύθυνση Δημόσιων Σχολείων του Detrooit, και αποτελεί τη βάση του επαγγελματικού προσανατολισμού της περιοχής

Επόμενες Εξελίξεις

Στις επόμενες δεκαετίες που ακολούθησε το κύριο έργο ήταν η ανάλυση και η βελτίωση των προγραμμάτων που είχαν μελετηθεί με σκοπό την προσαρμογή τους στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Παράλληλα, τα διάφορα προγράμματα επηρέασαν το ένα το άλλο, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη ανάπτυξή τους.

Η μελέτη και ο προγραμματισμός του μέλλοντος είχε απασχολήσει τον άνθρωπο από τότε που πρωτοεμφανίσθηκε στη γη.

Η προσαρμογή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις ανάγκες του μέλλοντος είναι μια διαδικασία διαφορετική από αυτό που είναι μέχρι σήμερα γνωστό ως “εκσυγχρονισμός εκπαιδευτικών προγραμμάτων”.

Η τεχνολογική εκπαίδευση μετακινείται προς την κατεύθυνση ανάλυσης, μελέτης και αντιμετώπισης βασικών προβλημάτων όπως η παραγωγή ενέργειας και η ρύπανση του περιβάλλοντος, οι ψηφιακές εφαρμογές.

Επιπλέον, τα εκπαιδευτικά προγράμματα θα αναφέρονται σε ανάλυση τεχνολογικών θεμάτων σε διεθνή κλίμακα.

Τα παραδοσιακά αντικείμενα μελέτης συγχωνεύονται και αποτελούν ευρύτερα σύνολα όπως μελέτη υλικών, μελέτη διαδικασιών παραγωγής, τη σχεδίαση προϊόντων, την αντιμετώπιση των τεχνολογικών μεταβολών κλπ. Με την αξιοποίηση της θεωρίας των συστημάτων.

Οι επιδράσεις της τεχνολογίας στη ψυχοσύνθεση και το συναισθηματικό κόσμο των ατόμων εξετάζεται με στόχο τη διαμόρφωση ενός σταθερού συστήματος αξιών στη μεταβιομηχανική κοινωνία.

Η τεχνολογική εκπαίδευση και ανάπτυξη στις Ευρωπαϊκές χώρες

Η τεχνολογική εκπαίδευση και ανάπτυξη καθυστέρησε συγκριτικά με τις ΗΠΑ στις Ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Γραμματέας του εκπαιδευτικού προγράμματος “προετοιμασία για τη ζωή “ του Συμβουλίου της Ευρώπης Yves Deforge ( 1980) αναφέρει :

Το μάθημα της τεχνολογίας έχει τους παρακάτω γενικούς στόχους:

* Να διευκολύνει την παρατήρηση της συμπεριφοράς των μαθητών που θα εργάζονται ατομικά ή σε ομάδες για την αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου τεχνολογικού προβλήματος. Το πρόβλημα θα πρέπει να απαιτεί την ανάλυση ενός αντικειμένου στα επιμέρους τμήματά του , τη σύνθεση αντικειμένων από επιμέρους στοιχεία και την κατασκευή αντικειμένων που τις προδιαγραφές τους έχουν σχεδιάσει και καθορίσει οι ίδιοι οι μαθητές.

* Να προωθήσουν ένα σύστημα επαγγελματικού προσανατολισμού , ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της τεχνικής εκπαίδευσης και τις θετικές επιστήμες , με τη δημιουργία θετικών και κατάλληλων κινήτρων .

* Να προσφέρει στους μαθητές ανεξάρτητα από το φύλο τους τα μέσα να αντιληφθούν και να εξερευνήσουν το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Ποιο συγκεκριμένα να προσφέρει στους μαθητές μια εισαγωγή στην τεχνολογία, τρόπους ερμηνείας διαγραμμάτων, μεθοδολογίες για την αντιμετώπιση τεχνολογικών προβλημάτων , ορθολογική οργάνωση και κοινωνικές συνθήκες στο χώρο της εργασίας.

Ο Γάλλος Payan το 1971 αναφέρει ότι: «Η πρακτική δουλειά και η μάθηση με την εκτέλεση πρακτικής δουλειάς μπορούν να προετοιμάσουν τους μαθητές τόσο για τεχνικά επαγγέλματα, όσο και για επιστήμες. Όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εκπαιδευτικοί, δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην τεχνολογική εκπαίδευση παρά την αναμφισβήτητη αξία της . H Κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει χωρίς αργοπορία».

Ο Payan (1971) αναφέρει ακόμη σε δημοσίευση της UNESCO ότι ένα τεχνολογικό θέμα που μελετούν οι μαθητές θεωρητικά και πρακτικά, μπορεί να διαδραματίζει ρόλο μεσολαβητή μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπου, πολύ περισσότερο από ένα επιστημονικό θέμα. Και αυτό επειδή το επιστημονικό θέμα συσχετίζεται περισσότερο με την ανάλυση και δημιουργεί την εντύπωση ότι αναφέρεται σε χώρους εκτός πραγματικότητας. Τα τεχνολογικά θέματα συσχετίζονται περισσότερο με τη σύνθεση, και ασχολούνται με ρεαλιστικές, πραγματικές καταστάσεις, που έχουν άμεση σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Τα τεχνολογικά θέματα αποτελούν φορείς οργάνωσης διαφορετικών επιστημονικών στοιχείων σε οργανικά σύνολα, και στοχεύουν στην εναρμόνιση των προσπαθειών του ανθρώπου για ικανοποίηση των αναγκών του, και των φυσικών/ επιστημονικών νόμων. Ο Payan συσχετίζει επίσης την τεχνολογική εκπαίδευση με τον «αληθινό πολιτισμό-TRUE CULTUR» και αναφέρει ότι: «Το να ανακαλύψουν τα άτομα τις ικανότητές τους έχει άμεση σχέση με την ικανότητά τους για επικοινωνία. Όταν δεν είναι δυνατή η επικοινωνία στα άτομα, πολλές και σημαντικές ικανότητες δεν ανακαλύπτονται.

Η τεχνολογική εκπαίδευση διευκολύνει την επικοινωνία τόσο των μαθητών με οικονομική άνεση που είναι ξεκομμένοι από τις μάζες, όσο και των μαθητών με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, που μειονεκτούν ως προς την επικοινωνία με το τεχνολογικό τους περιβάλλον, σαν αποτέλεσμα έλλειψης ερεθισμάτων».

Στους στόχους συμπεριλαμβάνονται:

* Να αναπτύξει ικανότητες στους μαθητές για επικοινωνία με το τεχνολογικό τους περιβάλλον. Η ικανότητα για επικοινωνία ( που βασίζεται σε γνώση και αντίληψη της κατάστασης ) καθημερινά γίνεται και περισσότερο απαραίτητη στον 21ο αιώνα που ο άνθρωπος ζει σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον. Η ικανότητα αυτή έχει ιδιαίτερη αξία ειδικά στην περίοδο που ο μαθητής προβληματίζεται σχετικά με την επαγγελματική κατεύθυνση προς την οποία θα προσανατολισθεί.

* Να καταργήσει τα τεχνητά σύνορα και τις προκαταλήψεις μεταξύ των δύο ειδών πολιτισμού ( κουλτούρας) μεταξύ των ονομαζόμενων “καλών τεχνών” και των “Τεχνικών Επιστημών”.

*Να ενθαρρύνει τη συμμετοχή ατόμων με περισσότερα προσόντα στην τεχνική εκπαίδευση , προκειμένου να αντιμετωπισθούν καλύτερα και αποτελεσματικότερα οι κοινωνικές και ατομικές ανάγκες και να γίνει μια καλύτερη και αποδοτικότερη κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού.

Η τεχνολογική εκπαίδευση στη Γερμανία

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Kledzik (συνέδριο του συμβουλίου της Ευρώπης 1980), το μάθημα της τεχνολογίας είναι γνωστό ως “Arbeitslehre” στη Γερμανία. Ο Kledzik αναφέρει ότι το “Arbeitslehre” δεν έχει στόχο να εκπαιδεύσει τους μαθητές σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, αλλά να τους προετοιμάσει για την ιδιαίτερη προσωπική τους ζωή σε μια τεχνολογική κοινωνία. Το μάθημα της τεχνολογίας στη Γερμανία στη γενική εκπαίδευση έχει σαν στόχο να αναπτύξει στους μαθητές μια αντίληψη σχετικά με τα τεχνικά στοιχεία και την κοινωνική/ οικονομική δομή του τεχνολογικού περιβάλλοντος.

Στους αντικειμενικούς στόχους περιλαμβάνονται :

* Να προσφέρει στους μαθητές μια στοιχειώδη τεχνολογική εκπαίδευση και να τους προετοιμάσει να ανταποκριθούν σωστά στις τεχνολογικές απαιτήσεις του περιβάλλοντός τους , τόσο στο χώρο της εργασίας όσο και στο σπίτι.

* Να προσφέρει στους μαθητές μια προκαταρκτική αντίληψη σχετικά με κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία που αναφέρονται στο χώρο της βιομηχανίας και γενικότερα του χώρου της εργασίας καθώς επίσης και της σχέσης που υπάρχει μεταξύ τεχνικών , οικονομικών και κοινωνικών στοιχείων.

* Να προσφέρει μια ευκαιρία στους μαθητές για σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα Arbeitslehre ο καθηγητής δεν καθορίζει τα θέματα που θα κατασκευάσουν και θα μελετήσουν οι μαθητές. Οι μαθητές καθορίζουν τα έργα και τον σκοπό τους και ο καθηγητής τους βοηθά , τους καθοδηγεί, τους δημιουργεί κίνητρα , συσχετίζει τις ενέργειές τους με την πραγματικότητα. Τα στάδια της διδασκαλίας στη Δυτική Γερμανία με την εφαρμογή του Arbeitslehre είναι τα παρακάτω :

Η απόφαση σχετικά με το είδος του προϊόντος που θα κατασκευασθεί , την ποσότητα που θα παραχθεί από το προϊόν που αποφασίσθηκε ( μετά από ανάλυση της αγοράς , του κόστους παραγωγής , των πρώτων υλών , των τεχνολογικών μέσων που απαιτούνται , τις συνθήκες και την ποιότητα παραγωγής , τους πιθανούς τρόπους χρηματοδότησης , την πιθανότητα απορρόφησης του προϊόντος στην αγορά.

Η σχεδίαση-οργάνωση. Αναφέρεται στη σχεδίαση και τον καθορισμό των προδιαγραφών του προϊόντος. Τη συλλογή των απαιτουμένων υλικών , την εκτίμηση του απαιτούμενου για την παραγωγή χρόνου ( timing ) , την ανθρώπινη εργασία που απαιτείται , και τον τρόπο προώθησης του προϊόντος στην αγορά.

Υλοποίηση της Σχεδίασης . Αναφέρεται στην παραγωγή του προϊόντος , την προώθηση του προϊόντος στην αγορά , την τήρηση βιβλίων για τις οικονομικές δραστηριότητες , την κατανομή των κερδών στους μετόχους.

Τον έλεγχο. Περιλαμβάνει τη σύγκριση μεταξύ αυτού που σχεδιάσθηκε και αυτού που τελικά πραγματοποιήθηκε , τη σύγκριση μ ε τις απαιτήσεις του προγράμματος καθώς επίσης και τη σύγκριση μεταξύ της μορφής της παραγωγής που πραγματοποιήθηκε από τους μαθητές και της αντίστοιχης σε πραγματικά βιομηχανικά συγκροτήματα.

Το Μάθημα της τεχνολογίας στην Ιταλία σύμφωνα με την Barbafiera έχει ως στόχους :

* Να συσχετίσει θεωρητικές γνώσεις με τεχνικά, λειτουργικά, κατασκευαστικά στοιχεία, καθώς και με στοιχεία που συνδέονται με την ανθρώπινη φύση .

* Να αναπτύξει μια αντίληψη σχετικά με τις διαστάσεις ενός πειράματος στο πλαίσιο μιας έρευνας , που θα περιλαμβάνει εφαρμογή μιας διαδικασίας ανάλυσης της κατάστασης , καθορισμό αντικειμενικών στόχων , καθορισμό των διαδικασιών που θα εφαρμοσθούν για τη μέτρηση των διαφόρων μεγεθών.

* Να προσφέρει ευκαιρίες στους μαθητές να ανακαλύψουν συσχετίσεις μεταξύ των διαφόρων υλικών.

* Να αναπτύξουν στους μαθητές μιαν αντίληψη των μέσων και μεθόδων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εκτιμηθεί η αξιοπιστία πειραματικών αποτελεσμάτων.

* Να αναπτύξει στους μαθητές μια αντίληψη αρχών, μεθόδων, νόμων, και του τρόπου που μπορούν τα προηγούμενα στοιχεία να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση ενός τεχνολογικού προβλήματος.

* Να ικανοποιηθούν τα ενδιαφέροντα των μαθητών και να αναπτύξουν τις ικανότητες να αναγνωρίζουν και να ορίζουν τη συσχέτιση μεταξύ διαστάσεων αντικειμένων καθώς επίσης και να ερμηνεύουν τεχνικά σχέδια και διαγράμματα.

*Να αναπτύξουν ικανότητες εκτίμησης των απαιτήσεων λειτουργικότητας και αισθητικής μιας κατασκευής και να προσφέρει ορισμένες στοιχειώδεις γνώσεις σχετικά με εργαλεία και υλικά ( χαρακτηριστικά, ποιότητα, χρήσεις).

* Να συνεισφέρουν οι τεχνολογικές εφαρμογές στην αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε μαθητή σαν αποτέλεσμα της συμμετοχής σε δραστηριότητες που έχουν μια λογική σειρά.

Ο Trotta υποστηρίζει ότι η ικανοποίηση των παραπάνω στόχων απαιτεί μια ειδική μεθοδολογία διδασκαλίας. Αναφέρεται επίσης στις δραματικές μεταβολές που συμβαίνουν στο χώρο της τεχνολογίας και τις επιπτώσεις που έχουν οι μεταβολές αυτές στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αναφέρεται επίσης στην ανάγκη για προσαρμογή των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στο ιδιαίτερο τεχνολογικό περιβάλλον των μαθητών. Στη βιομηχανία και τις κατασκευές στα μεγάλα κέντρα και στην γεωργία σε απόμακρες περιοχές.

Το Μάθημα της Τεχνολογίας στην Αγγλία

Είναι στοιχειώδες τμήμα της γενικής εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον Haims είναι τελείως ξεχωριστό από την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση . Και είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες της βιομηχανίας και του εμπορίου.

Ορισμένοι αντικειμενικοί στόχοι είναι:

* Να ενθαρρύνει στους μαθητές τη διάθεση για ανακάλυψη νέων πραγμάτων και την εκτέλεση πρωτότυπης δουλειάς που είναι αποτέλεσμα δημιουργικότητας και παραγωγικής φαντασίας.

*Να βοηθήσεςι τους μαθητές να αναλύουν νέες καταστάσεις και να αποφασίζουν σχετικά με την επιρροή διαφόρων παραμέτρων.

*Να βοηθήσει τους μαθητές να εφαρμόζουν γνώσεις, αρχές και διαδικασίες για την επίλυση ενός τεχνολογικού προβλήματος , ή την εξέταση διαφόρων εναλλακτικών λύσεων.

*Να προσφέρει στους μαθητές εμπειρίες σχεδίασης και οργάνωσης εργασίας .

* Να εκπαιδεύσει τους μαθητές να αναγνωρίζουν τα μειονεκτήματα και τις ελλείψεις μιας ανάλυσης -σχεδίασης για παραγωγή, και να εισηγούνται διορθώσεις.

* Ν αναπτύξει στους μαθητές εμπιστοσύνη για τη χρησιμοποίηση άγνωστου και πολύπλοκου τεχνολογικού εξοπλισμού ( εργαλεία, μηχανήματα ) ακολουθώντας οδηγίες.

* Να ενθαρρύνει τους μαθητές να καταγράφουν με μεθοδικότητα και ακρίβεια τόσο τις αποτυχίες τους όσο και τις επιτυχίες τους.

Η μορφή της τεχνολογικής εκπαίδευσης δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την Αγγλία και προσαρμόζεται στο τοπικό βιομηχανικό και παραγωγικό περιβάλλον.

Νίκος Ηλιάδης, Πολ/κός Μηχ/κός Ε.Μ.Π, M.Sc. (Structural Engineering, Concordia University Montreal Canada ), Ph.D (University of Maryland USA, – Technology and Vocational Education ), τ. Ειδ. Γραμματέας του ΥΠΕΠΘ, τ. εκπρόσωπος των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες ( Μ.Ε.Α), τ. Διοικητής ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ, τ. μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Παιδαγωγικών Ινστιτούτων της Ευρώπης (http://www.cidree.org/), τ. εκπρόσωπος της Κυβέρνησης στο Δ.Σ. του CEDEFOP (https://www.cedefop.europa.eu/ ) του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, Επίτιμος Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας