ecopress
Της Μαργαρίτας Καραβασίλη* Στον αντίποδα της εντεινόμενης κλιματικής κρίσης βρίσκεται η ενεργειακή απόδοση, ως βασική προτεραιότητα για την απανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα και την... Πράσινα κατασκευαστικά υλικά για βιώσιμες πόλεις

Της Μαργαρίτας Καραβασίλη*

Στον αντίποδα της εντεινόμενης κλιματικής κρίσης βρίσκεται η ενεργειακή απόδοση, ως βασική προτεραιότητα για την απανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα και την δημιουργία κλιματικά ουδέτερων πόλεων και κτιρίων μέσω της ελαχιστοποίησης της ενσωματωμένης ενέργειας στα υλικά των κτιρίων, η οποία μελετάται εντατικά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια προσπάθεια συσχετισμού των υλικών και της διαδικασίας παραγωγής, κατασκευής και χρήσης με το περιβαλλοντικό τους κόστος,  με τελικό στόχο την επίτευξη των κλιματικών στόχων για το 2030 και το 2050.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το παρόν άρθρο παίρνει αφορμή από μια σημαντική καμπάνια ευαισθητοποίησης για τα Πράσινα Κατασκευαστικά Υλικά και τα Νέα Πρότυπα για Τσιμέντο και Σκυρόδεμα, την οποία προωθεί ο Εθελοντικός Οργανισμός ECOCIΤY, σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο ECOS (τον μοναδικά φορέα που ασχολείται διεθνώς με την προτυποποίηση και τα πρότυπα), μέσω σειράς Ημερίδων και συναντήσεων εργασίας, μεταξύ αρμόδιων φορέων της διοίκησης, της επιστημονικής κοινότητας, της βιομηχανίας, των εμπλεκομένων παραγωγικών τάξεων και της κοινωνίας των πολιτών.

Η ως άνω αναφερόμενη καμπάνια έδωσε την ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση για ένα σοβαρό ζήτημα που απασχολεί καταρχήν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και την βιομηχανία, σχετικά με την απανθρακοποίηση των κατασκευαστικών υλικών και την παράλληλη παραγωγή εναρμονισμένων προτύπων, κομβικής σημασίας, που θα στηρίξουν την παραγωγή πράσινων δομικών υλικών και ως εκ τούτου και την περαιτέρω μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο πλαίσιο των στόχων που έχουν τεθεί για το Κλίμα, αλλά και για την Κυκλική Οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι στιγμής, τα εφαρμοζόμενα πρότυπα αποτελούν μάλλον εμπόδιο παρά μέσο προσέγγισης της καινοτομίας  για επίτευξη χαμηλών εκπομπών άνθρακα, ιδιαίτερα στην αλυσίδα αξίας κατασκευαστικών υλικών, που άμεσα επηρεάζει την συμπεριφορά των πράσινων κτιρίων.

Παράλληλα, ο κατασκευαστικός τομέας, που είναι ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς παγκοσμίως, εστιάζει το ενδιαφέρον στην κατασκευή κτιρίων με ελάχιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, για αυτό τον λόγο τα κτίρια χαμηλής κατανάλωσης, κατά τη διάρκεια της ζωής ενός κτιρίου, έχουν καταστεί ένα σημαντικό πεδίο έρευνας.

Και εδώ σημαντικό ρόλο παίζει η ελαχιστοποίηση και της Ενσωματωμένης Ενέργειας, όπως αυτή εννοείται, καθώς ισούται με την ενέργεια που δαπανάται για την παραγωγή (συμπεριλαμβανομένων όλων των διαδικασιών από την εξόρυξη των πρώτων υλών μέχρι τη στιγμή που το υλικό θα είναι έτοιμο να εγκαταλείψει το εργοστάσιο), ανέγερση, λειτουργία, συντήρηση, εξόρυξη, μεταφορά, κατασκευή, συναρμολόγηση, εγκατάσταση, αποσυναρμολόγηση, αποδόμηση και την κατεδάφιση, όπως προκύπτει με την ανάλυση του κύκλου ζωής του κτιρίου, σε σχέση με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (εκπομπές CO2, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση) και την σωστή επιλογή δομικών υλικών. Η δε συνολική ενέργεια μάλιστα κατά τη διάρκεια της ζωής ενός κτιρίου ισούται με την ενσωματωμένη ενέργεια συν την ενέργεια λειτουργίας του κτιρίου για φωτισμό, θέρμανση/ψύξη και τις υπόλοιπες συσκευές, κλπ.

Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο που ακολουθεί επιχειρεί να εμπλουτίσει τον προβληματισμό και να ενημερώσει τους αρμοδίους και την κοινωνία των πολιτών για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του κλάδου των κατασκευών, αλλά και για τις προκλήσεις της νέας Στρατηγικής Απανθρακοποίησης που αφορά ιδιαίτερα και στην βιομηχανία η οποία υποχρεούται να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας, προκειμένου να επιτευχθεί ένα βιώσιμο και κυκλικό δομημένο περιβάλλον.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εποχή μας είναι εποχή πολλαπλών κρίσεων και ταυτόχρονα και πολλών αντιθέσεων ενώ προσπαθεί να ανακαλύψει το «νέο», αυτό που θα οδηγήσει στον μετασχηματισμό προς μια δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία με γνώμονα την επίτευξη σύγχρονης, ανταγωνιστικής και κλιματικά ουδέτερης οικονομίας. Οι κατευθύνσεις και οι στόχοι έχουν τεθεί μέσα από την πολλά υποσχόμενη Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία επιχειρεί να θέσει επιτέλους, με δραστικό και συγκεκριμένο τρόπο, σε εφαρμογή την βιώσιμη ανάπτυξη και ταυτόχρονα να πετύχει τον φιλόδοξο στόχο που η ίδια έχει θέσει, να καταστεί η Ένωση η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050.

Και ενώ ούτε η χρονική στιγμή ούτε οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας είναι κατάλληλα για τη βελτίωση των μέσων καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής στην μετά-Κιότο εποχή, οι στόχοι ευτυχώς παραμένουν ενεργοί, μαζί και οι προσπάθειες για την επίτευξη ουσιαστικά καλύτερων αποτελεσμάτων.

Στο πλαίσιο αυτό πολλά φαίνεται να είναι τα πλεονεκτήματα της επένδυσης στην ανταγωνιστική βιωσιμότητα της Ένωσης που προωθείται προκειμένου να οικοδομηθεί μια δικαιότερη πράσινη μετάβαση όπου κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει το επιτυχές πέρασμα στην κυκλική οικονομία και στα «πράσινα» προϊόντα. Όλα τα παραπάνω απασχολούν εδώ και χρόνια τους ειδικούς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεσπίζει διαδοχικά μια σειρά οδηγιών που ήδη εφαρμόζονται και φέρνουν αποτελέσματα. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια που η έμφαση δίνεται στον τρόπο και τον χρόνο επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί, νέες ισχυρότερες νομοθετικές ρυθμίσεις διαδέχονται η μία την άλλη και ισχυροποιούν το νομικό οπλοστάσιο της ΕΕ με προτεραιότητα την επιτυχή και έγκαιρη διείσδυση μέτρων απανθρακοποίησης που επιχειρείται σε όλα τα επίπεδα, με αποκλειστικό σκοπό την επείγουσα ανάγκη μετάβασης στο μοντέλο κυκλικής οικονομίας μεταβάλλοντας τις τρέχουσες διαδικασίες παραγωγής και τα καταναλωτικά πρότυπα που εξακολουθούν να παραμένουν υπερβολικά γραμμικά και εξαρτημένα από την παροχή νέων υλικών που εξορύσσονται, πωλούνται και μεταποιούνται σε αγαθά και, στο τέλος, απορρίπτονται ως απόβλητα ή εκπομπές.

Έτσι, ενώ η κλιματική κρίση εντείνεται, στον αντίποδα βρίσκεται η ενεργειακή απόδοση, ως βασική προτεραιότητα για την απανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα και την δημιουργία κλιματικά ουδέτερων πόλεων και κτιρίων μέσω της ελαχιστοποίησης της ενσωματωμένης ενέργειας στα υλικά των κτιρίων, η οποία μελετάται εντατικά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια προσπάθεια συσχετισμού των υλικών και της διαδικασίας παραγωγής, κατασκευής και χρήσης με το περιβαλλοντικό τους κόστος με τελικό στόχο την επίτευξη των κλιματικών στόχων για το 2030 και το 2050.

Και τούτο γιατί τα κατασκευαστικά υλικά που χρησιμοποιούνται για κάθε κτίριο και για κάθε έργο υποδομής, η επιλογή των οποίων εξαρτάται άμεσα από μια σειρά οικονομικών, περιβαλλοντικών, ενεργειακών και άλλων παραμέτρων, παίζουν καθοριστικό ρόλο για το ενεργειακό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα, που αφήνει μια πόλη, ένα κτίριο, καθώς  επηρεάζουν δραστικά την ενεργειακή κατηγορία στην οποία εντάσσεται ένα κτίριο, αλλά και το αποτύπωμα μιας γειτονιάς ή μιας πόλης.

ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΘΡΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

Είναι πλέον γνωστό το πόσο η επιλογή των υλικών που χρησιμοποιούνται στις πόλεις για τα πεζοδρόμια, τα οδοστρώματα, για τη διαμόρφωση ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων αλλά ακόμη και κάθε ελεύθερου χώρου επηρεάζει το μικροκλίμα των πόλεων, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες όπου υπερθερμαίνονται τα υλικά και αποδίδουν θερμότητα στο περιβάλλον, αυξάνοντας την τοπική θερμοκρασία, δημιουργώντας το φαινόμενο που είναι γνωστός ως φαινόμενο αστικής θεσμικής νησίδας.

Είναι γεγονός ότι μόνο πρόσφατα έγινε αντιληπτή η σημασία της ενσωματωμένης ενέργειας στα δομικά, κατασκευαστικά υλικά, η οποία επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο ενεργειακής αποδοτικότητας και εμποδίζει την επίτευξη των επιθυμητών στόχων ενεργειακής απόδοσης κτιρίων, δομικών έργων και υποδομών. Και όμως πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικά ποσά ενέργειας που παράγονται κατά τη διαδικασία παραγωγής των υλικών, αλλά και σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους, από την εξόρυξη, την παραγωγή, την μεταφορά, την κατασκευή, τη λειτουργία έως και την κατεδάφιση και την τελική τους διάθεση (απόρριψη) ως μπάζα και τα οποία συντελούν στην παραγωγή και εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον, δημιουργούνται και άλλες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως κακή ποιότητα αέρα στο εσωτερικό των κτιρίων και το φαινόμενο της θερμικής νησίδας στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα κατά τις θερινές περιόδους.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εντατικοποιήσει τις ενέργειές της προκειμένου να επιταχύνει την απανθρακοποίηση των δομικών προϊόντων, αρχίζοντας από το τσιμέντο και το σκυρόδεμα, σε συνεργασία με ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στον τομέα των κατασκευαστικών, δομικών υλικών, τόσο μέσω της κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής CO2, όσο και της τεχνολογίας καύσης αποβλήτων και άλλων τεχνικών, συμβάλλοντας επιπλέον και στη μείωση χρήσης των ορυκτών καυσίμων και στη διατήρηση των φυσικών πόρων σύμφωνα με τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης. Οι μελέτες συνηγορούν ότι αυτή η στρατηγική, σε παγκόσμια κλίμακα, θα οδηγήσει σε μείωση των εκπομπών αερίων και σε ελάττωση του όγκου αποβλήτων που καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής.

Η βιομηχανία τσιμέντου είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς εκπομπών CO2. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τη βιομηχανία τσιμέντου αντιπροσωπεύουν περίπου το 5% των παγκόσμιων εκπομπών που οφείλονται σε ανθρώπινη δραστηριότητα. Πέντε βασικά βιομηχανικά υλικά (σίδηρο, τσιμέντο, πλαστικό- και άλλα χημικά-, χαρτί και αλουμίνιο) είναι υπεύθυνα για την έκλυση άνω του 20% των συνολικών ετήσιων εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη.

Για την παραγωγή ενός τόνου τσιμέντου χρησιμοποιούνται κατά μέσο όρο 90 έως 130 KWh ηλεκτρικής ενέργειας. Το κόστος καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο περίπου το 50% του κόστους παραγωγής ενός τόνου τσιμέντου.

Τα υψηλά επίπεδα εκπομπής CO2 προκύπτουν από τη τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τσιμέντου καθώς οι κύριες πηγές εκπομπών είναι η αφαίρεση του άνθρακα από τις πρώτες ύλες και η καύση καυσίμων. Εκτιμάται ότι μόνο οι εκπομπές από τη διαδικασία αφαίρεσης του άνθρακα αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% των συνολικών εκπομπών από μονάδες τσιμέντου, ενώ στην καύση καυσίμων οφείλεται ένα επιπλέον ποσοστό 40%. Το CO2  που εκπέμπεται ως αποτέλεσμα αυτών των δύο διαδικασιών αποκαλείται άμεση εκπομπή. Στις πηγές έμμεσων εκπομπών (περίπου 10% των εκπομπών από μονάδες τσιμέντου) συγκαταλέγονται οι μεταφορές, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται στις μονάδες τσιμέντου ιδίως για την άλεση κλίνκερ, και η εξόρυξη πρωτογενών καυσίμων και ορυκτών πρώτων υλών .

Σήμερα η ευρωπαϊκή βιομηχανία τσιμέντου βρίσκεται αντιμέτωπη με τρία ευρεία περιβαλλοντικά ζητήματα, εκ των οποίων δύο έχουν τοπικό χαρακτήρα και ένα παγκόσμιο, όπως:

-Οι εργοστασιακές εκπομπές πέραν του CO2 (SO2, NOX, σκόνη, κλπ.) και η τοπική μεταφορά πρώτων υλών και προϊόντων από και προς εργοστάσια

-Η μεταφορά και η εξόρυξη πρώτων υλών (λατομεία) και ο αντίκτυπός τους στο περιβάλλον (ύπαιθρος, φυσικοί πόροι και βιοποικιλότητα) και στο οικιστικό περιβάλλον των ανθρώπων (σκόνη και άλλες εκπομπές από μεταφορές, δόνηση, ηχορύπανση)

-Οι εργοστασιακές εκπομπές CO2 (εκπομπές από εργοστάσια και οχήματα) και κατανάλωση ενέργειας (χρήση μη ανανεώσιμων ορυκτών καυσίμων).

Ήδη έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την αντιμετώπιση των δύο πρώτων προβλημάτων, και η κατάσταση τώρα ελέγχεται στενά τόσο μέσω σημαντικών Οδηγιών που έχουν θετικό αντίκτυπο στην ενεργειακή απόδοση και ακολούθως στην κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, όσο και μέσω διεθνών συμβάσεων και ρυθμίσεων (σύμβαση Στοκχόλμης, οδηγία για τα απόβλητα, οδηγία για την αποτέφρωση επικίνδυνων αποβλήτων) αλλά και επιπλέον μέσω κανονισμών που ορίζονται από τις εθνικές αρχές (εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων, υγειονομικοί κανονισμοί, κλπ.). παράλληλα, ισχυροποιείται ο κανονισμός για τα δομικά προϊόντα (CPR) με τη θέσπιση εναρμονισμένων προτύπων επιδιώκοντας την άρση των τεχνικών εμποδίων στο εμπόριο προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών ώστε να ενισχυθεί η ελεύθερη διακίνησή τους στην εσωτερική αγορά, αλλά και επιπλέον να διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι κατάλληλα για την προβλεπόμενη χρήση τους, πληρούν τις δηλωθείσες επιδόσεις τους και λαμβάνουν υπόψη τις παραμέτρους υγείας, ασφάλειας και περιβάλλοντος που άπτονται της χρήσης τους, ανεξαρτήτως τόπου παραγωγής τους·

Επιχειρείται λοιπόν μια συμφωνία και εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής λύσης σε τοπικό επίπεδο, καθώς στο ζήτημα των κατασκευαστικών υλικών πολλά από τα περιβαλλοντικά προβλήματα συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με το θέμα της εξόρυξης και της μεταφοράς πρώτων υλών, καθώς ιδιαίτερα η παραγωγή τσιμέντου απαιτεί μεγάλο όγκο πρώτων υλών, οι οποίες μόνο σε περιορισμένο βαθμό μπορούν να υποκατασταθούν, καθώς η εξόρυξη πρώτων υλών και η μεταφορά τους, πραγματοποιείται συνήθως σε προστατευόμενες περιοχές εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς και έτσι βρίσκει απέναντι την ανάγκη της κοινωνίας να προστατέψει το φυσικό περιβάλλον. Κι εδώ οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες την επίλυση των οποίων θα πρέπει να αναλάβουν οι εθνικές αρχές προστασίας του περιβάλλοντος (τοπικές και περιφερειακές κοινότητες, κοινωνία των πολιτών, τοπική αυτοδιοίκηση) καθώς εκτός των άλλων η κατάλληλη χρήση του φυσικού τοπίου είναι μία από τις κύριες μεθόδους για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της (μηχανισμοί αντιπλημμυρικής προστασίας, ο ισορροπημένος αντίκτυπος της δασοκομίας και της γεωργίας στη βελτίωση του κύκλου του άνθρακα, κλπ.).

Από την πλευρά της η βιομηχανία τσιμέντου προσπαθεί να μειώσει τις εκπομπές CO2 λαμβάνοντας σε προτεραιότητα μέτρα που έχουν τεθεί σε σχέση με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου του Κιότο:

-βελτίωση (τελειοποίηση) των διαδικασιών παραγωγής

-χρήση αποβλήτων στις διαδικασίες παραγωγής (τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν διαφορετικές πολιτικές και νομοθεσίες για το θέμα αυτό)

-αντικατάσταση καυσίμων υψηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα με καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα (π.χ. μετάβαση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο)

-εξαγωγή διοξειδίου του άνθρακα από εκπεμπόμενα αέρια

-μείωση των εκπομπών CO2 από τα οχήματα.

Οι εκπομπές αυτές μπορούν να μειωθούν έως και 60% μέχρι το 2040, προσεγγίζοντας μηδενικές τιμές έως το 2050 με τα κατάλληλα εργαλεία, τις σωστές νομοθετικές πρωτοβουλίες και νέες μεθόδους ενεργειακής απόδοσης συνδυασμένες με καινοτόμες τεχνολογίες, νέα πρότυπα και εργαλεία της αγοράς.

Ωστόσο, ο κύκλος των εργασιών που συνδέεται με την παραγωγή, τη διακίνηση αλλά και τη χρήση των δομικών υλικών, είναι πολυσύνθετος και κατ’ επέκταση τα κριτήρια που μπορούν να συμβάλλουν για την οικολογική συμπεριφορά των υλικών δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να εκφραστούν ποσοτικά.

Ο ευρωπαϊκός τομέας τσιμέντου έχει ήδη σημειώσει κάποια πρόοδο στη μείωση των εκπομπών κυρίως με βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και αλλαγής καυσίμου, έχοντας στόχο να φτάσει στο καθαρό μηδέν, λαμβάνοντας υπόψη ότι για να υπάρξει περαιτέρω μείωση των εκπομπών, είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν τεχνολογίες και μέθοδοι παραγωγής που αντιμετωπίζουν τις λεγόμενες εκπομπές διεργασιών αυτές που αναπτύσσονται κατά την παραγωγή τσιμέντου (δηλαδή το COπου απελευθερώνεται από τη χημική αντίδραση που λαμβάνει χώρα στους κλιβάνους κατά τη θέρμανση του ασβεστόλιθου).

Αντίστοιχα, ο βιομηχανικός κλάδος στην Ελλάδα καλείται να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην νέα αυτή προσπάθεια για τη μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τα κατασκευαστικά υλικά συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στην πραγμάτωση της ενεργειακής μετάβασης

ΠΡΑΣΙΝΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΗ-ΒΙΟΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ

Είναι γεγονός ότι τα «πράσινα» οικοδομικά προϊόντα αποκτούν ολοένα και περισσότερους οπαδούς, καθώς έχει αναγνωριστεί ότι τα συμβατικά κατασκευαστικά υλικά, εκτός από την ενσωματωμένη ενέργεια που προσδίδουν στα κτίρια, δυσκολεύουν και την προσπάθεια να γίνουν τα κτίρια μηδενικών εκπομπών και επιπλέον συμβάλλουν στην εξάπλωση του γνωστού sick building syndrome (σύνδρομο των άρρωστων κτιρίων).

Με καθυστέρηση πολλών χρόνων και με σειρά αντιθέσεων και αντιφάσεων ακόμη και μέσα στην ίδια της Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα ζητήματα της οικολογικής προσέγγισης στον ολοκληρωμένο κύκλο των προϊόντων, τώρα φαίνεται να έχει ανοίξει ο δρόμος για τις ουσιαστικές αλλαγές που απαιτούνται αφενός στον τρόπο παραγωγής των κατασκευαστικών – δομικών υλικών, άρα και στην κατασκευαστική τεχνολογία, αφετέρου στην «κατανάλωση» αυτών.

Μιλάμε πλέον πιο καθαρά για την βιοκλιματική – οικολογική προσέγγιση στον σχεδιασμό πόλεων και κτιρίων, που αποκτά ταυτόχρονα και μια συνολική «βιοοικολογική» προσέγγιση στην όλη διαδικασία της οικοδομικής τέχνης,  δημιουργώντας έτσι μια ξεχωριστή κατηγορία την βιοοικοδομική, μια τάση που κατέκτησε αρχικά τη Γερμανία και εξαπλώνεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες προτείνοντας εναλλακτικές λύσεις για «υγιή» κτίρια υψηλής ενεργειακής και περιβαλλοντικής απόδοσης.

Αυτή η προσέγγιση εξακολουθεί να δυσκολεύει τους οικονομικούς φορείς, την βιομηχανία, αλλά και τους πολίτες στο να κάνουν άμεσα και εύκολα βιώσιμες επιλογές σε σχέση με τα προϊόντα, δεδομένου ότι ακόμη δεν υπάρχουν οι αναγκαίες πληροφορίες ούτε όμως και οικονομικά προσιτές επιλογές για τον σκοπό αυτόν, με αποτέλεσμα να χάνονται ευκαιρίες και να δημιουργούνται εμπόδια στην υιοθέτηση κυκλικών επιχειρηματικών μοντέλων.

Είναι επίσης προφανές ότι ακόμη εξακολουθούν και υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες από τις πιέσεις που εκδηλώνονται εκ μέρους ορισμένων κύκλων της βιομηχανίας που αντιστρατεύονται χρόνια τώρα την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προωθήσει τις πολιτικές της για μια Ολοκληρωμένη Πολιτική Προϊόντων, με αποτέλεσμα σοβαρές καθυστερήσεις. Την ίδια στιγμή όλο και περισσότερο οι καταναλωτές απαιτούν υψηλή ποιότητα και αποδοτικότητα και σχετικές εγγυήσεις για τα κατασκευαστικά υλικά στοχεύοντας σε μια λογική αειφόρου οικολογικού σχεδιασμού όχι μόνο εξ αιτίας των στόχων και των απαιτήσεων των κοινοτικών οδηγιών, αλλά κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης παραγωγής μη βιώσιμη βιομηχανικών μεθόδων, της υπερβολικής κατανάλωσης ενέργειας, της απειλούμενης μείωσης των φυσικών πόρων και της κλιματικής κρίσης που καθιστούν μονόδρομο την παραγωγή και χρήση αποδοτικών «πράσινων υλικών».

Δηλαδή υλικών που είτε προέρχονται από μια διαδικασία καθαρής παραγωγής (απανθρακοποίηση) είτε από ανανεώσιμες πηγές ή αποτελούν προϊόντα ανακύκλωσης, που δεν καταναλώνουν μεγάλη ενέργεια για την παραγωγή και μεταφορά τους ή ακόμη υλικών που χρησιμοποιούν ανακυκλώσιμες συσκευασίες και δεν απαιτούν συχνή συντήρηση, αλλά και προϊόντων που δεν χρησιμοποιούν βλαβερά για το περιβάλλον υλικά και τέλος που έχουν παραχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε σε όλο τον κύκλο ζωής τους να ελαχιστοποιούν αποδεδειγμένα τη χρήση υψηλών ποσών ενέργειας μα βάση αυστηρές προδιαγραφές και πρότυπα.

Σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση να αφεθούν πλέον τα πράγματα στην τύχη τους. Η ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική πρωτοπορεί και υλοποιεί την επιδίωξη της Ένωσης να προωθήσει μια «διττή μετάβαση» προς την κλιματική ουδετερότητα και την ψηφιακή πρωτοκαθεδρία, με την ουσιαστική  μείωση του αποτυπώματος άνθρακα και του αποτυπώματος υλικού της και με την ενσωμάτωση της κυκλικότητας σε ολόκληρη την οικονομία, και υπογραμμίζει την ανάγκη απομάκρυνσης από τα παραδοσιακά μοντέλα και ριζικής αλλαγής του τρόπου σχεδιασμού, παραγωγής, χρήσης και απόρριψης των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα.

Έτσι όλα αλλάζουν και όλα τα προϊόντα, με προτεραιότητα στα κατασκευαστικά υλικά,  σύντομα θα είναι κατάλληλα για μια κλιματικά ουδέτερη, αποδοτική από πλευράς πόρων και κυκλική οικονομία.

Θα εφαρμοστούν νέες απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού με στόχο τη βελτίωση της ανθεκτικότητας, την επαναχρησιμοποίηση, την αναβάθμιση και επισκευή των προϊόντων, τη βελτίωση των δυνατοτήτων ανακαίνισης και συντήρησης, την αντιμετώπιση της παρουσίας επικίνδυνων χημικών ουσιών στα προϊόντα, την αύξηση της ενεργειακής τους απόδοσης και της αποδοτικής χρήσης των πόρων, τη μείωση της προβλεπόμενης παραγωγής αποβλήτων και την αύξηση του ανακυκλωμένου περιεχομένου στα προϊόντα, κλπ.

Με την εφαρμογή των παραπάνω απαιτήσεων θα έχουμε μείωση αποβλήτων με παράλληλη βελτίωση των επιδόσεων και της ασφάλειάς τους, καθιστώντας δυνατή την ανακατασκευή και την ανακύκλωση υψηλής ποιότητας και την ελαχιστοποίηση του ανθρακικού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος ενώ επιπλέον θα έχουμε και τη διασφάλιση ότι οι επιδόσεις βιωσιμότητας θα αποτελούν πλέον μια προοδευτικά συνήθη πρακτική. Επιπλέον, τα προϊόντα θα μειώσουν το ενεργειακό τους αποτύπωμα και θα γίνει καθεστώς η αρχή της προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση, σύμφωνα με την οποία οι βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά και να φθάσουν το 36 % περίπου ως προς την κατανάλωση τελικής ενέργειας έως το 2030.

Στον πυρήνα της νέας αυτής νομοθετικής πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον οικολογικό σχεδιασμό προϊόντων και υπηρεσιών με έμφαση στην απανθρακοποίηση των κατασκευαστικών υλικών, όπως το τσιμέντο και το σκυρόδεμα, βρίσκεται μια ουσιαστική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της αρχικής οδηγίας για τον οικολογικό σχεδιασμό και πέραν από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα, καλύπτοντας το ευρύτερο δυνατό φάσμα προϊόντων με την τήρηση αυστηρών απαιτήσεων και δημιουργώντας συνέργειες με άμεση εστίαση στο κλίμα.

Μένει να αντιληφθούμε συνολικά ότι μπροστά στην κλιματική κρίση η ανάγκη για άμεση ανάληψη δράσης είναι επείγουσα γιατί μόνο έτσι θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προκαλούνται από ολόκληρη την αξιακή αλυσίδα των προϊόντων, σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους, συμπεριλαμβανομένων και των ενσωματωμένων εκπομπών κάθε προϊόντος καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του ή και άλλων αρνητικών συνεπειών, υποστηρίζοντας ουσιαστικά και άμεσα τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας, σύμφωνα και με την αρχή της «μη πρόκλησης σημαντικής βλάβης», αλλά και της «περιβαλλοντικής ευθύνης».

Επειδή όλη αυτή η προσπάθεια συναντά εμπόδια και φραγμούς λόγω των μεγάλων και ριζικών αλλαγών που θα πρέπει να κάνει η βιομηχανία προκειμένου να αλλάξει τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων, είναι σημαντικό αφενός να θεσπιστεί ένα εναρμονισμένο σύνολο κανόνων για την επίτευξη μιας εναρμονισμένης και εύρυθμης εσωτερικής αγοράς βιώσιμων προϊόντων σε όλα τα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, αφετέρου ένα ενιαίο σύστημα παροχής αξιόπιστων πληροφοριών στους χρήστες.

Ήδη αναπτύσσεται στην Ευρώπη ένα φόρουμ οικολογικού σχεδιασμού, το οποίο παρέχει εμπειρογνωσία, με την ισόρροπη συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών και όλων των ενδιαφερόμενων μερών, όπως η βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των βιοτεχνιών, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι έμποροι, οι έμποροι λιανικής πώλησης, οι εισαγωγείς, οι ομάδες προστασίας του περιβάλλοντος και οι οργανώσεις καταναλωτών, καθώς επίσης και το ψηφιακό διαβατήριο προϊόντος για την ηλεκτρονική καταχώριση, επεξεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα μεταξύ των επιχειρήσεων της αλυσίδας εφοδιασμού, των αρχών και των καταναλωτών.

Και άλλες νέες διαδικασίες αναπτύσσονται προκειμένου να αυξηθεί και η διαφάνεια για τις επιχειρήσεις της αλυσίδας εφοδιασμού και για το ευρύ κοινό, όπως και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα στη διαβίβαση πληροφοριών.

Έτσι, οι ενιαίες και εναρμονισμένες απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού (ανθεκτικότητα, αξιοπιστία, δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης, αναβάθμισης, επισκευής, δυνατότητα συντήρησης και ανακαίνισης, παρουσία ουσιών που προκαλούν ανησυχία, ενεργειακή απόδοση, αποδοτική χρήση πόρων, ανακυκλωμένο περιεχόμενο, κλπ.) θα αποτυπώνονται και επάνω στο ψηφιακό διαβατήριο προϊόντος, ενώ παράλληλα θα ισχύει η απαγόρευση καταστροφής των μη πωληθέντων καταναλωτικών προϊόντων.

ΠΡΑΣΙΝΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΥΠΑ

Μέχρι στιγμής, τα πρότυπα αποτελούσαν περισσότερο εμπόδιο παρά μέσο για την καινοτομία με χαμηλές εκπομπές άνθρακα στην αλυσίδα αξίας του τσιμέντου και του σκυροδέματος. Αυτό γιατί τα υπάρχοντα πρότυπα για το τσιμέντο και το σκυρόδεμα βασίζονται επί του παρόντος σε συνταγές, ως εκ τούτου κλειδώνουν τους τύπους τσιμέντου υψηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα και εμποδίζουν την είσοδο τσιμέντων με χαμηλές εκπομπές άνθρακα στην αγορά.

Σήμερα, καθώς οι απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού αφορούν σε όλα τα δομικά προϊόντα αλλά και στις πράσινες δημόσιες συμβάσεις, που λαμβάνουν χαρακτήρα «Οικολογικών Δημόσιων Συμβάσεων» και τίθενται αυστηρότερες τεχνικές προδιαγραφές, αυστηρότερα κριτήρια επιλογής και ανάθεσης, ενώ αυστηροποιούνται οι ρήτρες εκτέλεσης των συμβάσεων ή στόχων, κατά περίπτωση είναι αναγκαίο να αναθεωρηθούν όλα τα πεπαλαιωμένα πρότυπα και οι αντίστοιχες τεχνικές οδηγίες και να ενσωματώσουν τις νέες απαιτήσεις για νέα σύγχρονα και ανθεκτικότερα μέσα και υλικά, κάνοντας τις νέες κατασκευές πιο ανθεκτικές στις νέες συνθήκες με χρήση νέων βελτιωμένων υλικών.

Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με την προώθηση των σχετικών ευρωπαϊκών στρατηγικών ανάπτυξης νέων προτύπων για την υποστήριξη της αναβάθμισης τεχνολογιών σε ολόκληρη την ενιαία αγορά μέσω του νέου νόμου για την καθαρή βιομηχανία («Net-Zero Industry Act») για απλοποιημένη και ταχεία αδειοδότηση, αλλά και μέσω ενός σαφούς πλαισίου για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (Critical Raw Materials Act) που θα διασφαλίζει την επαρκή πρόσβαση στις κατάλληλες αποδοτικές τεχνολογίες παραγωγής.

*Μαργαρίτα Καραβασίλη, Αρχιτέκτων d.p.l.g. Πολεοδόμος – Χωροτάκτης MSc, τ Ειδική Γραμματέας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ΥΠΕΚΑ, Μέλος ΔΣ Ecocity Επιστημονική Σύμβουλος Αειφορίας στην One Team Consultants

 

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας