ecopress
Τις τεράστιες επιβαρύνσεις που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια φορολογούμενοι, επιχειρήσεις και ασφαλισμένοι αποτυπώνει στην έκθεσή του ο Οργανισμός Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ανακηρύσσοντας...

Τις τεράστιες επιβαρύνσεις που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια φορολογούμενοι, επιχειρήσεις και ασφαλισμένοι αποτυπώνει στην έκθεσή του ο Οργανισμός Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ανακηρύσσοντας την Ελλάδα πρωταθλήτρια στην αύξηση φόρων ανάμεσα σε 35 χώρες.

Η Ελλάδα συνεχίζει να διατηρεί παγκοσμίως την πρώτη θέση όχι μόνο στο σύνολο της φορολογίας αλλά και σε επιμέρους κατηγορίες όπως στους φόρους κατανάλωσης αλλά και στην περιουσία. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ στο σύνολο των φορολογικών επιβαρύνσεων η Ελλάδα ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη χώρα, καθώς την περίοδο 2007-2017 καταγράφεται αύξηση φορολογικών εσόδων κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ ακόμα και αν περιοριστεί κανείς στη μνημονιακή περίοδο 2010-2017 η Ελλάδα συνεχίζει να μην έχει ανταγωνισμό καθώς τα έσοδα αυξάνονται από το 32% στο 39,4% του ΑΕΠ.

Οι άλλοι μειώνουν

Ενα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι από το 2014 και μετά, οι περισσότερες χώρες στον κόσμο μειώνουν τους φορολογικούς συντελεστές τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία διατηρώντας υψηλά έσοδα, με εξαίρεση την Ελλάδα η οποία αποφάσισε η δημοσιονομική προσαρμογή να πραγματοποιηθεί μέσω της αύξησης της φορολογίας και όχι από την περιστολή των δαπανών. Ετσι λοιπόν, στην Ελλάδα ειδικά την περίοδο 2015-2017 κόντρα σε όλες τις τάσεις αυξήθηκαν υπέρμετρα φόροι και εισφορές, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται πρώτη στις αυξήσεις φόρων μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (από το 35,7% του ΑΕΠ έφθασε στο 39,4% του ΑΕΠ).

Ειδικότερα, από την έκθεση του ΟΟΣΑ «Revenue Statistics 1965-2017» προκύπτουν τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία:

Την περίοδο 2007-17, η αύξηση των φόρων στην Ελλάδα ήταν της τάξεως των 8,2 μονάδων του ΑΕΠ, ενώ στα χρόνια των μνημονίων, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν από το 32% στο 39,4% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι αν και στα χρόνια της κρίσης το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, σε απόλυτα μεγέθη τα φορολογικά έσοδα από 95,9 δισ. δολάρια το 2010, διαμορφώθηκαν στα 71,6 δισ. δολάρια το 2015 και εκτινάχθηκαν σε 78,9 δισ. δολάρια το 2017. Μάλιστα, στη διετία 2016-2017 η χώρα μας ήταν η έβδομη σε αυξήσεις φόρων. Το 2017 οι φόροι επί των εισοδημάτων και των κερδών διαμορφώθηκαν στο 9% του ΑΕΠ και ανήλθαν στο 22,8% του συνόλου των κρατικών εσόδων.

Οι φόροι στην περιουσία αυξήθηκαν κατά 516%. Το 2010, οι φόροι στην ακίνητη περιουσία αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή κοντά στα 600 εκατ. ευρώ. Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία το 2017 οι φόροι ανήλθαν στα 3,7 δισ. ευρώ ή διαφορετικά είναι κατά 10 φορές υψηλότεροι ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,1%). Σημειώνεται ότι στην ίδια θέση μαζί με τη χώρα μας βρίσκονται το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο.

Και στους έμμεσους φόρους

Τα πρωτεία και στους έμμεσους φόρους έχει η χώρα μας. Οι φόροι σε αγαθά και υπη-ρεσίες έφτασαν το 2017 στο 15,4% του ΑΕΠ ή στο 39,1% του συνόλου των φόρων. Μια σύγκριση με τους «μεγάλους» της Ευρωζώνης καταδεικνύει τις τεράστιες διαφορές. Στη Γερμανία, οι έμμεσοι φόροι αντιστοιχούσαν πέρυσι στο 26,2% των εσόδων, στην Ισπανία στο 29,1%, στη Γαλλία στο 24,4% των εσόδων. Μόνο η Πορτογαλία ξεπερνά την Ελλάδα, με έμμεσους φόρους στο 39,8% των συνολικών φορολογικών εσόδων.

Με τις μικρότερες επιβαρύνσεις το 1965, πρωταθλήτρια το 2017

Από το 1965 που η Ελλάδα βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις στα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, εκτοξεύθηκε στις πρώτες θέσεις. Βέβαια, ένας σημαντικός παράγοντας που η Ελλάδα ήταν στις τελευταίες θέσεις είναι και η φοροδιαφυγή. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, το 1965 η Ελλάδα είχε φορολογικά έσοδα που ανέρχονταν στο 17,1% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 24,9%. Το 1995 ήταν και πάλι κάτω από τον μέσον όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (25,2% έναντι 31,9%). Για να φθάσει στο 39,4% του ΑΕΠ το 2017. Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι μαζί με την Ελλάδα, το 1965 ιδιαίτερα χαμηλά έσοδα είχαν η Πορτογαλία (15,7% του ΑΕΠ), η Ισπανία (14,3% του ΑΕΠ), η Τουρκία (10,6% του ΑΕΠ) και η Ελβετία (16,5% του ΑΕΠ). Ουσιαστικά οι μεγάλες αλλαγές στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, όπου αυξάνονται τα έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, εμφανίζονται από το 2000 και μετά, οπότε ο μέσος όρος διαμορφώνεται στο 33,8% πολύ κοντά στα σημερινά επίπεδα.

  • Το 1965 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν στο 17,1% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 24,9% στον ΟΟΣΑ. • Το 1995 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν στο 25,2% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 31,9% στον ΟΟΣΑ. • Το 2000 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν στο 3 1 ,2% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 31,9% στον ΟΟΣΑ. • Το 2010 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν στο 32% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 32,3% στον ΟΟΣΑ. • Το 2014 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν στο 35,7% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 33,5% στον ΟΟΣΑ. • Το 2017 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν στο 39,4% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 34,2% στον ΟΟΣΑ.

Εως 60% υψηλότερο το κόστος ενέργειας για την ελληνική βιομηχανία

Με υψηλότερο κόστος ενέργειας έως και 60% από τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη επιβαρύνονται οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας που είναι εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό. Ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία έχουν αξιοποιήσει τα περιθώρια του ευρωπαϊκού πλαισίου για να ενισχύσουν την παραγωγική τους βάση. Οι μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης αφενός επωφελούνται από τις πλήρως απελευθερωμένες αγορές ηλεκτρισμού που διαμορφώνουν ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος και αφετέρου από τις κυβερνήσεις τους που στο πλαίσιο μιας συνολικότερης βιομηχανικής πολιτικής παρεμβαίνουν στο σκέλος των ρυθμιστικών χρεώσεων (τέλη, φόροι κλπ.) μειώνοντας σημαντικά το τελικό κόστος ενέργειας. Αυτό προκύπτει σαφώς από μελέτη της PWC για λογαριασμό του βελγικού ρυθμιστή ενέργειας (CREG) για την τιμολόγηση ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου σε μεγάλες βιομηχανίες στο Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία που παρουσιάζει σήμερα η «Κ».

 Στρατηγική μειώσεων

Η σύγκριση μεταξύ των παραπάνω χωρών για έξι βιομηχανικά προφίλ καταναλωτών τον Ιανουάριο του 2018 εξετάζει τρία στοιχεία του λογαριασμού ρεύματος και φυσικού αερίου: Ανταγωνιστικό κόστος, κόστος δικτύου και όλα τα άλλα κόστη (φόροι, εισφορές, τέλη κ.λπ.). Σε ό,τι αφορά την ηλεκτρική ενέργεια η μελέτη επισημαίνει ότι «υπάρχει μεγάλη πολυπλοκότητα τιμολόγησης ως συνέπεια της κυβερνητικής παρέμβασης που αποσκοπεί στη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για ορισμένες κατηγορίες μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών». Οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται κυρίως στο σκέλος των χρεώσεων δικτύου και των φόρων και τελών.

Η Γερμανία για παράδειγμα έχει επιλέξει να στηρίξει τις πολύ μεγάλες βιομηχανίες της (κατανάλωση από 100 GWh έως 500 GWh ετησίως) παρέχοντάς τους μειώσεις στο κόστος δικτύου που φτάνει μέχρι και το 90% αλλά και εκπτώσεις στις χρεώσεις ΑΠΕ με ανώτατο όριο.

Ετσι, η ενεργοβόρα βιομηχανία της Γερμανίας ξεκινώντας με τιμή στο ανταγωνιστικό σκέλος ρεύματος στα 31 ευρώ/MWh καταλήγει να πληρώνει τη μεγαβατώρα στα 37 ευρώ. Πολιτική μείωσης στα τέλη δικτύου μέχρι και 90% εφαρμόζει και η Γαλλία αλλά και η Ολλανδία διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τιμή ρεύματος για την ενεργοβόρα βιομηχανία στα 42 ευρώ/MWh και 39,4 ευρώ/MWh αντίστοιχα. Η βιομηχανία του Βελγίου αντίθετα όπου οι χρεώσεις δικτύου είναι σχεδόν διπλάσιες της Γερμανίας και της Ολλανδίας και τα τέλη από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (7,1 ευρώ/MWh, όταν στην Ολλανδία είναι 0,5 και στη Γερμανία και στη Γαλλία 3,2) πληρώνει τη μεγαβατώρα στα 49,7 ευρώ, όταν η ανταγωνιστική τιμή διαμορφώνεται στα 38 ευρώ, επίπεδα αντίστοιχα σχεδόν με αυτά της Γαλλίας (38,2 ευρώ/MWh).

Η ελληνική ενεργοβόρος βιομηχανία είναι απολύτως εξαρτημένη από τη ΔΕΗ, αφού η εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού δεν έχει ακόμη εναρμονισθεί με το ευρωπαϊκό μοντέλο της πλήρους απελευθέρωσης, με αποτέλεσμα η τιμή στο ανταγωνιστικό σκέλος του λογαριασμού να διαμορφώνεται με βάση τα υψηλά λειτουργικά κόστη της ΔΕΗ. Παράλληλα, οι ρυθμιστικές χρεώσεις επιμερίζονται εις βάρος της βιομηχανίας αφού οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται κάθε φορά στη βάση του λιγότερου πολιτικού κόστους που υπαγορεύει την αποφυγή επιβαρύνσεων στους οικιακούς καταναλωτές.    Τον Ιανουάριο του 2018 μια αντίστοιχης κατανάλωσης εγχώρια βιομηχανία με αυτές που εξετάζει η μελέτη της PWC έπειτα από σειρά εκπτώσεων που παρείχε η ΔΕΗ με απόφαση γενικής συνέλευσης πλήρωνε το ανταγωνιστικό σκέλος του ρεύματος στα 54,6 ευρώ/MWh και τελική τιμή (τέλη, ΥΚΩ, ΕΦΚ κλπ.) στα 66 ευρώ/MWh. Στο δεύτερο εξάμηνο του έτους τα βιομηχανικά τιμολόγια έχουν αυξηθεί κατά 20% λόγω της σημαντικής αύξησης των εκπομπών CO2 με αποτέλεσμα η διαφορά της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της ελληνικής βιομηχανίας και των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της να ανέλθει στο 60% ! Πέραν αυτού, οι 10 μεγάλες βιομηχανίες της χώρας που συνδέονται με την υψηλή τάση βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες επιβαρύνσεις κατά 20% από τον Φεβρουάριο του 2019 που λήγουν οι συμβάσεις που παρείχε η ΔΕΗ με απόφαση γενικής συνέλευσης.

Ο κίνδυνος

Η βιομηχανία μέσω της ΕΒΙΚΕΝ έχει θέσει το ζήτημα της παράτασης των συμβάσεων μέχρι το 2020 τόσο στη ΔΕΗ όσο και στην κυβέρνηση και αναμένει τις αποφάσεις της διυπουργικής επιτροπής εδώ και έξι μήνες. Το θέμα της τιμολόγησης της ενεργοβόρας βιομηχανίας έχει φέρει σε διάσταση τη διοίκηση της ΔΕΗ και τους συναρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι αναγνωρίζοντας το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας αναζητούν λύση που να ικανοποιεί τον κλάδο. Η βιομηχανία πάντως έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, διαμηνύοντας στην κυβέρνηση ότι εάν δεν υπάρξει εντός του Δεκεμβρίου αποφασιστική παρέμβασή της η συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού της χώρας θα είναι μη αναστρέψιμη.

Πηγή: Καθημερινή

 

 

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας