ecopress
Ένα σοβαρό μειονέκτημα της πολιτικής, που προτείνεται είναι η διατήρηση της εκτός σχεδίου δόμησης τονίζει ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων Χωροτακτών και ασκεί συνολική κριτική... ΣΕΠΟΧ: το χωροταξικό του τουρισμού διατηρεί την εκτός σχεδίου δόμηση

Ένα σοβαρό μειονέκτημα της πολιτικής, που προτείνεται είναι η διατήρηση της εκτός σχεδίου δόμησης τονίζει ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων Χωροτακτών και ασκεί συνολική κριτική στο σχέδιο ΚΥΑ του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, επισημαίνοντας ότι χρήζει σημαντικών τροποποιήσεων, οι οποίες πρέπει να προκύψουν με βάση όχι μόνο το αποτέλεσμα της τρέχουσας διαβούλευσης, αλλά κυρίως έναν εποικοδομητικό διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Είναι θετικό ότι μετά από χρόνων καθυστέρηση (σύμβαση ανάθεσης Ιούνιος 2018), το Ειδικό Χωρικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό δημοσιοποιήθηκε. Ωστόσο, εμφανίζει σοβαρά προβλήματα αφενός ουσίας, όσο και ακολουθούμενης διαδικασίας στη δημόσια διαβούλευση επισημαίνει ο ΣΕΠΟΧ στην ανακοίνωση του και αναλυτικά σημειώνει τα ακόλουθα:.

Σχόλια επί της αρχής και της διαδικασίας της διαβούλευσης

Στην εποχή του έντονου παγκόσμιου ανταγωνισμού, όπου ο ρόλος του χωρικού σχεδιασμού σε διεθνές επίπεδο έχει μετασχηματιστεί από ρυθμιστικός σε καθοδηγητικός, το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό (ΕΧΠ-Τ) επιλέγει να διαμορφώσει όρους χωροθέτησης που «…θα διευκολύνουν τις τουριστικές επενδύσεις» (άρθρο 1, περ. α’, παρ.2). Στόχος που, όπως συνάγεται από τις προτεινόμενες κατευθύνσεις, προωθεί τη χωρίς όρια μεγέθυνση του τουρισμού και τη διάχυση του στον χώρο χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις, ακολουθώντας και ενισχύοντας τις τάσεις της αγοράς. Πολιτική επιλογή που, μεταξύ άλλων, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του ίδιου του κλάδου αλλά και της χώρας ως τουριστικού προορισμού.

Ως προς την ίδια τη διαδικασία της διαβούλευσης, διαπιστώνεται ότι, ακόμα μία φορά, έχουμε να κάνουμε με μια δημόσια διαβούλευση που σε μεγάλο βαθμό είναι προσχηματική. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η συστηματική διαδικασία υποβολής και δημόσιας ανάρτησης σχολίων μέσω του opengov δεν εφαρμόζεται σε αυτήν την περίπτωση, και η διαδικασία αυτή έχει αντικατασταθεί από απλή αποστολή ηλεκτρονικών επιστολών προς το ΥΠΕΝ που είναι μη προσβάσιμα στο κοινό – όπως γινόταν πριν τη δημιουργία του opengov. Αυτό άλλωστε αποτελεί κατά τα τελευταία χρόνια πάγια πρακτική της αρμόδιας αρχής, ενώ παλαιότερα οι αντίστοιχες διαβουλεύσεις για το προηγούμενο ΕΧΠ Τουρισμού (2013) και το ΕΧΠ Υδατοκαλλιεργειών (2011) είναι ακόμα αναρτημένες στο opengov. Κατά συνέπεια, μειώνεται η διαφάνεια της διαδικασίας διαβούλευσης και δεν καθίσταται δυνατή η ανάπτυξη δημόσιας συζήτησης.

Επίσης, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ΣΕΠΟΧ, η αρμόδια αρχή δεν παραχώρησε τα τεύχη της μελέτης που προηγήθηκαν του προτεινόμενου σχεδίου ΚΥΑ. Είναι προφανές ότι η δημοσιοποίηση αυτού του υποστηρικτικού υλικού θα καθιστούσε περισσότερο ουσιαστική τη διατύπωση σχολίων, καθώς έτσι θα υπήρχε η απαραίτητη τεκμηρίωση.

Γενικές παρατηρήσεις

Καταρχάς, σχετικά με την ακολουθούμενη από το ΕΧΠ-Τ μεθοδολογία, υιοθετείται μία απλοϊκή προσέγγιση, η οποία βασίζεται στη χρήση του δείκτη κλίνες/ 1000 στρ. και στον καθορισμό των Δημοτικών Ενοτήτων ως χωρικών μονάδων άσκησης πολιτικής. Πρόκειται για μια επιλογή που δεν τεκμηριώνεται ούτε σε επιστημονική αλλά ούτε σε διοικητική/ χωροταξική βάση. Αποδεικνύεται δε ολέθρια, ιδιαίτερα για τον νησιωτικό χώρο που, όπως είναι γνωστό, ολοκληρώνεται σε επίπεδο νησιού. Ως εκ τούτου, επιχειρείται η νομιμοποίηση της προωθούμενης πολιτικής, ότι δηλ. η προσφορά κατάλληλης γης, την οποία επαγγέλλεται το ΕΧΠ-Τ, συναρτάται μονοδιάστατα με την «μικτή πυκνότητα» των υφιστάμενων τουριστικών εγκαταστάσεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πληθυσμιακή πυκνότητα, τις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, την ύπαρξη αναγκαίων τεχνικών/ περιβαλλοντικών υποδομών, τη διατήρηση των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας κ.λπ.

Σε ότι αφορά στο περιεχόμενο του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου, οι βασικές παρατηρήσεις μας εστιάζουν αρχικά στο γεγονός ότι όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην αποστολή του και δεν επιλύει προβλήματα που είχαν εντοπιστεί από τα αντίστοιχα Ειδικά Πλαίσια του 2009 και 2013, αλλά αντίθετα, εισάγει καινοφανείς κατευθύνσεις και ρυθμίσεις για το αντικείμενο ενός Ειδικού Πλαισίου και του Τουρισμού ειδικότερα.

Η βασικότερη παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι το νομοθέτημα θα έπρεπε να πραγματεύεται τη χωρική έκφραση ενός τουριστικού προτύπου που θα είχε ήδη επιλεγεί, με βάση την επιθυμητή τουριστική εικόνα της χώρας, εξειδικευμένη κατά περιοχές, και να καθορίζει την τουριστική πολιτική δια μέσου μιας ικανοποιητικής, υπεύθυνης προστασίας και ήπιας ανάδειξης των φυσικών και πολιτιστικών πόρων.

Αντίθετα, οι κατευθύνσεις του ΕΧΠ υιοθετούν τα ίδια πρότυπα ανάπτυξης μαζικού τουρισμού που ισχύουν έως τώρα, με αύξηση μάλιστα των ίδιων τύπων καταλυμάτων, ενίσχυση των Οργανωμένων Μορφών Ανάπτυξης Τουρισμού (ΟΜΑΤ) χωρίς χωρικούς περιορισμούς, και με εντατικοποίηση των υποδομών για να δεχτούν περισσότερους επισκέπτες. Δεν επιχειρείται καμιά αλλαγή, που σημαίνει ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη καμιά αξιολόγηση των επιπτώσεων μέχρι σήμερα. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι οι τάσεις αυτές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση ακόμη και με το ΕΧΠ-Τ του 2009 το οποίο, παρά τα σημαντικά προβλήματά του, περιελάμβανε περισσότερους περιορισμούς και συγκεκριμένες κατευθύνσεις για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Μετά από τόσα χρόνια, με πολλαπλασιασμό των επισκεπτών και των υποδομών σε καταλύματα αλλά και με κατανόηση των προβλημάτων από τον υπερ-τουρισμό από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, το υπό διαβούλευση Ειδικό Πλαίσιο αφήνει επιπλέον πρακτικά ελεύθερη την τουριστική δραστηριότητα στις εκτός σχεδίου περιοχές.

Σε ότι αφορά τη συμμόρφωση του υπό διαβούλευση Ειδικού Πλαισίου με το εθνικό σύστημα σχεδιασμού του χώρου, επισημαίνεται με έμφαση ότι για ακόμα μία φορά ένα Ειδικό Πλαίσιο υποκαθιστά το γενικό χωρικό σχεδιασμό. Ο τουρισμός καθίσταται κυρίαρχη δραστηριότητα της χώρας, οι χωρικές ανάγκες της οποίας θα έπρεπε να έχουν προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου τομεακού, περιφερειακού ή τοπικού σχεδίου . Ωστόσο, κανένα άλλο Ειδικό Πλαίσιο στο παρελθόν, του Τουρισμού συμπεριλαμβανομένου, δεν επιχείρησε να ρυθμίσει άλλες δραστηριότητες σε τέτοιο εύρος και σε τέτοιο βαθμό, παρά μόνο τοπικά, στην περίπτωση που δημιουργούνταν κίνδυνοι σε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις του εξαιτίας της ασυμβατότητας χρήσεων.

Συγκεκριμένα, η πρόθεση να καταστεί ο τουρισμός ο ρυθμιστής του εθνικού χώρου εκφράζεται άλλοτε ρητά, όπως στην παρ. 1 του άρθρου 1, και άλλοτε έμμεσα, όπως α) με τον περιορισμό χρήσεων σε εκτός σχεδίου περιοχές μέχρι την ολοκλήρωση των εΠς- ΤΠΣ στις περιοχές Α,Β,Γ και τις παράκτιες (άρθρο 5), β) με τους περιορισμούς που θέτει στα Περιφερειακά Πλαίσια ως προς την τροποποίηση των κατευθύνσεών του (άρθρο 4), τα οποία μάλιστα θεωρεί ότι χρήζουν ήδη τροποποίησης, και γ) με την αναδιατύπωση ρυθμίσεων παλαιών ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΖΟΕ κ.λπ.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το υπό διαβούλευση ΕΧΠ-Τ:

α) υπερβαίνει τα όρια δικαιοδοσίας ενός Ειδικού Πλαισίου, που οφείλει να ρυθμίζει χωρικά μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και μόνο,

β) δεν μπορεί να υποκαθιστά το γενικό χωρικό σχεδιασμό είτε εθνικού, είτε περιφερειακού επιπέδου, στερώντας του τη θεμελιώδη αποστολή του, αυτή του συντονισμού των διαφορετικών χωρικών πολιτικών σε συγκεκριμένη περιοχή, και

γ) δεν μπορεί να παραβιάζει το περιβαλλοντικό και πολεοδομικό κεκτημένο στην περίπτωση προηγούμενων ρυθμίσεων τοπικού επιπέδου (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΖΟΕ).

Μεγάλα προβλήματα εντοπίζονται σε ό,τι αφορά στην ανάδραση μεταξύ του ΕΧΠ-Τ και λοιπών χωρικών σχεδίων όλων των χωρικών επιπέδων. Στο εθνικό επίπεδο σημειώνονται οι περιορισμοί που θέτει σε δραστηριότητες, οι οποίες διέπονται από άλλα Ειδικά Πλαίσια, όπως αυτά της βιομηχανίας και των υδατοκαλλιέργειών. Συγκεκριμένα μάλιστα ακυρώνεται πληθώρα Περιοχών Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (παΥ), ως γειτνιάζουσες με τουριστικές περιοχές, ενώ ήδη έχουν εκδοθεί ΠΔ για ΠΟΑΥ (π.χ. Κεφαλονιά). Η στάση αυτή βρίσκεται σε ευθεία παράβαση του ΠΔ 90/2018 (ΦΕΚ 162Α), όπου στο τέλος του άρθρου 3 αναφέρεται ότι «τα Ειδικά Πλαίσια οφείλουν να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις που είναι μεταξύ τους συμπληρωματικές, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση».

Στο περιφερειακό επίπεδο οι δεσμεύσεις που προκύπτουν από το ΕΧΠ-Τ είναι ασφυκτικές, μη επιτρέποντας τις εξειδικεύσεις ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.

Ως παράδειγμα αναφέρεται η Κρήτη, περιφέρεια όπου οι διαφορές στο είδος της τουριστικής ανάπτυξης μεταξύ (βορείων) παραλιών και ορεινού εσωτερικού είναι χαώδεις. Στη βάση αυτή, το Περιφερειακό Πλαίσιο της Κρήτης προβαίνει σε διάκριση τεσσάρων τύπων ζωνών, εκ των οποίων οι τρεις αφορούν παράκτιες περιοχές και η τέταρτη ορεινούς και ημιορεινούς όγκους. Σε καμία από τις ζώνες αυτές δεν προβλέπεται «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού αλλά συνδυασμός με άλλες δραστηριότητες. Στην υπερ-αναπτυγμένη βόρεια ακτή προτείνονται δράσεις αποφόρτισης των υψηλών πιέσεων και αναβάθμισης του δομημένου χώρου και αποφεύγεται κατά το δυνατόν η έγκριση νέων αιτημάτων για ανάπτυξη μορφών μονοθεματικού μαζικού. Δύο άλλοι τύποι ζωνών χαρακτηρίζονται ως ελέγχου και ήπιας τουριστικής/οικιστικής ανάπτυξης και ποιοτικής/περιβαλλοντικής αναβάθμισης, ενώ η τέταρτη ζώνη αποτελεί περιοχή ήπιας τουριστικής ανάπτυξης και πολυδραστηριοτήτων σε ορεινούς και ημιορεινούς όγκους. Οι περιοχές αυτές εμφανίζονται στο χάρτη ως ένα μικρό ποσοστό του χώρου και, κατ’ επέκταση, δεν συμβαδίζουν με τις κατευθύνσεις του ΕΧΠ-Τ που δίδονται ανά δημοτική ενότητα. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δεν μπορούν να εξειδικευθούν/ τροποποιηθούν παρά κατά μία μόνο κατηγορία σύμφωνα με το ΕΧΠ, περιορίζοντας το περιθώριο επιλογών του περιφερειακού σχεδιασμού.

Εύγλωττο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της ΔΕ Γεροποτάμου του Δήμου Μυλοποτάμου, η οποία κατά το ΕΧΠ εμπίπτει στην κατηγορία Β «Αναπτυγμένες περιοχές», χωρίς καμία αντίστοιχη εκτίμηση από το Περιφερειακό Πλαίσιο ακόμα και στα βόρεια παράλια. Το τελευταίο καθορίζει «περιοχή ήπιας τουριστικής ανάπτυξης και πολυδραστηριοτήτων σε ορεινούς και ημιορεινούς όγκους» στο εσωτερικό της ΔΕ αλλά όχι στον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη. Το ζήτημα που τίθεται είναι ότι, με βάση τις δεσμεύσεις του ΕΧΠ-Τ, η κατεύθυνση αυτή δεν μπορεί να υλοποιηθεί (γι’ αυτό και το ΕΧΠ-Τ διατυπώνει την επείγουσα ανάγκη αναθεώρησης των Περιφερειακών Πλαισίων στο άρθρο 4, παρ. 3β).

Είναι προφανές ότι οι δυσχέρειες αυτές μεταφέρονται επίσης στο σχεδιασμό τοπικού επιπέδου. Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση αυτή, η ανάδραση με τα ΤΠΣ θα είναι δυσχερέστατη, διότι ο στρατηγικός σχεδιασμός των εΧπ γίνεται τελικά ρυθμιστικός, μην επιτρέποντας στον υποκείμενο σχεδιασμό να επιτελέσει το ρόλο του. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί και η ανάγκη των αστικών περιοχών για λεπτομερέστερο σχεδιασμό.

Ένα σοβαρό μειονέκτημα της πολιτικής, που προτείνεται από το ΕΧΠ-Τ είναι η διατήρηση της εκτός σχεδίου δόμησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόβλεψη δημιουργίας ζωνών για τουριστικές δραστηριότητες από τον τοπικό χωρικό σχεδιασμό δεν υφίσταται. Μόνο στα νησιά της Ομάδας Ι προβλέπεται η διερεύνηση της σκοπιμότητας καθορισμού περιοχών απαγόρευσης της τουριστικής δραστηριότητας. Στην υπόλοιπη χώρα, ακόμα και στις Προστατευόμενες Περιοχές, μπορούν να γίνονται ΟΜΑΤ ήπιας μορφής. Το ερώτημα σχετικά με την ήπια μορφή είναι τι νόημα έχει η μείωση του συντελεστή δόμησης στο μισό, όταν οι εγκαταστάσεις μπορούν να συγκεντρώνονται σε κάποιο σημείο δεδομένου ότι δεν υπάρχει υποχρέωση ομοιόμορφης κατανομής στο χώρο.

Εστιάζοντας στην υλοποίηση τουριστικών καταλυμάτων και σχετικών υποδομών κατά κύριο λόγο, το ΕΧΠ έχει αγνοήσει θέματα περιβάλλοντος που συνδέονται άμεσα με τον τουρισμό, όπως το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων και κυρίως της λειψυδρίας, καθώς και το ζήτημα της διαχείρισης στερεών και υγρών αποβλήτων. Εδώ, θα πρέπει να επισημανθεί η διατήρηση της πάγιας επιδίωξης και των προηγούμενων ΕΧΠ-Τ για τα γκολφ, ενώ η εμπειρία άλλων χωρών -όπως της Τυνησίας- έχει αποδείξει τις καταστροφικές τους επιπτώσεις για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.

Τέλος, σχετικά με την παράκτια ζώνη, το ΕΧΠ-Τ δίνει κατεύθυνση για αποτροπή εγκατάστασης ζωτικών χρήσεων εκτός των σχετιζόμενων με τον τουρισμό και δεν αναφέρει καμιά υποχρέωση για προστασία σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Βαρκελώνης.

Γενικότερα όμως, το ζήτημα της παράκτιας ζώνης είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, σε ευθεία αντίθεση με τη μεταχείριση που της επιφυλάσσει το ΕΧΠ-Τ. Με εξαίρεση ορισμένες (ελάχιστες) περιπτώσεις αστικών περιοχών (Αθήνα, Κέρκυρα, Ρόδος, Χανιά κ.λπ.), η εντατική τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα πολώνεται στην παράκτια ζώνη. Εκεί ακριβώς ασκούνται και όλες οι πιέσεις του τουριστικού φαινομένου. Πιέσεις στις ακτές, τους φυσικούς πόρους, στο οδικό δίκτυο, στις υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης, στην παραγωγή και συλλογή απορριμμάτων κ.λπ. Αν το ΕΧΠ-Τ επιχειρούσε να δώσει κατευθύνσεις για τον συγκεκριμένο χώρο (ακόμα και αυστηρά κανονιστικές), θα άμβλυνε πολλά από τα προβλήματα. Για παράδειγμα, ο έλεγχος της εκτός σχεδίου δόμησης (ιδιαίτερα κατοικίας, αλλά και τουριστικών μονάδων για τις κατηγορίες Α, Β, και Γ) κατά μήκος των οδικών αξόνων που εμπίπτουν στον παράκτιο χώρο, θα ήταν μια σημαντική διάταξη. Αντ’ αυτού, η μία και μόνη ειδική για τον παράκτιο χώρο διάταξη επιχειρεί να διευκολύνει την ανάπτυξη τουριστικών μονάδων ανεξάρτητα από κατηγορία χώρου, επιβάλλοντας περιορισμούς σε άλλες ανταγωνιστικές χρήσεις (ας σημειωθεί ότι, σε ό,τι αφορά τις εξαιρέσεις, εκτός από τη βιομηχανία είναι πιθανόν και ορισμένες δραστηριότητες εξόρυξης να προϋποθέτουν για τη λειτουργία τους πρόσβαση στο παράκτιο μέτωπο).

Ειδικότερες παρατηρήσεις για τα άρθρα 5, 6, 7 και 9

Στο άρθρο 5 για τις περιοχές Α, το ΕΧΠ-Τ:

-Δίνει κατεύθυνση να καλυφθούν με υψηλή προτεραιότητα με χωρικό σχεδιασμό 1ου επιπέδου τη στιγμή που έχουν πλέον ολοκληρωθεί ανά την επικράτεια οι καταστάσεις με τις περιοχές και τις προτεραιότητες ανάθεσης των ΤΠΣ ΕΠΣ.

-Προτείνει σχέδια ανάπλασης για ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος τη στιγμή, που στις περιοχές αυτές απαιτούνται αναπλάσεις σε μη τουριστικές γειτονιές για αναβάθμιση της ζωής των κατοίκων

-Προτείνει ενίσχυση υποδομών μεταξύ των οποίων και των μεταφορών τη στιγμή απαιτείται διαχείριση και μέτρα και όχι άλλες υποδομές

-Η αύξηση του απαιτούμενου εμβαδού σε 16 στρέμματα στις περιοχές Α δεν συνεπάγεται έλεγχο της δόμησης, αλλά μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων και των ιδιοκτητών με τη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων.

-Πρόβλημα αποτελεί η αντιμετώπιση της σχέσης μεταξύ χώρων διαμοιρασμού και ενοικιαζόμενων δωματίων με τα κύρια τουριστικά καταλύματα (παρ. 10 στις Α περιοχές και παρ. 14 στις Β). Επισημαίνεται η αντίφαση του ΕΧΠ στην αντιμετώπιση της σχέσης μεταξύ εγκαταστάσεων κατοικίας και τουρισμού: επιδιώκει μεν τον περιορισμό των κλινών των μη κύριων καταλυμάτων (με πολύ ασαφή τρόπο μάλιστα) που αδειοδοτούνται με όρους κατοικίας, αλλά «φέρνει» τουριστικά καταλύματα 150 κλινών στις περιοχές αμιγούς κατοικίας.

Στο άρθρο 6, για την ομάδα νησιών ΙΙ, η απαίτηση μετατροπής αξιόλογων κτιρίων, διατηρητέων κ.α. σε μονάδες τουλάχιστον 3ων αστέρων, δημιουργεί περιορισμούς αναφορικά με τη διαχείριση των συνήθως μικρού μεγέθους παραδοσιακών κτιρίων, όταν προσλαμβάνουν χρήση φιλοξενίας.

Στο άρθρο 7:

Γκολφ: Στην κατηγορία γκολφ προτείνει αύξηση των εγκαταστάσεων και αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων παρά τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.

Κρουαζιέρα: προτείνει νέες πύλες σε αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες περιοχές με τις αναγκαίες εγκαταστάσεις, λιμενικές υποδομές ειδικά για κρουαζιέρα με τις απαραίτητες χερσαίες εγκαταστάσεις. Επικροτεί με αυτό τον τρόπο τη δημιουργία δαπανηρών υποδομών που επιφέρουν ποικίλες δυσμενείς επιπτώσεις.

Στο άρθρο 9:

Υποδομές μεταφορών: Δίνεται η κατεύθυνση για ανάπτυξη μεταφορικών υποδομών (και όχι διαχείριση των υπαρχόντων) με στόχο την υποδοχή περισσότερων επισκεπτών.

Ύδρευση: Καμιά κατεύθυνση περιορισμού της κατανάλωσης.

Με βάση τα παραπάνω, ο ΣΕΠΟΧ κρίνει ότι το σχέδιο ΚΥΑ που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση χρήζει σημαντικών τροποποιήσεων, οι οποίες πρέπει να προκύψουν με βάση όχι μόνο το αποτέλεσμα της τρέχουσας διαβούλευσης, αλλά κυρίως έναν εποικοδομητικό διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη: την κεντρική διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση, την επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών.

Το ΔΣ του ΣΕΠΟΧ

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας