Του Ιωάννη Σουφλή*
- Εισαγωγή
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελλάδα ως κράτος μέλος της κυρώνοντας το Πρωτόκολλο του Κιότο (Ν.3017/2002), συμφώνησαν να μειώσουν τις ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων θερμοκηπίου με σκοπό την αποτελεσματική προστασία του κλιματικού συστήματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζοντας την κλιματική αλλαγή ως ζήτημα υψηλής προτεραιότητας, εξέδωσε την Οδηγία 2003/87/ΕΚ για τη θέσπιση ενός κοινοτικού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που να λειτουργεί εύρυθμα, στοχεύοντας στην αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των δεσμεύσεών της και περιορίζοντας κατά το δυνατόν τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση.
Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) εισήχθη στο ελληνικό κανονιστικό πλαίσιο με την ΚΥΑ 54409/2632/2004 που αρχικά περιλάμβανε μόνο τις σταθερές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αλλά στη συνέχεια τροποποιήθηκε με την ΚΥΑ 57495/2959/Ε103/2010 ώστε να ενταχθούν και οι αεροπορικές δραστηριότητες.
Το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας (EU ETS) που ξεκίνησε το 2005 παγκοσμίως ως το πρώτο σύστημα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε επίπεδο επιχειρήσεων, βρίσκεται σήμερα στην τρίτη του φάση που καλύπτει τα έτη 2013 ως 2020. Βασικά χαρακτηριστικά της φάσης αυτής είναι η θέσπιση ανώτατου ορίου εκπομπών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η διενέργεια δημοπρασιών ως κύριου μέσου κατανομής δικαιωμάτων στους υπόχρεους (“cap and trade”).
Από την 12η Οκτωβρίου 2014, ο «Λειτουργός της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.» (ΛΑΓΗΕ Α.Ε.). ανέλαβε (και συνεχίζει να εκτελεί ως σήμερα) τα καθήκοντα του Εκπλειστηριαστή (Auctioneer) των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που αντιστοιχούν στην Ελλάδα, εκπροσωπώντας το Ελληνικό Κράτος στις δημοπρασίες που πραγματοποιούνται στην Κοινή Πλατφόρμα πλειστηριασμών του EEX (European Energy Exchange, Commodity Exchange στο Leipzig της Γερμανίας).
- Τιμές Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου
Σύμφωνα με έκθεση του Carbon Tracker (25/4/2018) οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου ενδέχεται να φθάσουν στα 15 ευρώ/τόνο στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, στα 20 ευρώ/τόνο το 2019 και στα 25-30 ευρώ/τόνο το 2020-2021. Η δε κατακόρυφη άνοδος των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα που προβλέπεται για τα επόμενα χρόνια, καθιστά όλο και περισσότερο αντιοικονομικές τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα και ευνοεί αρχικώς τις μονάδες φυσικού αερίου.
Μάλιστα η έκθεση εκτιμά ότι το 2030 οι τιμές θα φθάσουν τα 55 ευρώ/τόνο σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφασίσει να ευθυγραμμίσει τα επιτρεπόμενα επίπεδα ρύπων με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα. Σημειώνεται ότι η ανοδική τάση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών αρείων θερμοκηπίου είχε ξεκινήσει ήδη από τα τέλη του 2017. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τα χαμηλά επίπεδα των 4,38 ευρώ/τόνο του Μαΐου 2017, η τιμή διαμορφώθηκε στα 13,82 ευρώ/τόνο τον Απρίλιο του 2018. Σύμφωνα με την έκθεση, όπως αναφέρθηκε, σήμερα οι τιμές βρίσκονται σε τροχιά να φτάσουν στα 25-30 ευρώ/τόνο ως το 2020-2021, καθώς οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα ρύπων εξαλείφουν σταδιακά το πλεόνασμα. Το πλεόνασμα αυτό είχε δημιουργηθεί λόγω της οικονομικής κρίσης, φθάνοντας στα 1,7 δις τόνους στο τέλος του 2016, οπότε η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε ένα μηχανισμό για την εξάλειψή του. Βάσει αυτού του μηχανισμού, από τον Ιανουάριο του 2019 το νέο Ταμείο Σταθεροποίησης Αγοράς Δικαιωμάτων (Μarket Stability Reserve) θα ακυρώνει το 24% του πλεονάσματος κάθε χρόνο ως το 2023 και το 12% κάθε χρόνο στα επόμενα χρόνια (το Ταμείο αποτελεί ουσιαστικά ένα «κουμπαρά» στον οποίο θα μεταφέρονται δικαιώματα εκπομπών όταν υπάρχει μεγάλο πλεόνασμα, ενώ σε περίπτωση που το πλεόνασμα στην αγορά πέφτει κάτω από ένα όριο, το Ταμείο θα επανατροφοδοτεί την αγορά). Αυτός είναι και ο λόγος που ήδη αυξάνονται σημαντικά οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2.
Γεγονός είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σκοπεύει να περιορίσει ως το 2030 τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, ωστόσο η έκθεση του Carbon Tracker εκτιμά ότι πρέπει να μειωθούν κατά 55% για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού.
- Επιπτώσεις Τιμών Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου
Η αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα έχει ήδη μειώσει και θα μειώσει ακόμα περισσότερο τα περιθώρια κέρδους των ανθρακικών μονάδων, οδηγώντας τις μονάδες αυτές σταδιακά εκτός συστήματος ηλεκτροπαραγωγής, αρχής γενομένης από τις λιγότερο αποδοτικές. Μάλιστα η έκθεση του Carbon Tracker αναφέρει ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι του Παρισιού θα πρέπει οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα να κινηθούν κατά μέσον όρο μεταξύ των 45 και των 55 ευρώ/τόνο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να εξαναγκαστούν τα ανθρακικά και λιγνιτικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βγουν από την αγορά. Ωστόσο, εκτιμάται ότι τελικώς και για τις μονάδες φυσικού αερίου το μέλλον δεν θα είναι ελκυστικό, καθώς κι εκείνες εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα, σε μικρότερες βέβαια ποσότητες, χονδρικά περίπου στο ήμισυ μίας αποτελεσματικής ανθρακικής μονάδας. Αν μάλιστα εφαρμοστεί η συμφωνία για το Κλίμα, το πολύ έως το 2040 εκτιμάται ότι πολλές μονάδες φυσικού αερίου θα βγουν εκτός αγοράς, με κάποιες να παραμένουν ως εφεδρικές.
Από την άλλη πλευρά, οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων θα επιταχύνουν την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας, έξυπνων δικτύων και συστημάτων ανταπόκρισης της ζήτησης.
Στο πλαίσιο αυτό, εξελίσσεται και η μετεξέλιξη της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προς το μοντέλο λειτουργίας «target model». Ένα απο τα ουσιαστικά θέματα που απασχολεί την αγορά αυτή είναι η αύξηση του ανταγωνισμού και η διαχείριση της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ, μέσω της πώλησης συγκεκριμένων λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και αντίστοιχων λιγνιτωρυχείων (μονάδες Μεγαλόπολη 3 και 4 στην Αρκαδία, μαζί με το ορυχείο που τις τροφοδοτεί, μονάδα Μελίτη 1 και άδεια για τη Μελίτη 2 στη Φλώρινα, μαζί με το ορυχείο της Βεύης). Η ευρωπαϊκή πολιτική για την κλιματική αλλαγή έχει καταστήσει κατά τεκμήριο τα στερεά καύσιμα ως μη συμφέρουσα επένδυση. Σήμερα το κόστος παραγωγής για ένα λιγνιτικό εργοστάσιο της ΔΕΗ εκτιμάται σε 50-60 ευρώ ανά μεγαβατώρα, αλλά το 2030 αναμένεται να έχει εκτιναχθεί κοντά στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα , λόγω ακριβώς της αναμενόμενης μεγάλης αύξησης στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
Με άλλα λόγια, δημιουργούνται συνθήκες μειωμένου ενδιαφέροντος για αγορά λιγνιτικών εργοστασίων και ορυχείων, παρά μόνο εάν το τίμημα είναι χαμηλό. Και το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούν να κάνουν αποδεκτό ένα χαμηλό τίμημα, τόσο το Δ.Σ. της ΔΕΗ, το οποίο λογοδοτεί στους ιδιώτες μετόχους της επιχείρησης, όσο και οι τράπεζες, οι οποίες θα δουν τα περιουσιακά της στοιχεία να μειώνονται εκ νέου, μετά την απόσχιση του ΑΔΜΗΕ.
Τα παραπάνω δεδομένα ενισχύονται και από τα αποτελέσματα μελέτης της Booz&Co για το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη σε επτά ευρωπαϊκές χώρες και την Τουρκία, που διενεργήθηκε το 2014 για λογαριασμό της ΔΕΗ. Όπως προέκυψε, «το εξαιρετικά χαμηλό θερμιδικό περιεχόμενο του ελληνικού λιγνίτη οδηγεί αναπόφευκτα σε υψηλότερο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη σε σύγκριση με τις λοιπές χώρες». Η θερμογόνος δύναμη του λιγνίτη (ποσότητα ενέργειας που περιέχει ένας τόνος λιγνίτη) στην Ελλάδα είναι με μεγάλη διαφορά η χαμηλότερη στο σύνολο των οκτώ χωρών.
Το τελικό πλήρες κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη το 2012 στην Ελλάδα ανήλθε σε 59,93 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh), έναντι εύρους από 31,57 ευρώ ανά MWh (στη Βουλγαρία) έως 54,19 ευρώ ανά MWh (στη Ρουμανία) για τις υπόλοιπες χώρες της μελέτης. Ωστόσο, σύμφωνα με τη ΔΕΗ το κόστος ισορροπείται από το γεγονός ότι το πλήρες κόστος εξόρυξης λιγνίτη (σε ευρώ ανά τόνο) στην Ελλάδα είναι το δεύτερο χαμηλότερο στο σύνολο των οκτώ χωρών που συμπεριέλαβε η μελέτη.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Carbon Tracker Initiative, Report: “Carbon Clampdown: Closing the Gap to a Paris-compliant EU-ETS”, April 2018 (press release: https://www.carbontracker.org/eu-carbon-prices-could-double-by-2021-and-quadruple-by-2030/)
2. Carbon Tracker Initiative, “What is Market Stability Reserve (MSR)?”, Infographic, https://www.carbontracker.org/wp-content/uploads/2018/04/CTI_Carbon_Pricing_Infographic4-01.pn
3.Booz & Company, “Understanding Lignite Generation Costs in Europe”, 201
4. Δύσκολη «εξίσωση» η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, COM, 02/12/2017
*Ιωάννης Σουφλής, Δρ Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, Σύμβουλος Διοίκησης Επιχειρήσεων
Σχετικά Άρθρα
- ΕΕ: 1,36 δισ. ευρώ αποζημίωση ελληνικών ενεργοβόρων επιχειρήσεων
- Μηδενική λιγινιτική παραγωγή για 87 συνεχόμενες ώρες
- ΕΕ: το Κοινοβούλιο ψήφισε τη μείωση των εκπομπών κατά 40%
- ΟΟΣΑ: αύξηση του κόστους παραγωγής για ρυπογόνες επιχειρήσεις
- SBTi: έγκυροι οι στόχοι Ομίλου ΔΕΗ για μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου
- ΔΕΗ: ισχύει η σταδιακή κατάργηση των λιγνιτικών μονάδων