Την εδραία πεποίθησή του ότι τα αμέσως προσεχή έτη θα υπάρξει έκρηξη επενδυτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, εκφράζει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διευθυντής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Γιώργος Τσίπρας. “ Έχουμε ήδη μπει στην επενδυτική ατζέντα μεγάλων παγκόσμιων επενδυτών” τονίζει και παράλληλα επισημαίνει πως υπάρχουν έτοιμοι επενδυτές οι οποίοι περιμένουν να δουν συγκεκριμένα», όπως την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης που γίνεται αυτές τις ώρες ή την έξοδο από το μνημόνιο το καλοκαίρι.
Στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Γιώργος Τσίπρας σημειώνει πως η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές στις αγορές δείχνει ότι οι θυσίες του ελληνικού λαού τουλάχιστον των τελευταίων δύο ετών έπιασαν τόπο και ότι σηματοδοτεί την αρχή του τέλος μιας περιόδου που ο λαός υπέφερε, η οικονομία έπασχε και το μέλλον φάνταζε αβέβαιο.
«Πλέον, με τον πλέον έγκυρο -και από τους δανειστές μας- τρόπο αναγνωρίζεται η πρόοδος της χώρας, το γεγονός ότι μπορεί πλέον να στηριχτεί στα πόδια της αλλά και να χαράξει η ίδια το μέλλον της συμπληρώνει. Υπογραμμίζει μάλιστα πως η έξοδος στις αγορές και το τέλος του προγράμματος οδηγούν και στην έξοδο από την ασφυκτική εποπτεία. Αναδεικνύοντας τη σημασία αυτής της εξέλιξης, προτάσσει πως «η χώρα θα λειτουργεί περισσότερο αυτόβουλα, με μόνους περιορισμούς τις κοινές πολιτικές που έχουν όλες οι χώρες στο πλαίσιο της ευρωζώνης, συν την αποπληρωμή του χρέους» και επισημαίνει ότι η έξοδος θα είναι τόσο πιο καθαρή όσο πιο ευνοϊκή είναι η ρύθμιση του χρέους.
Σε επίρρωση της εκτίμησής του για έκρηξη της επενδυτικής δραστηριότητας τα προσεχή χρόνια, ο διευθυντής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού παρατηρεί, μιλώντας στο Πρακτορείο, πως αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς την ελληνική οικονομία και εξηγεί πως «αυτό διαφαίνεται από την εξαιρετική επίδοση των τελευταίων δύο ετών στην προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ)» και αναλύει ότι το 2016, οι καθαρές εισροές ΞΑΕ έφθασαν τα 2,8 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο ποσό που έχει καταγραφεί από το 2008, πριν από την έναρξη της κρίσης, ενώ το 2017, με στοιχεία δεκαμήνου, αυξήθηκαν περαιτέρω κατά 36%.
Χαρτογραφώντας το νέο επενδυτικό τοπίο που αναδύεται, αναφέρει πως «οι επενδύσεις που γνωρίζουμε ότι κυοφορούνται είναι στον κλάδο του τουρισμού, της ενέργειας, της βιομηχανίας με έμφαση στα τρόφιμα και στα φάρμακα, των logistics και μεταφορών και των ασφαλειών». Στο μοτίβο αυτό, εκτιμά πως άμεσο αποτέλεσμα των επενδύσεων στην ελληνική κοινωνία και οικονομία θα είναι η περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης και του οικογενειακού εισοδήματος, σημειώνοντας πως αυτός είναι ο πρώτος και ξεκάθαρος στόχος της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής τα τελευταία έτη. Στη συνέχεια ο Γιώργος Τσίπρας σκιαγραφεί το επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα μας, αναλύοντας τα επενδυτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της και τους ανασταλτικούς παράγοντες, όπως η γραφειοκρατία και ο διεθνής ανταγωνισμός, και επισημαίνει πως η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με ισχυρό επενδυτικό δυναμικό.
Εν κατακλείδι, σε ό,τι αφορά την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, διαβεβαιώνει μιλώντας στο ΑΠΕ/ΜΠΕ, πως τα ελληνικά προϊόντα είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, κάνει λόγο για διαρκή αύξηση των εξαγωγών τους επισημαίνοντας πως ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι σε ύψη-ρεκόρ. Ωστόσο, ταυτόχρονα εστιάζει και στο διαπιστωμένο από διεθνείς οργανισμούς έλλειμμα εξωστρέφειας τους, όπως λέει, το οποίο εκτιμά πως είναι το μεγάλο έλλειμμα και η παθογένεια της ελληνικής οικονομίας. Υπό αυτό το πρίσμα, τονίζει την ανάγκη ενός πλαισίου πολιτικών και δράσεων, τόσο από πλευράς του κράτους όσο και του ιδιωτικού τομέα, για την αύξηση της εξωστρέφειας των Ελλήνων παραγωγών.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του διευθυντή του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Γιώργου Τσίπρα στον Δημήτρη Μάνωλη για το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Με το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης βαδίζουμε στην τελική ευθεία για την οριστική έξοδο από τα μνημόνια. Τι σημαίνει για την ελληνική οικονομία έξοδος στις αγορές και πόσο πιθανή είναι μια καθαρή έξοδος από την ασφυκτική εποπτεία;
Απ.: Η έξοδος στις αγορές έχει και ουσιαστική και συμβολική σημασία. Δείχνει ότι οι θυσίες του ελληνικού λαού τουλάχιστον των τελευταίων δύο ετών έπιασαν τόπο. Σηματοδοτεί την αρχή του τέλος μιας περιόδου που ο λαός υπέφερε, η οικονομία έπασχε και το μέλλον φάνταζε αβέβαιο. Πλέον, με τον πλέον έγκυρο -και από τους δανειστές μας- τρόπο αναγνωρίζεται η πρόοδος της χώρας, το γεγονός ότι μπορεί πλέον να στηριχτεί στα πόδια της αλλά και να χαράξει η ίδια το μέλλον της. Η έξοδος στις αγορές και το τέλος του προγράμματος οδηγούν και στην έξοδο από την ασφυκτική εποπτεία. Η χώρα θα λειτουργεί περισσότερο αυτόβουλα, με μόνους περιορισμούς τις κοινές πολιτικές που έχουν όλες οι χώρες στο πλαίσιο της ευρωζώνης συν την αποπληρωμή του χρέους. Με αυτή την έννοια, η έξοδος θα είναι τόσο πιο καθαρή όσο πιο ευνοϊκή είναι η ρύθμιση του χρέους.
Ερ.: Η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς την ελληνική οικονομία φαίνεται να αποκαθίσταται, όπως προκύπτει και από τις αποδόσεις του δεκαετούς ομολόγου. Πιστεύετε πως αυτή η εξέλιξη θα αποτυπωθεί και στην υλοποίηση επενδύσεων από διεθνείς επενδυτές; Κι αν ναι, από ποιους επενδυτές και σε ποιους τομείς;
Απ.: Ξεκάθαρα, αποκαθίσταται ραγδαία η εμπιστοσύνη των επενδυτών στη χώρα και για αυτό έχουμε πολλές ενδείξεις πλέον της μείωσης της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου σε επίπεδα του 2006 ή και χαμηλότερα. Είμαι σίγουρος ότι τα αμέσως επόμενα έτη θα υπάρξει έκρηξη επενδυτικής δραστηριότητας στη χώρα. Αυτό διαφαίνεται από την εξαιρετική επίδοση των τελευταίων δύο ετών στην προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων: Το 2016 οι καθαρές εισροές ΞΑΕ έφθασαν τα 2,8 δις ευρώ, το μεγαλύτερο ποσό που έχει καταγραφεί από το 2008, πριν την έναρξη της κρίσης, ενώ το 2017, με στοιχεία δεκαμήνου, αυξήθηκαν περαιτέρω κατά 36%! Οι επενδύσεις που γνωρίζουμε ότι κυοφορούνται είναι στον κλάδο του τουρισμού, της ενέργειας, της βιομηχανίας με έμφαση στα τρόφιμα και στα φάρμακα, των logistics και μεταφορών και των ασφαλειών.
Ερ.: Ποιο θα είναι το αποτύπωμα των επενδύσεων στην ελληνική κοινωνία και οικονομία;
Απ.: Ως ένα άμεσο αποτέλεσμα των επενδύσεων, από Έλληνες ή ξένους επενδυτές, αναμένουμε σημαντική περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης και αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος. Αυτός έχει υπάρξει ο πρώτος και ξεκάθαρος στόχος της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής τα τελευταία έτη. Προσωπικά και αντιλαμβανόμενος πόσο μεγάλη πρόκληση είναι, ελπίζω με τις επενδύσεις να πετύχουμε αναστροφή του brain-drain, επαναφέροντας στη χώρα τους νέους που έφυγαν και δίνοντάς τους δουλειά υψηλής εξειδίκευσης ανάλογα με τις προσδοκίες τους. Μεσο-μακροπρόθεσμα, οι επενδύσεις συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας την ευημερία σε βάθος χρόνου. Ιδιαίτερα οι ξένες επενδύσεις, οι οποίες κατά κανόνα συνδέονται με παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με υψηλή ανταγωνιστικότητα διεθνώς, θα συμβάλλουν και στις εξαγωγές και συγχρόνως θα καταστήσουν ανταγωνιστικότερο το σύνολο του παραγωγικού δυναμικού, καθώς η αυξημένη ανταγωνιστικότητά τους διαχέεται και στους εγχώριους προμηθευτές, πελάτες και ανταγωνιστές.
Ερ.: Πώς βλέπουν οι επενδυτές το επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα μας; Θεωρείτε ότι έχουν αρθεί οι ανασταλτικοί παράγοντες να επενδύσουν;
Απ.: Οι επενδυτές παρακολουθούν στενά την εξέλιξη του επενδυτικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Αναγνωρίζουν την πρόοδο, τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει και το γεγονός ότι το επενδυτικό περιβάλλον είναι μάλλον φιλικότερο από ποτέ. Αντιλαμβάνονται ότι το country risk, κύριος ανασταλτικός παράγοντας τα προηγούμενα έτη, πλέον έχει εξαλειφθεί. Παρόλα αυτά, παραμένουν αρκετοί ισχυροί ανασταλτικοί παράγοντες όπως η γραφειοκρατία, η οποία καθυστερεί ή και αναστέλλει την υλοποίηση επενδύσεων. Επίσης, το θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση και τη λειτουργία των επενδύσεων έχει βέβαια γίνει ευνοϊκότερο από ποτέ, εξακολουθούν όμως να υπάρχουν στρεβλώσεις που επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας μιας επένδυσης και προσθέτουν πολυπλοκότητα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, παρά τη μεγάλη πρόοδο της χώρας σε τέτοια θέματα, ο διεθνής ανταγωνισμός για την προσέλκυση επενδύσεων είναι σήμερα πάρα πολύ υψηλός, τόσο από γειτονικές μας όσο από απομακρυσμένες χώρες.
Ερ.: Γιατί κάποιος επενδυτής να επενδύσει στην Ελλάδα; Ποια είναι τα κίνητρα που μπορούν να αποτελέσουν ελκυστικούς παράγοντες προσέλκυσης επενδύσεων;
Η Ελλάδα αποτελεί μία χώρα με ισχυρό επενδυτικό δυναμικό. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν επενδυτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα προφανή και ιδιαίτερα για κάθε κλάδο. Αναφέρομαι κυρίως στην ομορφιά της χώρας που αφορά στον κλάδο του τουρισμού, στην ποιότητα της αγροτικής παραγωγής μας που αφορά στον κλάδο της αγροδιατροφής, στο πλούσιο υπέδαφος που αφορά στον κλάδο εκμετάλλευσης του ορυκτού μας πλούτου και στη θέση της που αφορά στον κλάδο των μεταφορών και logistics. Γενικότερα, η χώρα διαθέτει σταθερότητα, που επιτρέπει το μακροχρόνιο προγραμματισμό των επενδυτών. Από πλευράς αγοράς, η αύξηση του ΑΕΠ δείχνει μία συνεχώς ανερχόμενη εγχώρια αγορά, όμως ιδιαίτερα σημαντικό για επενδυτές από μη-ευρωπαϊκές χώρες είναι ότι η χώρα μας ανήκει στην ενωμένη ισχυρή ευρωπαϊκή αγορά του μισού δισεκατομμυρίου καταναλωτών και ότι ένα προϊόν που παράγεται εδώ μπορεί άμεσα και ελεύθερα να διανεμηθεί στην αγορά αυτή. Από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού, κύριου παράγοντα που καθορίζει τις κινήσεις των επενδυτικών κεφαλαίων, υπάρχει εξειδικευμένο υψηλού επιπέδου στελεχιακό δυναμικό σε δυσανάλογα χαμηλό κόστος. Τέλος, ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων έχει απλοποιήσει τις διαδικασίες εγκατάστασης και λειτουργίας επιχειρήσεων και έχει μειώσει σημαντικά το μη-μισθολογικό κόστος.
Ερ.: Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ΑΠΕ/ΜΠΕ ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα, αλλά και άλλοι πρεσβευτές μεγάλων χωρών, δήλωσαν πως υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα. Ποιος πιστεύετε ότι είναι λόγος που αυτό το ενδιαφέρον δεν έχει περάσει ακόμα στο επίπεδο της υλοποίησης;
Απ.: Από τη στιγμή που κάποιος διεθνής επενδυτής πειστεί για την ελκυστικότητα μίας χώρας για επενδύσεις, μέχρι τη στιγμή που αυτές υλοποιούνται, μεσολαβεί ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε ήδη μπει στην επενδυτική ατζέντα μεγάλων παγκόσμιων επενδυτών. Χρειάζεται όμως χρόνος από τα επιτελεία των επενδυτών για να γίνει ο σχεδιασμός και οι μελέτες για συγκεκριμένη επένδυση, για να ληφθούν οι εγκρίσεις από τα όργανα των μετόχων και, τέλος, για να γίνουν στην Ελλάδα οι ενέργειες ωρίμανσης και αδειοδότησης. Γνωρίζω ότι σε διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής βρίσκεται πλήθος επενδυτών και για το λόγο αυτό είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το άμεσο μέλλον. Υπάρχουν έτοιμοι επενδυτές που περιμένουν, πριν ξεκινήσουν, να δουν συγκεκριμένα”, όπως την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης που γίνεται αυτές τις ώρες ή την έξοδο από το μνημόνιο το καλοκαίρι.
Ερ.: Είναι ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Πώς προτίθεται η κυβέρνηση να βοηθήσει περαιτέρω τους εξαγωγείς;
Απ.: Υπάρχουν ελληνικά προϊόντα που είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, η συνολική εικόνα όμως είναι πολύ χαμηλότερη των δυνατοτήτων και αναγκών με βάση τη διεθνή αγορά. Από τη μία οι εξαγωγές παρουσιάζουν διαρκή αύξηση, τόσο το 2015 και το 2016 όσο, ιδιαίτερα, το 2017 που με στοιχεία 11μηνου είναι αυξημένες κατά 13,3% σε σχέση με το 2016. Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ επίσης, οι εξαγωγές είναι σε ύψη-ρεκόρ. Έχουμε έναν μεγάλο αριθμό εταιρειών που καταφέρνουν και στηρίζουν την ανάπτυξή τους σε εξαγωγές, ξεπερνώντας την κρίση. Από την άλλη, αυτή η κατάσταση δεν χαρακτηρίζει τη μεγάλη μάζα των παραγόμενων στην Ελλάδα προϊόντων και υπηρεσιών. Χρειάζεται ένα πλαίσιο πολιτικών και δράσεων, τόσο από πλευράς του κράτους όσο και του ιδιωτικού τομέα, για να πετύχουμε την αύξηση της εξωστρέφειας της οικονομίας μας και των Ελλήνων παραγωγών συγκεκριμένα. Διάφορα προγράμματα όπως το «Επιχειρούμε Έξω» που ξεκίνησε προ ημερών βοηθούν μεν, δεν είναι όμως επαρκή. Χρειάζεται σύμπνοια ενεργειών και χρόνος ώστε οι εξαγωγές να αφορούν στο σύνολο του ελληνικού παραγωγικού δυναμικού, να είναι στρατηγική επιλογή και όχι λύση ανάγκης μετά τη συρρίκνωση της ελληνικής αγοράς και να είναι μακροχρόνιες και διατηρήσιμες. Συνολικά, το διαπιστωμένο και από διεθνείς οργανισμούς έλλειμμα εξωστρέφειας είναι το μεγάλο έλλειμμα και παθογένεια της ελληνικής οικονομίας