Του Βαγγέλη Αποστόλου*
Η τωρινή παρέμβαση της κυβέρνησης στην περιβαλλοντική νομοθεσία έρχεται ως οδοστρωτήρας, αφού προσεγγίζει τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και ιδιαίτερα τη χωροθέτηση των σταθμών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, τους δασικούς χάρτες και τις λεγόμενες οικιστικές πυκνώσεις, τη λειτουργία του Κτηματολογίου και τη διαχείριση των αποβλήτων, ενώ παράλληλα ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο οδηγίες της Ε.Ε. σχετικές με ενεργειακά θέματα.
Ολα αυτά γίνονται με την ίδια τεκμηρίωση που είχαν όλες οι περιβαλλοντοκτόνες νομοθετικές παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον της χώρας μέχρι σήμερα, παρά τις σαφείς διατάξεις του Συντάγματος του 1975, που με τα άρθρα 24 και 117 θεσμοθετούσε την υποχρέωση της Πολιτείας στην υπεράσπιση του περιβάλλοντος από επιθέσεις αλλαγής χρήσης και κυριότητας.
Το αποτέλεσμα σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής της συγκεκριμένης νομοθεσίας ήταν όχι μόνο η μείωση των προστατευόμενων εκτάσεων του δασικού οικοσυστήματος, αλλά και η επιβράβευση της αυθαιρεσίας, της καταπάτησης και της λεηλασίας της δημόσιας περιουσίας.
Ολα αυτά, παρότι ο εκτελεστικός νόμος 998/1979 του Συντάγματος για την προστασία των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας καθιστούσε υποχρεωτική τη σύνταξη Δασολογίου για την επόμενη δεκαετία. Η σύνταξη αυτή προϋπέθετε την κατάρτιση των δασικών χαρτών, μια διαδικασία που καθυστέρησε 40 χρόνια και ξεκίνησε μόνον όταν ήρθε στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η πορεία καταγραφής των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων στο 50% των εκτάσεων της χώρας και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου έχει γίνει μερική κύρωση των δασικών χαρτών, ανέδειξαν πολλά προβλήματα, όπως αυτά των δασωμένων αγρών, των χορτολιβαδικών εκτάσεων, της αυθαίρετης δόμησης και της παράνομης εκχέρσωσης για αγροτική χρήση.
Αυτά όμως που κυριάρχησαν ήταν πρώτον το δικαίωμα του Δημοσίου να προβάλλει το τεκμήριο κυριότητας που έχει στις άγριες γαίες, δηλαδή στο σύνολο της χερσαίας επιφάνειας της χώρας, πλην των οικιστικών και των γεωργικώς καλλιεργούμενων εκτάσεων και δεύτερον η δυνατότητα των Δήμων να ορίζουν ως οικιστικές πυκνώσεις, που θα εξεταστούν στο μέλλον (!!!) δασικές εκτάσεις που περιέχουν αυθαίρετα κτίσματα.
Το τεκμήριο κυριότητας υπάρχει, όχι γιατί θέλησαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση να δημεύσουν αυτές τις γαίες, αλλά ως απόρροια διαδοχής του οθωμανικού κράτους από το ελληνικό Δημόσιο. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο να χωνέψουν οι αγρότες ότι τα ελαιοπερίβολα, για παράδειγμα, που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους και τα καλλιεργούσαν όλες οι επόμενες γενιές δεν τους ανήκουν. Μπορούν να υπάρξουν λύσεις, αρκεί να αντιμετωπιστεί η αποχή των τοπικών κοινωνιών από τη διαδικασία κατάρτισης των δασικών χαρτών.
Για να γίνει αντιληπτή η έννοια «οικιστική πύκνωση», περιγράφω μία από τις δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις που έχουν προταθεί από τους δημάρχους που ανταποκρίθηκαν (αφορούν 250.000 στρ. και ξεπερνούν τα 500.000 αυθαίρετα). Στην επικράτεια ενός δήμου, όπου υπάρχει ένα αυθαίρετο κτίσμα σε δασική έκταση, ακόμη και σε απόσταση 500 μέτρων από οικισμό, μπορεί να δημιουργηθεί τέτοιο σχήμα οικιστικών πυκνώσεων (ο όρος «οικιστικά χταπόδια» αποδίδει κυριολεκτικά την εικόνα), ώστε να μη μείνει κανένα υπό την απειλή της κύρωσης του δασικού χάρτη. Στην πραγματικότητα, όμως, το μόνο που πετυχαίνει είναι να δημιουργεί την πεποίθηση ότι και η επόμενη γενιά αυθαιρέτων θα νομιμοποιηθεί, συμβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό, στη διαιώνιση του φαινομένου, το οποίο υποτίθεται ότι επιχειρούσε να σταματήσει.
Για τις οικιστικές πυκνώσεις το ΣτΕ απέδειξε, ακόμη μια φορά, με την απόφαση για την αντισυνταγματικότητά τους, ότι αποτελεί βασικό υπερασπιστή του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας. Για μένα προσωπικά, αποτελεί και μια δικαίωση των αταλάντευτων απόψεών μου για τέτοιου είδους ρυθμίσεις. Το ζήτημα δεν είναι αν οι περιοχές που δηλώθηκαν ως οικιστικές καλύπτουν τα κριτήρια της σχετικής ρύθμισης, αλλά αν έγιναν οι απαραίτητοι έλεγχοι με την υποβολή τους. Για παράδειγμα ήλεγξε κανείς αν οι εκτάσεις αυτές είχαν κηρυχθεί κάποτε αναδασωτέες;
Το χειρότερο όλων είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν βλέπει την απαράδεκτη εικόνα των οικιστικών χταποδιών, αλλά και εισάγει στη δασική νομοθεσία αντισυνταγματικούς όρους, όπως είναι οι οικιστικές πυκνώσεις, που ενδέχεται να βρουν εφαρμογή σε άλλου είδους παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον της χώρας μας.
Οφείλει η κυβέρνηση να σεβαστεί την απόφαση του ΣτΕ, όχι μόνο σταματώντας τη συγκεκριμένη διαδικασία στους υπό κατάρτιση δασικούς χάρτες, αλλά και επαναφέροντας με συμπληρωματική πράξη τις δασικές εκτάσεις που είχαν εξαιρεθεί για οικιστικούς σκοπούς, στα δασικού χαρακτήρα εδάφη. Μόνον τότε μπορεί να υπάρξει προσέγγιση στο πρόβλημα, που ασφαλώς δεν θα είναι οριζόντια, αλλά εξατομικευμένη.
Η προσπάθειά της να εξωραΐσει τις οικιστικές πυκνώσεις θα έχει την ίδια τύχη, αφού η οικιστική χρήση των δασικών εκτάσεων έρχεται σε σύγκρουση με τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος.
* βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός
ΕΦ. ΣΥΝ.
Σχετικά Άρθρα
- Οικιστικές πυκνώσεις: ακόμα μία απόπειρα εγκλωβισμού
- Αναδασώσεις: πολεοδομικά και ιδιοκτησιακά θέματα στις καμένες εκτάσεις
- Δασικά αυθαίρετα: γιατί από 1 εκατ. έγιναν μόλις 350 αιτήσεις τακτοποίησης
- «Κόκκινη κάρτα» για δασικά αυθαίρετα και εξαγορά καταπατημένων
- ΥΠΕΝ: καταργούνται 7 φορείς προστατευόμενων περιοχών
- Συλλογικό έργο «Δασικοί Χάρτες: νομοθετικό πλαίσιο και πρακτική εφαρμογή»