Μισθολογική τιμωρία για πέντε εκατομμύρια ευρώ στους έλληνες ερευνητές
ΕιδήσειςΕνέργειαΕπιχειρήσειςΈργαΟικονομίαΠεριβάλλονΥποδομέςΦυσικοί πόροιΧρήμα 15 Σεπτεμβρίου 2023 Αργύρης
Μικρότερο από πέντε εκατομμύρια ευρώ είναι το συνολικό ετήσιο κόστος για την ικανοποίηση των μισθολογικών αιτημάτων των ελλήνων ερευνητών και ερευνητριών, που μένουν οικονομικά καθηλωμένοι από το 2012, παρότι το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές που τους έχουν επιβληθεί.
-«Το ποσό αυτό έρχεται σε κατάφορη αντίθεση με το σημαντικό ύψος των ερευνητικών χρηματοδοτήσεων που προσελκύουν» τονίζει η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών και υπογραμμίζει ότι:
-« Η απαξίωση της Έρευνας, των Ερευνητικών Κέντρων και των Ερευνητών/τριών οδηγεί στον μαρασμό ένα από τους πιο δυναμικούς κλάδους της Ελληνικής Κοινωνίας, (που αξιολογείται από το 1995 από διεθνείς επιτροπές) , επιδεινώνει τη φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό και υποσκάπτει την Καινοτομία».
ΣτΕ: αντισυνταγματικές οι περικοπές των αποδοχών των Ερευνητών/τριών
Δημοσιεύθηκε η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (πρότυπη δίκη, 1527-9/2023), με την οποία κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές οι περικοπές των αποδοχών των Ερευνητών/τριών με το Ν. 4093/2012.
Μεταξύ άλλων στην περίληψη της απόφασης αναφέρεται ότι: «…Η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση που επεφύλαξε ο κοινός νομοθέτης στους ερευνητές, ανάλογη με εκείνη των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., εκπληρώνει την απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος και για τους ερευνητές, όπως και για τους πανεπιστημιακούς, λόγω της φύσης των καθηκόντων τους, της αποστολής τους και των αυξημένων προσόντων τους, υποχρέωση εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων για την ακώλυτη άσκηση του ερευνητικού τους έργου, δηλαδή αποδοχών ειδικώς προβλεπομένων γι’ αυτούς, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, και ύψους αναλόγου προς τη σπουδαιότητα του εν λόγω λειτουργήματος, που να τους επιτρέπει να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους, λαμβανομένων βεβαίως υπ’ όψιν των εκάστοτε οικονομικών δυνατοτήτων του Κράτους.
Εξάλλου η προσέλκυση νέου υψηλού επιπέδου επιστημονικού δυναμικού ερευνητικής δραστηριότητας αποτελεί θεμελιώδη σκοπό του Κράτους….»
Η μισθολογική υποβάθμιση συνεχίζεται
Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικαιώνει τους ερευνητές και τις ερευνήτριες, ωστόσο η καθυστερημένη έκδοση της απόφασης του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, 26 μήνες για την δημοσιοποίηση της συγκεκριμένης απόφασης επέτρεψαν στην κυβέρνηση να «προλάβει» την ψήφιση του 5045/2023 που προώθησε την συνεχιζόμενη μισθολογική υποβάθμιση των Ερευνητών.
Η θεσμική και μισθολογική υποβάθμιση των Ερευνητών/τριών υπονομεύει την Έρευνα στην Ελλάδα τόνισε σε επιστολή της προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στους αρμόδιους υπουργούς. Στην επιστολή, την οποία υπογράφουν η πρόεδρος Μαρία A. Κωνσταντοπούλου και ο γενικός γραμματέας Δημήτρης Σακελλαρίου, αναλυτικά σημειώνονται τα ακόλουθα:
Η κατηγορία των Ερευνητών/τριών των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) της πρώην Γενικής Γραμματείας Έρευνας & Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), νυν Έρευνας & Καινοτομίας (ΓΓΕΚ), θεσπίστηκε με τον Ν. 1514/1985, ο οποίος προέβλεπε τη θεσμική και μισθολογική εξίσωσή τους με τα μέλη ΔΕΠ των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ). Οι Ερευνητές/τριες έχουν ακαδημαϊκά προσόντα, προϋποθέσεις και διαδικασίες ένταξης, αξιολόγησης και προαγωγής όμοιες με αυτές των μελών ΔΕΠ. Οι Ερευνητές/τριες θεραπεύουν επιστημονικά αντικείμενα ομόλογα με εκείνα των μελών ΔΕΠ (ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο), συμμετέχουν ισότιμα σε επιτροπές κρίσης και εξέλιξης Ερευνητών/τριών και μελών ΔΕΠ, καθώς και σε επιτροπές επίβλεψης και εξέτασης διδακτορικών και μεταπτυχιακών διατριβών.
Παρά την απόλυτη αντιστοιχία προσόντων, και αντικειμένου, όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε η θεσμική και μισθολογική εξίσωση, αλλά, αντιθέτως, με τους νόμους 4472/2017 και 5045/2023 οξύνθηκε η αναίτια διακριτή μεταχείριση των Ερευνητών/τριών των ΕΚ συγκριτικά με τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ. Ας σημειωθεί ότι η «απαγωγή» των ΕΚ από το Υπ. Παιδείας και η υπαγωγή τους στο Υπουργείο Ανάπτυξης το 2019 επέτεινε την υποβάθμιση των Ερευνητών/τριών των ΕΚ. Συνεπώς ο μισθός του/της Ερευνητή/τριας Α’, όπως διαμορφώθηκε, περιλαμβάνει βασικό μισθό μειωμένο κατά 558€ από τον αντίστοιχο του Καθηγητή ΑΕΙ, μειωμένο μισθολογικό κλιμάκιο κατά 7€, ισόποσο ερευνητικό επίδομα και επίδομα βιβλιοθήκης μειωμένο κατά 50€ (το αντίστοιχο του Επίκουρου Καθηγητή)!
Ο πρόσφατα ψηφισμένος Νόμος 5045/2023 δεν συμπεριέλαβε καμία από τις προτάσεις της ΕΕΕ, με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών να τις απορρίπτει υποστηρίζοντας ότι η διάκριση ανάμεσα στα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ και τους/τις Ερευνητές/τριες «επιβάλλεται» από την απόφαση 1911/2022 για την αντισυνταγματικότητα των μισθολογικών περικοπών των μελών ΔΕΠ του ΣτΕ!!! Γεγονός παντελώς αναληθές .
Συγκεκριμένα απορρίφθηκαν:
-η εξίσωση του βασικού μισθού και των Μισθολογικών Κλιμακίων των Ερευνητών/τριών με αυτά των Μελών ΔΕΠ˙
-η εξίσωση του νέου Επιδόματος Βιβλιοθήκης σε Ερευνητές/τριες και Μέλη ΔΕΠ˙
-η αναγνώριση της προϋπηρεσίας Ερευνητών και Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων, σε αντίθεση με τη δίκαια αποδεκτή αναγνώριση της προϋπηρεσίας για τα μέλη ΔΕΠ (Ν. 4957/2022, άρθρο 288).
Ενδεικτικό της απαξιωτικής αντιμετώπισης του ερευνητικού προσωπικού των ΕΚ της χώρας είναι ότι το συνολικό ετήσιο κόστος των παραπάνω ρυθμίσεων είναι μικρότερο από πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό έρχεται σε κατάφορη αντίθεση με το σημαντικό ύψος των ερευνητικών χρηματοδοτήσεων που προσελκύουν οι Ερευνητές με τις δραστηριότητές τους, μέσω των οποίων διασφαλίζουν την ανάπτυξη και λειτουργία των εθνικών ερευνητικών υποδομών και δίνουν τη δυνατότητα σε εκατοντάδες νέους επιστήμονες να δραστηριοποιηθούν ερευνητικά στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΚ (που απασχολούν περίπου 700 Ερευνητές/τριες) κρατούν σταθερά την πρώτη θέση στη συμμετοχή και στη χρηματοδότηση ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων σύμφωνα και με τα στοιχεία της ΕΕ.
Επίσης, το ερευνητικό έργο που παράγει το ερευνητικό προσωπικό των ΕΚ της ΓΓΕΚ, όπως αυτό αποτυπώνεται στους βιβλιομετρικούς δείκτες, συγκριτικά είναι πολλαπλάσιο του ερευνητικού έργου που παράγεται από άλλες κατηγορίες φορέων (αναλογικά με τον αριθμό του ερευνητικού προσωπικού) όπως αποτυπώνεται και στις μελέτες του ΕΚΤ.
Η αναίτια και ακατανόητη συνεχιζόμενη υποβάθμιση των Ερευνητών /τριών των ΕΚ, όπως αποτυπώνεται στον πρόσφατο Νόμο 5045/2023, απαξιώνει και υπονομεύει τον ερευνητικό ιστό της χώρας, θα οδηγήσει σε επιδείνωση της «αιμορραγίας» με την απομάκρυνση νέων και παλαιότερων, άριστων Ερευνητών προς το εξωτερικό (brain drain) και θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο στις όποιες προσπάθειες για τον επαναπατρισμό Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό (brain gain).
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών απευθύνει έκκληση προς την Κυβέρνηση και τα κόμματα της Αντιπολίτευσης:
Η απαξίωση της Έρευνας, των Ερευνητικών Κέντρων και των Ερευνητών/τριών οδηγεί στον μαρασμό ένα από τους πιο δυναμικούς κλάδους της Ελληνικής Κοινωνίας (που αξιολογείται από το 1995 από διεθνείς επιτροπές) , επιδεινώνει τη φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό και υποσκάπτει την Καινοτομία.
Μια σχετικά μικρή σε σύγκριση με άλλες δαπάνες επένδυση στην Έρευνα και στο τεράστιο δυναμικό των Ερευνητικών Κέντρων, των Ελλήνων Ερευνητών/Ερευνητριών και του συνόλου του ερευνητικού-επιστημονικού προσωπικού, θα οδηγήσει σε πολλαπλάσια οφέλη για την Κοινωνία και την Οικονομία. Η χώρα μας πρέπει και μπορεί να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων χωρών που αξιοποίησαν την Έρευνα για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.
Η Έρευνα είναι επένδυση, δεν είναι πολυτέλεια!»
Σχετικά Άρθρα
- Στην πρωτοπορία της επιστημονικής έρευνας δυο Ελληνες
- Οι 11 Έλληνες στον κατάλογο ερευνητών με διεθνή απήχηση
- Εφορία: τι εισοδήματα δηλώνουν οι Έλληνες
- ΕΜΠ: αυτοχρηματοδοτείται από τα καινοτόμα έργα των ερευνητών του
- Πως μοιράζονται τα ανταποδοτικά τέλη ΑΠΕ σε Δήμους και καταναλωτές
- Νέο ΠΕΠ Αττικής: όλες οι χρηματοδοτήσεις που θα δοθούν στις επιχειρήσεις