ecopress
Των Παναγιώτας Αργίτη* Δημήτρη Παυλόπουλου** Η προστασία της αρχιτεκτονικής και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο προστασίας μέσω πληθώρας νομοθετικών διατάξεων.... Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομίας: διεθνείς συμβάσεις, κοινοτικές οδηγίες, ελληνική νομοθεσία

Των Παναγιώτας Αργίτη*

Δημήτρη Παυλόπουλου**

Η προστασία της αρχιτεκτονικής και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο προστασίας μέσω πληθώρας νομοθετικών διατάξεων. Κατ’ αρχήν, επιχειρήθηκε διαρκής προσπάθεια για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε παγκόσμιο και πανευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της υπογραφής Διεθνών Συμβάσεων κλπ. Στην ελληνική έννομη τάξη, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς κατοχυρώνεται μέσω των διατάξεων του Συντάγματος και ιδιαίτερα του αρ. 24 αυτού αλλά και μέσω διάφορων νόμων.

 1 Διεθνής και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία

Όπως ήδη αναφέρθηκε, υπάρχει  πληθώρα Διεθνών και Ευρωπαϊκών νομοθετημάτων που αφορούν στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ορισμένα από τα πιο σημαντικά και η κύρωση αυτών στην Ελλάδα, είναι τα εξής:

α). η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης (1954) «δια την προστασίαν των πολιτιστικών αγαθών εις περίπτωσιν ενόπλου συρράξεως», η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 1114/1981,

β). η Διεθνής Σύμβαση των Παρισίων (1970) «αφορώσα εις τα ληφθησόμενα μέτρα δια την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως της κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών», η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 1103/1980,

γ). η Ευρωπαϊκή Μορφωτική Σύμβαση των Παρισίων (1954), η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν 4194/1961

δ).η Διεθνής Σύμβαση των Παρισίων (1972) «δια την προστασίαν Παγκοσμίου Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς», η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 1126/1981,

ε). η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Λονδίνου (1969) «δια την προστασίαν της Αρχαιολογικής κληρονομιάς», η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 1127/1981, στ). Η Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975 – Αποδοχή Ευρωπαϊκού Χάρτη Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς)

ζ). Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Γρανάδας (1985), η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 2039/1992,

η). η Σύσταση της UNESCO 15/16-11-1989 και θ). Σύμβαση της Μάλτας για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (1992).

Επίσης, αναφορά στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ως μέρους τους ανθρωπογενούς περιβάλλοντος γίνεται και στο αρ. 191 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς επίσης και στον Κανονισμό 3911/1992 (ΕΟΚ) σχετικά με την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών και την Οδηγία 93/7 ΕΟΚ σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν απομακρυνθεί  παράνομα  από  το  έδαφος  κράτους-μέλους,  την  Οδηγία  85/337/ΕΟΚ  σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον και την Οδηγία 97/11/ΕΟΚ (τροπ. 87/337/ΕΟΚ) και 2001/42/ΕΚ σχετικά  με  τη  στρατηγική  εκτίμηση  των  επιπτώσεων  στο  περιβάλλον  σχεδίων  και  προγραμμάτων.

Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Βαλέτας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3378/2005 «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (αναθεωρημένη)» (ΦΕΚ Α΄ 203/19.8.2005) και ισχύει από 11.1.2007, επιφορτίζει τα συμβαλλόμενα κράτη, όχι μόνον με τη συντήρηση και τη διατήρηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς κατά προτίμηση στη θέση εύρεσης (άρθρο 4) και με την παροχή εξασφάλισης ότι το άνοιγμα των αρχαιολογικών χώρων στο κοινό και ειδικά οι εγκαταστάσεις και διαμορφώσεις για την υποδοχή μεγάλου αριθμού επισκεπτών δεν θα προσβάλλουν τον αρχαιολογικό και επιστημονικό χαρακτήρα των χώρων και του περιβάλλοντός τους (άρθρο 5), αλλά και με τη χρηματοδότηση της αρχαιολογικής έρευνας και της συντήρησης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 6 της εν λόγω Σύμβασης προβλέπεται ότι κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να ρυθμίσει τη δημόσια οικονομική υποστήριξη για την αρχαιολογική έρευνα από τις εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές και να αυξήσει τους πόρους για τη σωστική αρχαιολογική έρευνα, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα ώστε κατά τη διάρκεια μεγάλων δημόσιων ή ιδιωτικών αναπτυξιακών έργων να προβλέπεται η κάλυψη του συνολικού κόστους όλων των αναγκαίων αρχαιολογικών εργασιών που συνδέονται με τα έργα αυτά.

2.Ελληνική Νομοθεσία

Στην Ελλάδα, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ρυθμίζεται, κατοχυρώνεται  και προστατεύεται κατ’ αρχήν συνταγματικά δυνάμει του αρ. 18 παρ. 1 του Συντάγματος «1. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών ιαματικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του υπόγειου πλούτου.» και του  αρ. 24 του Συντάγματος: “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας»«2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. Η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους.» και «6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.»

Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, η Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης κυρώθηκε με το Ν. 2039/1992 και απέκτησε ισχύ στην Ελλάδα, υπερισχύουσα  κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου δυνάμει του αρ. 28 του Συντάγματος.

Με την υπογραφή της Σύμβασης της Γρανάδας και της ενσωμάτωσής της στο ελληνικό δίκαιο με τον ως άνω νόμο, επέρχεται μια σημαντική νομοθετική εξέλιξη στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς προς τις εξής κατευθύνσεις:

1. Υιοθετείται για την «αρχιτεκτονική κληρονομιά», ορισμός που περιλαμβάνει και τους τόπους, σε συνάφεια με τον ορισμό της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ,

2. Αναγνωρίζεται η ανάγκη μέριμνας για την προστασία της,

3. Τίθενται νομικές διαδικασίες προστασίας της στους συμβαλλόμενους, όπως είναι ο έλεγχος αδειών, σχεδίων και μελετών για την κατεδάφιση, μετατροπή και ανέγερση νέων κτιρίων, η δυνατότητα των δημοσίων υπηρεσιών να ζητούν από τον ιδιοκτήτη να αναλάβει τις εργασίες και αν ο ιδιοκτήτης δεν είναι σε θέση να τις αναλαμβάνουν εκείνες καθώς και η δυνατότητα απαλλοτρίωσης προστατευόμενων ακινήτων,

4. Προβλέπεται οικονομική υποστήριξη των δημόσιων υπηρεσιών, θέσπιση φορολογικών μέτρων και ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας,

5. Λαμβάνονται μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της φυσικής φθοράς των μνημείων, μέσω της επιστημονικής έρευνας,

6. Προβλέπονται κυρώσεις, όπως η κατεδάφιση νέων κτισμάτων παράνομων ή αποκατάσταση παλιών προστατευόμενων,

7. Καθιερώνεται νέα πολιτική προστασίας με την υποχρέωση υιοθέτησης πολιτικής «ολοκληρωμένης προστασίας», την ένταξη του θέματος στο πλαίσιο χωροταξικής, πολεοδομικής και περιβαλλοντικής πολιτικής, την ενθάρρυνση χρήσης παραδοσιακών τεχνικών και υλικών, με στόχο την προσαρμογή των παλιών κτιρίων σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες, την επισκεψιμότητα και τη συνεργασία των αρμόδιων υπηρεσιών,

8. Προωθείται η συνεργασία Κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και ο θεσμός της χορηγίας,

9. Τονίζεται η σημασία της σχετικής πληροφόρησης, εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης,

10. Προβάλλεται η ανάγκη συντονισμού δράσεων των ευρωπαϊκών κρατών μέσω της ανταλλαγής εμπειριών και πληροφοριών πάνω σε μεθόδους καταγραφής, προστασίας, συντήρησης, έρευνας, καθώς της αμοιβαίας τεχνικής βοήθειας.

Επιπλέον, πριν την κύρωση της Σύμβασης της Γρανάδας, είχαν ψηφισθεί στην Ελλάδα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς: α. ο Ν. 5351/1932 (ΦΕΚ Α΄ 275) «περί αρχαιοτήτων» και β. ο Ν. 1469/1950 (ΦΕΚ Α΄ 169) «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830».

Ειδικότερα, ο Ν. 5351/1932 έχει ως αντικείμενο την προστασία των αρχαιοτήτων και γενικότερα καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων παλαιότερων του 1830, θεωρούμενων ως αρχαίων και των αρχιτεκτονικών μνημείων (βλ. αρ. 1 παρ. 1). O N. 5351/1932 τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ Α΄ 153) «Περί προστασίας των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς». Σύμφωνα με τον τελευταίο αυτό νόμο, τα ακίνητα που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων 100 ετών και μεταγενέστερα του 1830, προστατεύονται ως νεότερα μνημεία ενώ δύνανται να χαρακτηριστούν ως νεότερα μνημεία και ακίνητα νεότερα των τελευταίων 100 ετών εφόσον η προστασία τους επιβάλλεται λόγω αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. Αντίστοιχα προστατεύονται οι ιστορικοί τόποι, δηλαδή περιοχές ή και οικισμοί που αποτέλεσαν χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων, καθώς και περιοχές με ενδείξεις ύπαρξης μνημείων ή σύνθετων έργων του ανθρώπου και της φύσης, μεταγενέστερων του 1830.

Κατά πάγια τακτική, η προστασία των πολιτιστικών αγαθών από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) διέπεται από τους Γενικούς Οικοδομικούς Κανονισμούς. Αρχικά με τον ΓΟΚ του 1973 και πιο πρόσφατα με τον ν. 4067/2016 άρθρο 6 (Νέος Οικοδομικός Κανονισμός) προβλέπεται η προστασία της αρχιτεκτονικής και φυσικής κληρονομιάς.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) μπορούν να χαρακτηρίζονται:

α. ως παραδοσιακά, προστατευόμενα σύνολα οι οικισμοί ή τμήματα πόλεων ή οικισμών ή αυτοτελή οικιστικά σύνολα εκτός αυτών.

β. Ως ζώνες ιδιαιτέρου κάλλους οι χώροι, τόποι, τοπία ή φυσικοί σχηματισμοί που συνοδεύουν ή περιβάλλουν στοιχεία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, όπως και αυτοτελείς σχηματισμοί φυσικού ή ανθρωπογενούς χαρακτήρα

γ. Ως διατηρητέα, μεμονωμένα κτίρια ή τμήματα ή συγκροτήματα κτιρίων, στοιχεία του φυσικού ή και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος (όπως αυλές, κήποι, θυρώματα, κρήνες) και μεμονωμένα στοιχεία πολεοδομικού εξοπλισμού (όπως πλατείες, γέφυρες, λιθόστρωτα).

δ. Ως διατηρητέα η χρήση του ακινήτου και το τυχόν όνομα με το οποίο αυτή συνδέθηκε με το διατηρητέο χαρακτήρα της (όπως ιστορικό, λαογραφικό).

Περαιτέρω και συμπληρωματικά με τα ανωτέρω, τα πολιτιστικά αγαθά προστατεύονται και μέσω διατάξεων που περιλαμβάνονται στην περιβαλλοντική νομοθεσία, όπως ο Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ Α΄ 160) «Για την προστασία του περιβάλλοντος» καθώς επίσης και στην πολεοδομική νομοθεσία, όπως ο Ν. 947/1979 (ΦΕΚ Α΄ 169 ), Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ Α΄ 33), Ν. 2300/1995 (ΦΕΚ Α΄ 69) Ν. 2508/1997 (ΦΕΚ Α’ 124), Ν. 4447/2016 (ΦΕΚ Α’ 241) κτλ.

Τέλος, ιδιαίτερης σημασίας τυγχάνουν οι διατάξεις του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α΄101) «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις», με τον οποίο εισήχθη το πρώτον η έννοια της «πολιτιστικής λειτουργίας» και η διάταξη του αρ. 8 παρ. 2 του Ν. 4030/2011 (ΦΕΚ Α΄ 249) «Νέος τρόπος έκδοσης αδειών δόμησης, ελέγχου κατασκευών και λοιπές διατάξεις».

Επιπλέον, ιδιαίτερης σημασίας τυγχάνουν οι διατάξεις του προαναφερόμενου ΝΟΚ και ειδικά το άρθρο 6 αυτού, το οποίο ρυθμίζει την προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς. Στο εν λόγω άρθρο δίδεται καταρχήν ο ορισμός της «αρχιτεκτονικής κληρονομιάς» και προβλέπεται μεταξύ άλλων η διαδικασία χαρακτηρισμού κτιρίων, συγκροτημάτων κτιρίων και τμημάτων κτιρίων ή και στοιχείων του περιβάλλοντος χώρου αυτών ως διατηρητέων, ο τρόπος καθορισμού επιμέρους κατηγοριών των διατηρητέων κτιρίων, η διαδικασία επεμβάσεων ή προσθηκών σε διατηρητέα κτίρια ή κατασκευής νέων κτιρίων σε ακίνητα, στα οποία υπάρχουν διατηρητέα κτίρια, καθώς και οι προϋποθέσεις έκδοσης αδειών δόμησης και οι επιμέρους όροι αυτών.

Όσον αφορά, τις  προαναφερόμενες διατάξεις για το χαρακτηρισμό, την προστασία και τις εν γένει ρυθμίσεις αναφορικά με τη διαχείριση των «διατηρητέων κτιρίων», επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης έχει αναθέσει, ουσιαστικά την αρμοδιότητα σε δύο (2) Υπουργεία: στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Εντούτοις, η εφαρμογή των νόμων , ο συντονισμός και η συνεργασία των φορέων προστασίας, με σκοπό τη βέλτιστη διαχείριση, δεν έχουν επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό. Για την ορθή διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, απαιτείται  ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης και κρίνεται επιβεβλημένη η ανάγκη οργάνωσης και οι συνέργειες  των αρμοδίων υπηρεσιών, για την εξεύρεση λύσεων αποτελεσματικής προστασίας , διάσωσης  και ανάδειξης των πολιτιστικών αγαθών της πατρίδας μας.

*Παναγιώτα Αργίτη, Πολιτικός Μηχανικός, ΜΒΑ, Μέλος Κεντρικής Αντιπροσωπείας ΤΕΕ
**Δημήτρης Παυλόπουλος, Μηχανολόγος Ηλεκτρολόγος, πρώην Πρόεδρος ΔΚΜ, πρώην Μέλος ΔΣ ΕΛΟΤ

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας