ecopress
Του Δημήτρη Λιάκου* Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η έκρηξη του πληθωρισμού αποτέλεσαν τα σημαντικότερα γεγονότα για το 2022, προκαλώντας μια ατελείωτη σειρά επιπτώσεων... Οι προκλήσεις του 2023 για την ευρωπαϊκή οικονομία

Του Δημήτρη Λιάκου*

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η έκρηξη του πληθωρισμού αποτέλεσαν τα σημαντικότερα γεγονότα για το 2022, προκαλώντας μια ατελείωτη σειρά επιπτώσεων σε πολλαπλά επίπεδα. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αρκετοί οικονομολόγοι είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει για τον κίνδυνο επανεμφάνισης πληθωριστικών πιέσεων. Ως βασικές αιτίες έθεταν την πολυετή επεκτατική – “χαλαρή” νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς – ζήτησης ως απότοκο της πανδημικής κρίσης, οι οποίες είχαν δημιουργήσει την “κατάλληλη” βάση ενεργοποίησης ανατιμητικών τάσεων.

Η παράνομη εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία και το άγνωστο μέλλον σχετικά με τον τερματισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων επέτειναν το πρόβλημα των πληθωριστικών πιέσεων, κατά κύριο λόγο στις ενεργειακές τιμές και δευτερευόντως στα τρόφιμα, πέραν των προφανών γεωπολιτικών συνεπειών.

Παράλληλα επανέφεραν στο προσκήνιο κινδύνους που η ανθρωπότητα είχε διαγράψει ως πιθανούς, με χαρακτηριστικότερο όλων το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων.

Οι προβλέψεις για το 2023 αποτυπώνουν την ανησυχία για την επιδείνωση των βασικών μακροοικονομικών δεικτών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα και η συνεπακόλουθη αλλαγή στάσης και ρητορικής των κεντρικών τραπεζών, μέσω των συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων, συμβάλλουν αρνητικά στους ρυθμούς ανάπτυξης τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Παρά το γεγονός ότι οι τρέχουσες συνθήκες είναι διαφορετικές σε σύγκριση με αντίστοιχες του παρελθόντος, καθώς δεν παρατηρείται πληθωρισμός ζήτησης αλλά προσφοράς, οι κεντρικές τράπεζες μέσω των διαθέσιμων εργαλείων επιδιώκουν μια ελεγχόμενη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας προκειμένου να τιθασεύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Ωστόσο ελλοχεύει ο κίνδυνος ότι μια πιθανή υπερβάλλουσα αύξηση των επιτοκίων ως αντανακλαστική αντίδραση στο ενδεχόμενο παρατεταμένης διατήρησης του δομικού πληθωρισμού πάνω από τα οριοθετημένα επίπεδα να ωθήσει τις δυτικές οικονομίες είτε σε ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης είτε, στο χειρότερο σενάριο, στην ύφεση.

Σε αυτό το δυστοπικό διεθνές περιβάλλον των εντόνων ανατιμητικών τάσεων και της γεωπολιτικής αστάθειας εντείνονται οι κίνδυνοι επιδείνωσης της κοινωνικής συνοχής και το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών ενώ ταυτόχρονα κλιμακώνονται οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των ισχυρών κρατών σε πολλαπλά επίπεδα. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι χώρες της Ευρώπης βάλλονται περισσότερο από τις συνέπειες των πρόσφατων κρίσεων, οι οποίες καθίστανται ακόμα πιο δυσχερείς λόγω του ελλείμματος κοινής αντίληψης, προσέγγισης και επιδιώξεων μεταξύ των χωρών – μελών της ΕΕ. Ενδεικτικό του προβλήματος, οι καταγεγραμμένες διαφωνίες σχετικά με την ιδέα δημιουργίας ενός νέου ευρωπαϊκού ταμείου για την ενίσχυση του βιομηχανικού κλάδου και την επιτάχυνση της “πράσινης” μετάβασης ως αντίβαρο – απάντηση στην πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την παροχή ενισχύσεων της τάξης των 430 δισ.δολ. προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις.

Χωρίς αμφιβολία το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της αδυναμίας της ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι η ασυμφωνία που καταγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης παρά τις συνεχείς και έντονες συζητήσεις στα πλαίσια του Συμβουλίου. Παράλληλα φαίνεται να μην έχει γίνει αντιληπτό ότι οι ιδιαίτερα φιλόδοξοι στόχοι της ΕΕ για την απαραίτητη κλιματική ουδετερότητα χωρίς την χορήγηση κινήτρων και τη συγκρότηση μιας συμπαγούς κοινής πολιτικής για την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια “απειλούν” με αποβιομηχάνιση αρκετές χώρες της γηραιάς ηπείρου λόγω του ενδεχόμενου μετεγκατάστασης σημαντικών παραγωγικών μονάδων.

Σε κοινωνικό επίπεδο η αλληλουχία των κρίσεων της τελευταίας τριετίας, παρά την παροχή εισοδηματικών και άλλων ενισχύσεων, επιτείνει το πρόβλημα των ανισοτήτων. Στο πολιτικό πεδίο, η όξυνση των ανισοτήτων δημιουργεί το εύφορο έδαφος για την εξάπλωση ακραίων και λαϊκίστικων ιδεών, αποδοχής αυταρχικών αντιλήψεων και ενίσχυσης των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων. Αυτές οι δυνάμεις προτάσσοντας υπεραπλουστευμένες “λύσεις” ως ενδεδειγμένες και “ελκυστικές” και με όχημα θέσεις περί εθνικής αναδίπλωσης, ενοχοποίησης των “ισχυρών” και του πολιτικού κόσμου και στοχοποίησης κοινωνικών μειονοτήτων ωθούν σε ολοένα πιο συντηρητικές θέσεις και τοξικές ρητορικές μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αλλά – δυστυχώς – και τμήματα του mainstream πολιτικού κόσμου. Η άμβλυνση των ανισοτήτων δεν πρέπει πλέον να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως ένα οικονομικό μέγεθος και κοινωνιολογικό φαινόμενο αλλά ως ο απαραίτητος συντελεστής της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας και πολλαπλασιαστής της βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης.

Στο ερώτημα των οικονομικών προβλέψεων για το 2023 και τα επόμενα έτη, απαραίτητη προϋπόθεση για την επαναφορά των θετικών προοπτικών αποτελεί η εύρεση πολιτικής – διπλωματικής λύσης που θα οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Ανεξαρτήτως της έκβασης και του χρόνου των διαφαινομένων συζητήσεων, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες οφείλουν να κινηθούν με ανοιχτό πνεύμα και με μεγαλύτερη δυναμική στην εύρεση κοινών και αποτελεσματικών λύσεων για μια σειρά επίδικων θεμάτων παγκόσμιας εμβέλειας. Η κλιματική αλλαγή, η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση, η απασχόληση και η ανάπτυξη, η ειρήνη, η γεωπολιτική αβεβαιότητα και η τάση αποπαγκοσμιοποίησης, τα προσφυγικά – μεταναστευτικά ρεύματα, η ενίσχυση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η άμβλυνση των ανισοτήτων είναι πεδία που απαιτούν διεθνείς συνεργασίες, κοινές λύσεις και διαθεσιμότητα αυξημένων πόρων.

Το πρόταγμα των εθνικών λύσεων και η κοντόφθαλμη απόρριψη της προσέγγισης της από κοινού αντιμετώπισης των ανοιχτών και κρίσιμων ζητημάτων συντελεί στην αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και στην απόκλιση μεταξύ τόσο των κοινωνικών στρωμάτων όσο και των οικονομιών. Η Ευρώπη ως σύνολο και κατ’ επέκταση οι χώρες – μέλη οφείλουν να δείξουν την απαραίτητη προσαρμοστικότητα και ευελιξία προκειμένου να ανταποκριθούν στις πολλαπλές και πολυεπίπεδες προκλήσεις, εδικά αν θέλουν να αποφύγουν την αποδυνάμωση τους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ισχυρές χώρες του πλανήτη.

* Ο κ. Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος, πρώην υφυπουργός.
Πηγή: “Το Βήμα”

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας