Του Βαγγέλη Ματράγκου
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ ,MSc Management of Projects UMIST
Με αφορμή την συμφωνία για την απόκτηση των πολεμικών αεροσκαφών Rafalle αλλά και των φρεγατών Belharra, θα έπρεπε να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα αντισταθμιστικά οφέλη και όχι η συμμετοχή σε κοινές ασκήσεις ή επιχειρήσεις σε εμπόλεμες ζώνες.
Σε ό,τι αφορά τα αεροσκάφη είναι γνωστό πως υπάρχει ελληνική βιομηχανία η οποία ήδη παράγει εξαρτήματα του αεροσκάφους.
Σε ό,τι αφορά τις φρεγάτες, υπάρχουν 5 με 6 ελληνικές πιστοποιημένες εταιρίες από την NavalGroup, οι οποίες μπορούν εν δυνάμει, να αναλάβουν υποκατασκευαστικό έργο εδώ στην Ελλάδα.
Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να συμφωνηθεί, να συμπεριληφθεί δηλ. στα «ψιλά» γράμματα της συμφωνίας, ως αντισταθμιστικό μέτρο.
– Γιατί όμως πρέπει να συμφωνηθεί;
-Θα έλεγε κάποιος πως η NavalGroup αφού ήδη έχει συνεργασία με ντόπιες εταιρίες, κάτι τέτοιο θα ήταν λογικό επακόλουθο.
Εταιρίες σαν την NavalGroup, έχουν πιστοποιημένους υπεργολάβους σε πάρα πολλές χώρες. Το κόστος κατασκευής όμως δεν είναι το ίδιο σε κάθε χώρα, αφού αυτό εξαρτάται από 2 παράγοντες, θεωρώντας πως το κόστος των υλικών είναι σταθερό, λόγω της διαδικασίας διασφάλισης ποιότητας:
–Από το κόστος των εργατικών και από το κόστος της ενέργειας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα μεγάλα γραφεία μηχανικών που απασχολούν χιλιάδες μηχανικούς σε αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες ως γραμμή παραγωγής με φτηνό εργατικό κόστος και λειτουργικά έξοδα είναι η πρώτη επιλογή για το λεγόμενο outsourcing Αμερικάνικων, Γαλλικών κλπ μελετητικών εταιριών.
Επομένως για να επιλέξει η NavalGroup αλλά και η κάθε μεγάλη εταιρία, που έχει την τεχνογνωσία να την μεταδώσει σε τρίτη χώρα, επί της ουσίας να την πουλήσει, θα πρέπει να δεσμευτεί από κάποια συμφωνία, αν είναι να την πουλήσει φθηνότερα.
Αυτή η πρακτική όμως είναι συνήθης σε τέτοιες εξοπλιστικές συμφωνίες. Αρκεί βέβαια ο αγοραστής να την ζητήσει και να την επιβάλλει, διότι ο πωλητής δεν έχει κανένα κίνητρο να το κάνει.
Πόσο σημαντική όμως είναι μια τέτοια συμφωνία;
Αν υπάρχει η επιθυμία και η προοπτική η Ελλάδα να ξεκολλήσει κάποια στιγμή από τον οικονομικό βάλτο, αυτό δεν θα γίνει με την επιχειρηματικότητα του καφέ, των φούρνων κα του ντελλίβερι.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική έβαλε ταφόπλακα στην ελληνική αγροτική οικονομία. Η οικονομία της οικοδομής τη δεκαετία του 2000 απλά ανακύκλωνε εσωτερικά το χρήμα, νόμιμο και μη.
Επομένως, η χώρα πρέπει να στραφεί στην υψηλή τεχνολογία. Τόσο σε επίπεδο hardware όσο και σε επίπεδο software.
Μια καλή αρχή είναι η έμμεση αγορά τεχνογνωσίας μέσω αυτών των αντισταθμιστικών μέτρων. Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του Αρ.4 του Ν3653/08, «Για την ανάπτυξη της αμυντικής έρευνας και τεχνολογίας, διατίθεται ετησίως ποσοστό μέχρι 1% επί του ύψους του προϋπολογισμού του εξοπλιστικού προγράμματος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, υπό την προϋπόθεση τήρησης του εκάστοτε εγκρινόμενου από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥ. Σ.Ε.Α.) ύψους Οροφής.»
Επομένως είναι διττή η σημασία της καλής διαπραγμάτευσης τέτοιων συμφωνιών μιας και θα αποτελέσει την μαγιά προς την μετάβαση από μια χώρα καταναλωτή τεχνολογίας, σε χώρα δημιουργίας τεχνολογίας και εξαγωγής της.
Βέβαια δεν αρκεί ένας όρος σε μια συμφωνία για να γίνει αυτό. Αποτελεί μεν μια σημαντική βοήθεια, αλλά για να φτάσουμε στο επίπεδο που προαναφέρθηκε θα πρέπει να συνδυαστεί με σοβαρές υποδομές και επενδύσεις, στην παιδεία, στην δομή της οικονομίας, με πραγματική στήριξη σε επιχειρήσεις και ανθρώπους με προσόντα αντίστοιχα , που συνεισφέρουν στην αύξηση του ΑΕΠ και όχι σε επιχειρήσεις ζόμπι με χρόνο ζωής τα τρία χρόνια.
Σχετικά Άρθρα
- «Εξοικονομώ»: γιατί πρέπει να αλλάξει-ποιοι κερδίζουν και τι χάνουν οι πολίτες
- Συμφωνία πώλησης του 50% της Enel Green Power Hellas
- ΤΕΕ/ΤΚM: νέα Διοικούσα Επιτροπή και νέο Προεδρείο Αντιπροσωπείας
- Αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός του Εξοικονομώ
- Eurobank: μεταφορά των κεντρικών γραφείων στο Ελληνικό
- ΕΕ: ενισχύει την ετοιμότητά της για την αντιπυρική περίοδο του 2024