ecopress
Της Ντίνας Καράτζιου/ Το ecopress παρουσιάζει το πλήρες περιεχόμενο της παρέμβασης που άσκησε η ΠΟΜΙΔΑ στο ΣτΕ υπέρ του κύρους της απόφασης του Υ.ΠΕΝ για... Δασικοί χάρτες: τα “όπλα” των ιδιοκτητών στη “μάχη” του ΣτΕ

Της Ντίνας Καράτζιου/

Το ecopress παρουσιάζει το πλήρες περιεχόμενο της παρέμβασης που άσκησε η ΠΟΜΙΔΑ στο ΣτΕ υπέρ του κύρους της απόφασης του Υ.ΠΕΝ για την αναθεώρηση των δασικών χαρτών και κατά της αίτησης ακύρωσης  της συγκεκριμένης υπουργικής απόφασης που κατέθεσαν η ΠΕΔΔΥ, το ΓΕΩΤΕΕ και συνακόλουθα, οκτώ ακόμη περιβαλλοντικές οργανώσεις. Δείτε εδώ το ρεπορτάζ του ecopress

Σε εννέα βασικά επιχειρήματα στηρίζει  η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ελλάδος (ΠΟΜΙΔΑ) το νομικό της οπλοστάσιο, σε σχέση με την παρέμβαση που κατέθεσε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, υπέρ της διατήρησης του κύρους της προσβαλλομένης υπουργικής απόφαση για την αναθεώρηση των δασικών χαρτών, ζητώντας ταυτόχρονα την απόρριψη της αιτήσεως αναστολής που κατέθεσαν η Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων», το «Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας», και εν συνεχεία οκτώ ακόμη οργανώσεις.

Ως προς τον σκοπό της παρέμβασης στο ΣτΕ, η ΠΟΜΙΔΑ στο κείμενο της παρέμβασης, αναφέρεται στο έννομο συμφέρον της, καθώς «η προσβαλλομένη πράξη προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και, κατά τούτο, το Σωματείο μας έχει έννομο συμφέρον για τη διατήρηση του κύρους της» Στην παρέμβασή της, η οποία, «έδωσε το δικαίωμα στους πολίτες να προσκομίσουν τους νόμιμους ιδιοκτησιακούς τίτλους τους για να ληφθούν υπόψη κατά την αναμόρφωση των δασικών χαρτών», η ΠΟΜΙΔΑ παραθέτει εννέα σημεία προς το ΣτΕ βάσει των οποίων, ζητάει να απορριφθεί η αίτηση αναστολή της που κατέθεσαν η ΠΕΔΔΥ, το ΓΕΩΤΕ και οκτώ οργανώσεις.

Υπογραμμίζει ότι η εν λόγω Υπουργική Απόφαση, «στοχεύει στην ακριβέστερη αποτύπωση των εκτάσεων που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία και στη διασφάλιση, αντιστοίχως, των εκτάσεων που δεν εμπίπτουν σ’ αυτήν, πράγμα που οδηγεί σε ταχύτερη εκπλήρωση των ισχυουσών συνταγματικών επιταγών σχετικά με τις δασικές εκτάσεις αλλά και με την ιδιοκτησία»  Τονίζει επίσης ότι το άρθρο 48 του ν. 4685/2020 και η προσβαλλομένη εφαρμοστική απόφασή του, προβλέπουν το αυτονόητο: Ότι η Διοίκηση εφ’ εξής θα δεσμεύεται από τις προγενέστερες πράξεις της, οι οποίες χορήγησαν νόμιμα δικαιώματα επέμβασης στους ιδιοκτήτες δασικών εκτάσεων και παραχώρησαν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας. Χαρακτηρίζει αναγκαία τη ρύθμιση, η οποία υποστηρίζει ότι θα προστατεύσει αποτελεσματικά και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των πολιτών, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα και  υπογραμμίζει, ότι τυχόν  ακύρωσή της θα έθετε σε κίνδυνο πάμπολλα νόμιμα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, σε όλη τη χώρα. Μάλιστα, τονίζει, ότι «η Διοίκηση, κατά την κατάρτιση των δασικών χαρτών αγνοούσε πλήρως πράξεις του ίδιου του Κράτους, με τις οποίες παραχωρούντο νόμιμα ιδιοκτησιακά δικαιώματα παράλληλα με δικαιώματα χρήσεως (αγροτικής, κατά κύριο λόγο, και στη συνέχεια οικιστικής, βιομηχανικής, τουριστικής κ.λπ.) σε πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, ιδιοκτήτες σε όλη τη χώρα που είχαν αποκτήσει τα ακίνητά τους με μια μακρά σειρά νόμιμων τίτλων, που τελικώς αναγόταν σε πράξη της Διοικήσεως, έβρισκαν τα ακίνητά τους εντός των περιγραμμάτων των δασικών χαρτών, με αποτέλεσμα αυτά να βαρύνονται από τις δεσμεύσεις της δασικής νομοθεσίας. Όλοι αυτοί αφ’ ενός έπρεπε να αποδυθούν σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες δεκαετιών για να αντικρούσουν το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί των δασών και των δασικών εκτάσεων (άρθρο 62 ν. 998/1979) και, αφ’ ετέρου, αποστερούντο επί μακρότατα χρονικά διαστήματα από κάθε δυνατότητα να διαθέσουν και να αξιοποιήσουν την περιουσία τους.

Ακολουθούν οι εννέα λόγοι που περιλαμβάνονται στο κείμενο της παρέμβασης  που κατέθεσε η ΠΟΜΙΔΑ στο ΣτΕ  για τους οποίους οι λόγοι της αίτησης αναστολής της Υπουργικής Απόφασης Χατζηδάκη πρέπει να απορριφθούν από το ΣτΕ και στη συνέχεια, ολόκληρο το κείμενο της παρέμβασης.

  • Η προσβαλλομένη ευρίσκει αυτοτελές και επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα στη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 48 ν. 4685/2020, ενώ η κοινή εισήγηση της παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010 δεν έχει το χαρακτήρα της γνώμης του άρθρου 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και η παράλειψή της δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. Ι αρ. 1)
  • Η προσβαλλομένη οδηγεί στην ταχεία ολοκλήρωση της ακριβούς καταγραφής των δασών και δασικών εκτάσεων σε δασικούς χάρτες (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. Ι αρ. 2)
  • Δεν μπορούν να διέπονται από τη δασική νομοθεσία γήπεδα που εμπίπτουν σε περιοχές βιομηχανικής ή βιοτεχνικής χρήσης, όπως αυτές έχουν ορισθεί σε προεδρικό διάταγμα καθορισμού ζώνης οικιστικού ελέγχου (ΖΟΕ), όταν επ’ αυτών ευρίσκονται και λειτουργούν βιομηχανικές ή βιοτεχνικές μονάδες μετά από άδεια της Διοικήσεως, κατά την έκδοση της οποίας βεβαιώθηκε από τη δασική υπηρεσία ή τον Δασάρχη ο μη δασικός χαρακτήρας των γηπέδων (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 1)
  • Δεν προσκρούει στο Σύνταγμα η συμπερίληψη των αποφάσεων των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων στις διοικητικές πράξεις, οι οποίες μπορούν να θεμελιώσουν τη νομιμότητα της μεταβολής του δασικού χαρακτήρα ή της δασικής χρήσης μιας έκτασης προ της 11.6.1975, όταν, για να εξαιρεθούν οι εντός αυτών εκτάσεις από την ανάρτηση στους δασικούς χάρτες απαιτείται να έχει χωρήσει επέμβαση και να διατηρείται η αποδοθείσα χρήση (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 2)
  • Δεν υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στις προϋποθέσεις που θέτει η παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 για τη λήψη υπ’ όψει οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί προ της 11.6.1975 και στην πρόβλεψη της προσβαλλομένης αποφάσεως (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 3)
  • Η νομιμότητα των οικοδομικών αδειών για εκτός σχεδίου γήπεδα που έχουν εκδοθεί πριν από την ισχύ του ν. 4030/2011 έχει ως προϋπόθεση τη βεβαίωση της δασικής υπηρεσίας, ότι τα γήπεδα δεν ευρίσκονται εντός δασών ή δασικών εκτάσεων (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 4)
  • Το ψηφιακό αρχείο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι πρόσφορο να αποδείξει τη διατήρηση της αγροτικής χρήσης μιας έκτασης (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 5)
  • . Το ψηφιακό αρχείο της ΑΓΡΟΓΗΣ είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που νομίμως λαμβάνονται υπ’ όψει, για να επιβοηθήσουν στη συνολική αποτύπωση των πράξεων της διοικήσεως που αναφέρονται ενδεικτικώς στην παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 6)
  • 9. Η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 προβλέπει ότι το σύνολο των δασικών χαρτών που είχαν αναρτηθεί ή κυρωθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου αναρτώνται εκ νέου και, ως εκ τούτου, η αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποκλίνει από τη διάταξη του νόμου (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 7).

 Ολόκληρη η παρέμβαση της ΠΟΜΙΔΑ στο ΣτΕ

“Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας Παρέμβαση (άρθρο 49 π.δ. 18/1989)

Του Δευτεροβάθμιου Σωματείου (Ομοσπονδίας) με την επωνυμία «Πανελλήνιος Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων» (Π.ΟΜ.ΙΔ.Α.) που εδρεύει στην Αθήνα, Σοφοκλέους 15, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ 090110191

Κατά

  1. Του Σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων» που εδρεύει στην Αθήνα, Διδότου 26, και εκπροσωπείται μόνιμα
  2. Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, Βενιζέλου 64, και εκπροσωπείται νόμιμα

Για τη διατήρηση του κύρους

Της υπ’ αριθμόν ΥΠΕΝ/ ΔΠΔ/ 64663/ 3.7.2020 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Καθορισμός των διοικητικών πράξεων, των λοιπών πρόσφορων στοιχείων, των τεχνικών προδιαγραφών και της διαδικασίας για την αυτεπάγγελτη αναμόρφωση και κατάρτιση των δασικών χαρτών κατά το άρθρο 48 του ν. 4685/2020 (Α’ 92)» (Β’ 2773)

(Ολομέλεια Εισηγητής: κος. Ντουχάνης Βοηθός εισηγήτρια: κα. Μπάκαβου)

Περίληψη τιθεμένων νομικών ζητημάτων (19 παρ. 2 π.δ. 18/1989):

Εξουσιοδοτικό έρεισμα προσβαλλομένης αποφάσεως – έννοια γνώμης/ εισήγησης/ διοικητικού οργάνου – επιτάχυνση διαδικασίας ορθής καταγραφής των δασικών εκτάσεων – αξιοποίηση πληροφοριακών εγγράφων της διοικήσεως για ακίνητα που ευρίσκονται σε περιοχές βιομηχανικής-βιοτεχνικής χρήσεως, όπως έχουν ορισθεί με ΖΟΕ – αξιοποίηση αποφάσεων επιτροπών απαλλοτριώσεων για να διαπιστωθεί η νομιμότητα της επέμβασης που οδήγησε σε απώλεια του δασικού χαρακτήρα – δικαιολογητικά που σχετίζονται με εξαίρεση έκτασης, για την οποία έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια προ του 1975 ή μετά το 1975, έστω και μη υλοποιηθείσα – αξιοποίηση ψηφιακού αρχείου ΟΠΕΚΕΠΕ για τη διαπίστωση της διατήρησης της αγροτικής χρήσης – αξιοποίηση ψηφιακού αρχείου ΑΓΡΟΓΗΣ για αποτύπωση διοικητικών πράξεων της παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 – συνολική ανάρτηση αναμορφωμένων δασικών χαρτών.

Οι καθ’ ων η παρούσα – αιτούντες φορείς ζήτησαν, με την υπ’ αριθμόν Ε1998/2020 αίτησή τους ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, την ακύρωση της υπ’ αριθμόν ΥΠΕΝ/ ΔΠΔ/ 64663/ 3.7.2020 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η συζήτηση της παραπάνω αιτήσεως έχει προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 4ης Δεκεμβρίου 2020. Ως δευτεροβάθμιο σωματείο – Ομοσπονδία με καταστατικό σκοπό την προστασία της ιδιοκτησίας, παρεμβαίνουμε με έννομο συμφέρον υπέρ της διατήρησης του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως και ζητούμε την απόρριψη της αιτήσεως αναστολής για τους λόγους που θα αναλύσουμε στη συνέχεια.

Α. Έννομο συμφέρον παρεμβαίνουσας Ομοσπονδίας: η προσβαλλομένη πράξη προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και, κατά τούτο, το Σωματείο μας έχει έννομο συμφέρον για τη διατήρηση του κύρους της

Μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4685/2020, η διαδικασία για την κατάρτιση των δασικών χαρτών γινόταν με τρόπο που καταφανώς παραβίαζε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, που προστατεύεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος και από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, η Διοίκηση αγνοούσε, κατά την κατάρτιση των δασικών χαρτών, πράξεις του ίδιου του Κράτους, με τις οποίες παραχωρούντο ιδιοκτησιακά δικαιώματα παράλληλα με δικαιώματα χρήσεως (αγροτικής, κατά κύριο λόγο, και στη συνέχεια οικιστικής, βιομηχανικής, τουριστικής κ.λπ.) σε πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, ιδιοκτήτες που είχαν αποκτήσει τα ακίνητά τους με μια μακρά σειρά νόμιμων τίτλων, η οποία τελικώς αναγόταν σε πράξη της Διοικήσεως, έβρισκαν τα ακίνητά τους εντός των περιγραμμάτων των δασικών χαρτών, με αποτέλεσμα αυτά να βαρύνονται από τις δεσμεύσεις της δασικής νομοθεσίας: αφ’ ενός έπρεπε να αντικρούσουν ενώπιον διοικητικών και δικαστικών αρχών το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί των δασών και των δασικών εκτάσεων (άρθρο 62 ν. 998/1979) και, αφ’ ετέρου, είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την περιουσία τους μόνο για τους σκοπούς και με τη διαδικασία που προβλέπει το Κεφάλαιο Έκτο του ν. 998/1979 (άρθρα 45-61).

Το άρθρο 48 του ν. 4685/2020 και η προσβαλλομένη απόφαση, που το εφαρμόζει, προβλέπουν ότι η Διοίκηση εφ’ εξής θα δεσμεύεται από τις προγενέστερες πράξεις της, οι οποίες χορήγησαν νόμιμο δικαίωμα επέμβασης στους ιδιοκτήτες των δασών και των δασικών εκτάσεων και παρεχώρησαν τίτλους ιδιοκτησίας. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι προφανές ότι προστατεύουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας κατά τρόπο αποτελεσματικό και η ακύρωσή τους θα έθετε πολλά ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πολιτών εν αμφιβόλω.

Το Σωματείο μας ιδρύθηκε το 1982 ως δευτεροβάθμιο όργανο, με μέλη του όλα τα σωματεία ιδιοκτητών ακινήτων της χώρας και αναγνωρίσθηκε με τις αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπ’ αριθμούς 386/1983 και 31.001/1997, και είναι καταχωρημένο στα Βιβλία Αναγνωρισμένων Σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό 331/13.11.1997. Σκοπό του έχει την προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του Σωματείου μας, «Σκοπός της Π.ΟΜ.ΙΔ.Α. είναι η περιφρούρηση του θεσμού της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα και η προστασία και υποστήριξη των δικαίων και συμφερόντων των ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας ολόκληρης της χώρας και του Απόδημου Ελληνισμού». Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, «Μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι … Η νόμιμη εκπροσώπηση όλων των ιδιοκτητών ακινήτων κάθε είδους στην Ελλάδα, ενώπιον κάθε αρχής, Εθνικού ή Διεθνούς Δικαστηρίου».

Η Ομοσπονδία μας είναι αναγνωρισμένη από την Πολιτεία με σειρά νομοθετικών και άλλων πράξεων ως μοναδικός θεσμικός εκπρόσωπος των ιδιοκτητών ακινήτων της χώρας και του Απόδημου Ελληνισμού, ενδεικτικά ως μέλος του Εθνικού Συμβουλίου κατά της Φοροδιαφυγής (ν. 3610/2007), ως εκπρόσωπος των εκμισθωτών ακινήτων στις Επιτροπές Διακανονισμού Εμπορικών Μισθώσεων (ν. 4013/2011), ως μέλος νομοπαρασκευαστικών επιτροπών επί θεμάτων ακίνητης περιουσίας και συνομιλητής όλων των κυβερνήσεων για τα θέματα αυτά. Επιπλέον, η Ομοσπονδία μας εκπροσωπεί και διεθνώς τους ιδιοκτήτες ακινήτων της χώρας μας, όντας ηγετικό μέλος της Union Internationale de la Propriété Immobilière (Διεθνούς Ενώσεως Ιδιοκτητών Ακινήτων – UIPI) που ιδρύθηκε το 1923 στο Παρίσι και εδρεύει σήμερα στις Βρυξέλλες, και η οποία από το 2004 προεδρεύεται συνεχώς από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας μας.

Είναι πρόδηλο, επομένως, ότι έχουμε έννομο συμφέρον αλλά και δικαίωμα να παρέμβουμε για να διατηρηθεί το κύρος της προσβαλλομένης πράξεως, καθώς,  εκπροσωπώντας νομίμως τους ιδιοκτήτες ακινήτων ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, διά της παρεμβάσεως αυτής επιδιώκουμε την περιφρούρηση του θεσμού της ιδιοκτησίας.

Β. Αντίκρουση των λόγων ακυρώσεως

Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλουν οι αιτούντες φορείς έχουν ως κεντρικό άξονά τους ότι η προσβαλλομένη απόφαση οδηγεί σε αποχαρακτηρισμούς εκτάσεων που θα έπρεπε να θεωρείται ότι προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία και ότι επιβραδύνει τη διαδικασία τελικής κύρωσης των δασικών χαρτών και, εν τέλει, συντάξεως του Δασολογίου. Εν τούτοις, όπως προκύπτει από το κείμενο τόσο του άρθρου 48 ν. 4685/2020, όσο και από την προσβαλλομένη υπουργική απόφαση, δι’ αυτών σκοπείται η ακριβέστερη αποτύπωση των εκτάσεων που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία και η διασφάλιση, αντιστοίχως, των εκτάσεων που δεν εμπίπτουν σ’ αυτήν, οδηγώντας κατ’ αποτέλεσμα σε ταχύτερη εκπλήρωση των σχετικών συνταγματικών επιταγών. Για το λόγο αυτό, όπως αναλύεται στη συνέχεια, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

  1. Η προσβαλλομένη ευρίσκει αυτοτελές και επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα στη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 48 ν. 4685/2020, ενώ η κοινή εισήγηση της παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010 δεν έχει το χαρακτήρα της γνώμης του άρθρου 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και η παράλειψή της δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. Ι αρ. 1)

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως οι αιτούντες φορείς προβάλλουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για παράβαση ουσιώδους τύπου. Ειδικότερα, προβάλλουν ότι η προσβαλλομένη, η οποία στο προοίμιό της επικαλείται ως εξουσιοδοτικό της έρεισμα τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010, δεν έχει εκδοθεί κατόπιν «της κοινής εισήγησης της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της εταιρείας Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε.», που προβλέπει η παραπάνω διάταξη. Η παράλειψη αυτή, σε συνδυασμό με τον τεχνικό χαρακτήρα κρίσιμου μέρους των προβλέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωσή της.

Ωστόσο, η προσβαλλομένη απόφαση επικαλείται ως εξουσιοδοτικό της έρεισμα όχι μόνο την παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010, αλλά και τη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 48 ν. 4685/2020. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή:

«11. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας δύναται να καθορίζεται κάθε σχετική αναγκαία λεπτομέρεια [ενν. για την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 10 του ίδιου άρθρου] και ιδίως να απαριθμούνται ενδεικτικά τα πρόσφορα στοιχεία και οι διοικητικές πράξεις της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 6 και της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την αυτεπάγγελτη αναμόρφωση των δασικών χαρτών. Με την ίδια ή όμοια απόφαση δύναται επίσης να παρατείνεται η προθεσμία της παραγράφου 10».

Το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως δέχονται και οι αιτούντες, πράγματι καθορίζει λεπτομέρειες για την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020: καθορίζει τις διοικητικές πράξεις που θα ληφθούν υπ’ όψει για την αναμόρφωση των δασικών χαρτών, σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020, καθώς και τις σχετικές τεχνικές λεπτομέρειες. Αυτό προκύπτει και από τον τίτλο της προσβαλλομένης αποφάσεως: «Καθορισμός των διοικητικών πράξεων, των λοιπών πρόσφορων στοιχείων, των τεχνικών προδιαγραφών και της διαδικασίας για την αυτεπάγγελτη αναμόρφωση και κατάρτιση των δασικών χαρτών κατά το άρθρο 48 του ν. 4685/2020», όπου γίνεται και ρητή αναφορά στο άρθρο 48 ν. 4685/2020. Άλλωστε, ούτε οι αιτούντες προβάλλουν ότι η προσβαλλομένη περιέχει ρυθμίσεις για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα πέραν των όσων προβλέπονται στην παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020. Επομένως, η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 παρέχει επαρκές -και αυτοτελές- εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έτσι, ακόμη κι εάν η παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010 καθόριζε κάποιον ουσιώδη τύπο που δεν τηρήθηκε κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, η τελευταία παραμένει ισχυρή, καθ’ όσον εκδόθηκε κατά την ενάσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητες που προβλέφθηκε αυτοτελώς με την παρ. 11 του άρθρου 48 ν. 4685/2020.

Πέραν των παραπάνω, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η κοινή εισήγηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010 δεν αποτελεί ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής αποφάσεως που προβλέπεται στο άρθρο αυτό. Οι αιτούντες εσφαλμένα υπολαμβάνουν ότι η «κοινή εισήγηση» που προβλέπει η διάταξη αυτή ισοδυναμεί με γνώμη του άρθρου 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999). Το άρθρο 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας περιέχει τις έννοιες της γνώμης, της σύμφωνης γνώμης και της πρότασης ως αυτοτελών διοικητικών πράξεων, μη εκτελεστών – πρόκειται για πράξεις οι οποίες, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, «όργανα». Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά γνώμη ή πρόταση μια ενέργεια, η οποία δεν εκπορεύεται  από όργανο. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κοινή εισήγηση μιας οργανικής μονάδας (γενικής διεύθυνσης) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (στο οποίο έχει μετεξελιχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4512/2018, η ΕΚΧΑ Α.Ε.) συνιστά διοικητική πράξη ή ότι η σύμπραξη δύο ετερόκλητων φορέων (οργανικής μονάδας και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) συνιστά όργανο, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης. Συνεπώς, η «κοινή εισήγηση» της παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010 δεν μπορεί να συνιστά γνώμη, κατά την έννοια του άρθρου 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

Επιπλέον, η κοινή εισήγηση δεν καθορίζεται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, καθ’ όσον δεν απαγγέλλεται ρητώς ή εμμέσως ακυρότητα από τον νόμο, σε περίπτωση παράλειψης αυτής της κοινής εισήγησης,  ούτε προκύπτει τέτοια βούληση του νομοθέτη από την αιτιολογική έκθεση του νόμου. Όπως και οι αιτούντες φορείς συνομολογούν, η κοινή εισήγηση έχει ως σκοπό την άντληση, από τον Υπουργό, τεχνικής φύσεως πληροφοριών, οι οποίες θα οδηγήσουν στη σύνταξη μιας τεχνικώς άρτιας κανονιστικής πράξεως. Καταγράφεται, δηλαδή, μια εσωτερική, προπαρασκευαστική διαδικασία για τη Διοίκηση. Δεν παρέχεται δι’ αυτής κάποιο δικαίωμα στον διοικούμενο, όπως η δυνατότητα προβολής των απόψεών του (όπως στην «εισήγηση» των παρ. 4 και 5 του άρθρου 6 ν. 3028/2002), δεδομένου μάλιστα ότι με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010 παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικής πράξεως και δεν χορηγείται αρμοδιότητα για την έκδοση ατομικής διοικητικής πράξεως (οπότε και η όποια εισήγηση θα ήταν, ενδεχομένως, στοιχείο της αιτιολογίας της).

Σημειώνεται ότι η προσβαλλομένη πράξη έχει εκδοθεί μετά από εισήγηση της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος, χωρίς όμως συμμετοχή του ν.π.δ.δ. Εθνικό Κτηματολόγιο. Οι αιτούντες, όμως, δεν παραπονούνται για κάποια συγκεκριμένη τεχνική έλλειψη ή κάποιο τεχνικό σφάλμα στην προσβαλλομένη, πολύ δε περισσότερο κάποιο σφάλμα, το οποίο να συνδέεται με την παράλειψη συμμετοχής του Εθνικού Κτηματολογίου στην εισήγηση. Συνεπώς, παρά τα όσα προβάλλουν, η κοινή εισήγηση της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης και του Εθνικού Κτηματολογίου καθορίζεται ως μια επιθυμητή διοικητική διαδικασία και όχι ως ουσιώδης τύπος από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 21 ν. 3889/2010 και η φερόμενη παράλειψή της δεν προκαλεί κάποια βλάβη, που θα οδηγούσε στην ακυρότητα της προσβαλλομένης πράξεως.

  1. Η προσβαλλομένη οδηγεί στην ταχεία ολοκλήρωση της ακριβούς καταγραφής των δασών και δασικών εκτάσεων σε δασικούς χάρτες (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. Ι αρ. 2)

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως οι αιτούντες φορείς προβάλλουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση θα έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική καθυστέρηση στη διαδικασία ολοκλήρωσης των δασικών χαρτών. Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με την αίτηση, παραβιάζεται η συνταγματική υποχρέωση για σύνταξη δασολογίου, η οποία ήδη έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα, όπως έχει δεχθεί και το Δικαστήριό Σας κατ’ επανάληψιν. Επίσης, οι αιτούντες προβάλλουν ότι παραβιάζεται το «δασικό κεκτημένο», καθ’ όσον θα χαρακτηρίζονται ως μη δασικές κάποιες εκτάσεις που σήμερα περιλαμβάνονται στους αναρτημένους και κυρωμένους δασικούς χάρτες.

Όμως το Δικαστήριό Σας έχει τονίσει κατ’ επανάληψιν, ακόμη και στις αποφάσεις που επικαλούνται οι αιτούντες φορείς, ότι η ταχεία κατάρτιση των δασικών χαρτών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ότι δι’ αυτής επιδιώκεται η ακριβής, κατά το δυνατόν, απογραφή/ αποτύπωση των δασών και των δασικών εκτάσεων. Έτσι, στην υπ’ αριθμόν 2818/1997 απόφαση του Δικαστηρίου Σας που επικαλούνται οι αιτούντες αναφέρεται:

«7. … Πράγματι δε, η ακριβής γνώση του προστατευτέου αγαθού είναι αυτονόητος όρος για τη λήψη προστατευτικών μέτρων και την αποτελεσματικότητά των. Έτσι, η έγκυρη απογραφή του δασικού κεφαλαίου με ένα συστηματικό τρόπο, σύμφωνα με τους κανόνες της δασικής επιστήμης και της τεχνικής και η συνακόλουθη δεσμευτικότητά της τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τους διοικούμενος αποκόπτει από τη ρίζα κάθε αμφισβήτηση σχετικά με τον χαρακτήρα μιας έκτασης ως δάσους, δασικής ή μη, …»

Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι η κατάρτιση των δασικών χαρτών αποσκοπεί στην ακριβή γνώση των δασικών εκτάσεων. Για το λόγο αυτό και απαιτεί η απογραφή του δασικού πλούτου να είναι έγκυρη, ώστε η δεσμευτικότητα των δασικών χαρτών να μπορεί να αντιτάσσεται και εναντίον των διοικουμένων.

Στο απόσπασμα της υπ’ αριθμόν 806/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου Σας που παρατίθεται στην αίτηση ακυρώσεως, τονίζεται με έντονη γραφή το παρακάτω απόσπασμα:

«… Ως βασική συνιστώσα της προστασίας αυτής ανήχθη, διά των διατάξεων του αναθεωρημένου Συντάγματος, η σύνταξη και τήρηση του δασολογίου της χώρας, στο οποίο θα αποτυπώνονται κατά τρόπο ακριβή και οριστικό οι δασικές εκτάσεις της χώρας.»

Και στο απόσπασμα αυτό τονίζεται ότι η τελική αποτύπωση των εκτάσεων που διέπονται από τη δασική νομοθεσία πρέπει να είναι οριστική και ακριβής. Τα στοιχεία αυτά είναι εξίσου σοβαρά με την ταχύτητα στην ολοκλήρωση της διαδικασίας σύνταξης των δασικών χαρτών.

Αντίστοιχη διατύπωση υπάρχει και στο απόσπασμα της υπ’ αριθμόν 2236/2018 αποφάσεως του Δικαστηρίου Σας που επικαλούνται οι αιτούντες φορείς:

«… βασική δε συνιστώσα της προστασίας αυτής συνιστά, ήδη κατά ρητή συνταγματική επιταγή, η σύνταξη και τήρηση του Δασολογίου της χώρας, στο οποίο θα αποτυπώνονται με ακρίβεια τα δάση και οι δασικές εκτάσεις (ΣτΕ 1203/2017 επταμ., 805/2016 επταμ.) και, με τον τρόπο αυτό, θα αποσαφηνίζεται το αντικείμενο της εν λόγω αυξημένης προστασίας. … είναι επιβεβλημένος … ο προηγούμενος ακριβής εντοπισμός των δασών και δασικών εκτάσεων στο σύνολο του εθνικού χώρου και η αξιόπιστη και συστηματική καταγραφή τους, δηλαδή η κατάρτιση δασικών χαρτών … η πλήρης και αξιόπιστη χαρτογράφηση των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, πέραν της ιδιαίτερης σημασίας της ως προϋποθέσεως για την υλοποίηση της αυτοτελούς συνταγματικής επιταγής για την κατάρτιση του Δασολογίου, αποτελεί αναγκαία νομική προϋπόθεση και για την εκπλήρωση της δέσμης σκοπών δημοσίου συμφέροντος …».

Ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου Σας, η υπ’ αριθμόν 881/2019, έχει την εξής διατύπωση:

«7. … Ειδικώς δε τα δημόσια δάση αποτελούν δημόσια αγαθά είτε ως κοινόχρηστα, οπότε η χρήση τους από το κοινό είναι, κατά βάση, ελεύθερη, είτε ως ιδιόχρηστα (ΣτΕ 1203/2017 επταμ., 805/2016 επταμ., πρβλ. 2959/2006 επταμ., 2855/2003 Ολομ. κ.ά., Α.Π. 1417/2010, 1453/2010). Για την προστασία, ειδικότερα, του αγαθού αυτού, ο συνταγματικός νομοθέτης επιβάλλει, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, στον κοινό νομοθέτη, αλλά και την Διοίκηση, να λαμβάνουν όλα τα πρόσφορα και αναγκαία, προληπτικά ή κατασταλτικά, νομοθετικά, κανονιστικά και ατομικά μέτρα, που να διασφαλίζουν την αποτελεσματική του προστασία και την αέναη διατήρησή του, βασική δε συνιστώσα της προστασίας αυτής συνιστά, ήδη κατά ρητή συνταγματική επιταγή, η σύνταξη και τήρηση του Δασολογίου της χώρας. Σε αυτό θα αποτυπώνονται με ακρίβεια τα δάση και οι δασικές εκτάσεις (ΣτΕ 1203/2017 επταμ., 805/2016 επταμ.) και, με τον τρόπο αυτό, θα αποσαφηνίζεται το αντικείμενο της αυξημένης συνταγματικής προστασίας …».

Και από τα αποσπάσματα αυτά προκύπτει ότι η σύνταξη του δασολογίου (και η προηγούμενη κατάρτιση των δασικών χαρτών) αποσκοπεί στην ακριβή, πλήρη και αξιόπιστη χαρτογράφηση των εκτάσεων που έχουν δασικό χαρακτήρα. Συνάγεται και το συμπέρασμα ότι η ταχεία κατάρτιση και κύρωση των δασικών χαρτών, όταν αυτοί στερούνται εγκυρότητας, ακρίβειας και αξιοπιστίας, δεν οδηγεί στην εκπλήρωση της συνταγματικής υποχρεώσεως για κατάρτιση δασολογίου ούτε των λοιπών σκοπών δημοσίου συμφέροντος που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος και συνδέονται με την κατάρτιση και τη λειτουργία του δασολογίου κι την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων.

Βασικό στοιχείο στη διαπίστωση του δασικού ή μη χαρακτήρα μιας έκτασης είναι το ενδεχόμενο η έκταση αυτή να έχει απωλέσει το δασικό της χαρακτήρα με νόμιμο τρόπο πριν το 1975. Το Δικαστήριό Σας έχει κρίνει, με πολλές αποφάσεις του, ότι η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με την απώλεια του δασικού χαρακτήρα μιας έκτασης, κατόπιν νόμιμης διοικητικής πράξης, είναι άξια προστασίας. Στην υπ’ αριθμόν 1573/2002 απόφαση, στην οποία γίνεται επανειλημμένη παραπομπή από μεταγενέστερες αποφάσεις, το Δικαστήριό Σας δέχθηκε:

«7. … Αν όμως το δάσος ή οι δασικές εκτάσεις έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα όχι κατόπιν αυθαίρετης και παράνομης ανθρώπινης ενέργειας, αλλά για κάποια νόμιμη αιτία, τότε δεν είναι δυνατή η ανατροπή της νομίμως δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως και με αυτή την έννοια η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου εκτάσεις, οι οποίες νομίμως έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν από την 11η Ιουνίου 1975, με βάση διοικητικές πράξεις, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με πράξη του Δασάρχη ως δάση ή δασικές εκτάσεις …».

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι οι δασικοί χάρτες καταρτίζονται κατά τρόπο σύμφωνο με τις συνταγματικές επιταγές του άρθρου 24, όταν αποτυπώνουν με ακρίβεια τις εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία και εξαιρούν αυτές, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, επειδή απώλεσαν το χαρακτήρα αυτό μετά από νόμιμη πράξη της Διοικήσεως πριν από το 1975. Όμως η κατάρτιση των δασικών χαρτών, όπως γινόταν μέχρι να τεθεί σε ισχύ ο ν. 4685/2020, σε πολλές περιπτώσεις δεν εξαίρεσε από τους δασικούς χάρτες εκτάσεις, οι οποίες είχαν απωλέσει νομίμως το δασικό τους χαρακτήρα, με αποτέλεσμα η διαδικασία να οδηγεί σε εσφαλμένους κατά περιεχόμενο χάρτες και σε αντίστοιχη προσβολή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των ιδιοκτητών των εκτάσεων αυτών. Για το λόγο αυτό και ήταν επιβεβλημένη η συνολική αναμόρφωση των δασικών χαρτών, ακόμη και αυτών που είχαν ήδη κυρωθεί.

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κύρωση ενός δασικού χάρτη δεν σήμαινε, ακόμη και πριν από τη δημοσίευση του ν. 4685/2020, ότι αυτός δεν μπορούσε στη συνέχεια να αναμορφωθεί. Η δυνατότητα για αναμόρφωση του δασικού χάρτη προβλεπόταν ήδη από την αρχική διατύπωση του άρθρου 20 ν. 3889/2010, είτε με σκοπό τη συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση, είτε για να προστεθούν στον δασικό χάρτη νέες περιοχές που δασώθηκαν. Ήδη όμως με την τροποποίηση του άρθρου 20 ν. 3889/2010, η οποία επήλθε με την παρ. 8 του άρθρου 153 του ν. 4389/2016, προβλέφθηκε η δυνατότητα να αναμορφωθεί ο δασικός χάρτης, προκειμένου να ληφθούν υπ’ όψει διοικητικές πράξεις, οι οποίες δεν είχαν αποτυπωθεί σ’ αυτόν, δηλαδή προβλέφθηκε η δυνατότητα να αφαιρούνται από τους δασικούς χάρτες εκτάσεις, οι οποίες εσφαλμένα είχαν αποτυπωθεί ως δασικές, ενώ είχαν απωλέσει αυτή την ιδιότητα βάσει των διοικητικών πράξεων που δεν είχαν ληφθεί υπ‘ όψει κατά την αρχική κατάρτιση των δασικών χαρτών. Η εισηγητική έκθεση του ν. 4389/2010 (στο σημείο που αναφέρεται στην τροποποίηση του άρθρου 20 ν. 3889/2010) είναι πολύ χαρακτηριστική, σε σχέση με τις παραλειφθείσες διοικητικές πράξεις:

«Επιπλέον, υπάρχει το ενδεχόμενο, κατά την κατάρτιση του δασικού χάρτη, να μην έχουν συμπεριληφθεί σ’ αυτόν εν ισχύ πράξεις της Διοίκησης (όπως τελεσίδικες πράξεις χαρακτηρισμού, αποφάσεις κήρυξης εκτάσεων ως αναδασωτέων, σχέδια πόλης, κλήροι κ.λ.π.) λόγω μη αποστολής τους από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες (πολεοδομικές υπηρεσίες, δασαρχεία κ.λ.π.), με αποτέλεσμα την μη απεικόνιση των ως άνω στοιχείων στους δασικούς χάρτες, κατά την ανάρτησή τους, αλλά και μετά την κύρωσή τους, κατά το τμήμα αυτών, ως προς το οποίο δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις. Με την προτεινόμενη ρύθμιση περί αναμόρφωσης του δασικού χάρτη μετά την κύρωση του, παρέχεται η δυνατότητα περιέλευσης των ως άνω στοιχείων σε αυτόν, κατόπιν προσκομίσεως τους από τους ενδιαφερόμενους πολίτες ή αποστολής τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες, είτε στο στάδιο της ανάρτησης, είτε καθ’ ο χρόνο λειτουργεί η ΕΠ.Ε.Α. για την εξέταση των υποβληθεισών αντιρρήσεων στο υπόλοιπο (μη κυρωμένο) τμήμα του δασικού χάρτη».

Ήδη, δηλαδή, από το 2016 είχε διαγνωσθεί ότι η διαδικασία κατάρτισης των δασικών χαρτών παρουσίαζε το πρόβλημα που αναφέρθηκε αμέσως πιο πάνω και επέβαλε την αναμόρφωσή τους: ότι, κατά την κατάρτισή τους, δεν λαμβάνονταν υπ’ όψει διοικητικές πράξεις, από τις οποίες θα προέκυπτε εάν κάποιες εκτάσεις είχαν δασικό χαρακτήρα ή όχι. Αυτό, σύμφωνα με το προπαρατεθέν απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης, ωφείλετο στην παράλειψη αποστολής των διοικητικών πράξεων από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Ήταν, επομένως, επιβεβλημένο να καταλείπεται ένα περιθώριο αναμόρφωσης των δασικών χαρτών ακόμη και μετά την κύρωσή τους, λόγω δυσλειτουργιών των υπηρεσιών.

Το πρόβλημα αυτό αναγνωρίσθηκε από τη Διοίκηση και με την υπ’ αριθμόν 153393/ 918/ 12.4.2017 εγκύκλιο με θέμα: «Οδηγίες για περιοχές τού αναρτημένου δασικού χάρτη με ισχύουσες πράξεις τής διοίκησης», την οποία εξέδωσε ο προϊστάμενος της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Δασοπεριβάλλοντος. Η εγκύκλιος αυτή αναρτήθηκε στο σύστημα «Διαύγεια» με αριθμό ανάρτησης 6ΔΜ04653Π8-ΦΧΒ και, με τον τρόπο αυτό, έγινε ευρέως γνωστή. Στην εγκύκλιο αυτή αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«[…] Συνεπώς, σε εκτάσεις που παρουσιάζονται ως δασικές στην παλαιά κατάσταση και μη δασικές στην πρόσφατη (ΔΑ), οι οποίες αποτελούν οριστικά παραχωρητήρια, διανομές και αναδασμούς της αγροτικής νομοθεσίας, τελούν σε καθεστώς νόμιμης αλλαγής χρήσης ή αλλαγής του χαρακτήρα τους με τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας, όπως ισχύουν εν συνδυασμό με τις δασικές διατάξεις, δεν υφίσταται υποχρέωση, ούτε ανάγκη για υποβολή αντιρρήσεων, αφού δεν υπάρχει αντικείμενο ανατροπής του περιεχομένου του δασικού χάρτη, ο οποίος έχει καταγράψει πραγματική κατάσταση (α/φ έτους 1945), που δικαιολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής και αγροτικής νομοθεσίας.

Όλα τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο στοιχεία και πληροφορίες, θα καταχωριστούν, σε δεύτερο χρόνο, στο δασικό χάρτη μετά την ολοκλήρωση τής συλλογής τους, που θα προκύψει είτε από την υπόδειξή τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες είτε από τον ολοκληρωμένο χειρισμό αυτού κατά την κατάρτιση του Δασολογίου».

Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτουν δύο σημαντικά στοιχεία: α. η Διοίκηση αναγνωρίζει ότι οι δασικοί χάρτες που καταρτίζονται είναι εσφαλμένοι (στο βαθμό που έχουν καταρτισθεί χωρίς να λάβουν υπ’ όψει τους διοικητικές πράξεις που οδηγούν σε απώλεια του δασικού χαρακτήρα μιας έκτασης όπως οριστικά παραχωρητήρια, διανομές της αγροτικής νομοθεσίας και αναδασμοί) και β. η Διοίκηση υπόσχεται στους ενδιαφερομένους ότι θα προχωρήσει στην αυτεπάγγελτη αναμόρφωση των δασικών χαρτών, λαμβάνοντας υπ’ όψει αυτή τη φορά τις παραλειφθείσες πράξεις. Μάλιστα, προτρέπει τους ενδιαφερομένους να μην ασκήσουν αντιρρήσεις, εν όψει αυτής της υπόσχεσης.

Από το συνδυασμό της εισηγητικής έκθεσης του ν. 4389/2016, στο σημείο που αναφέρεται στην τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 20 ν. 3889/2010, και της παραπάνω εγκυκλίου, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι κυρωμένοι δασικοί χάρτες δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, καθώς περιλαμβάνουν και εκτάσεις που δεν διέπονται από τη δασική νομοθεσία, και χρήζουν αναμόρφωσης. Άλλωστε, τα σφάλματα αυτά έχουν οδηγήσει στην υποβολή 170.000 αντιρρήσεων κατά των αναρτημένων δασικών χαρτών, σύμφωνα με δημοσιεύματα. Επίσης, έχουν οδηγήσει στην υποβολή δεκάδων χιλιάδων αιτήσεων για τη διόρθωση προδήλων σφαλμάτων, τα οποία πρέπει (σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 1411/2019 απόφαση του Δικαστηρίου Σας) να εξετασθούν ως αντιρρήσεις, επιπλέον των παραπάνω. Σ’ αυτά, για να δοθεί μια εικόνα για τον αριθμό των παραλείψεων των αναρτημένων και κυρωμένων δασικών χαρτών, πρέπει να συνεκτιμηθεί και ο αριθμός των ενδιαφερομένων που δεν προέβαλαν αντιρρήσεις, ακολουθώντας την προτροπή και βασιζόμενοι στην υπόσχεση της προμνησθείσας εγκυκλίου.

Από τα παραπάνω προκύπτει για ποιο λόγο καθίσταται επιβεβλημένη η ταχεία και αυτεπάγγελτη αναμόρφωση των ήδη κυρωθέντων δασικών χαρτών, η οποία νομοθετήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 και εκτελείται δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για τους παραπάνω λόγους προκύπτει και η αβασιμότητα του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, καθώς:

α. Η αυτεπάγγελτη αναμόρφωση του συνόλου των δασικών χαρτών θα φέρει ταχύτερη ολοκλήρωση της διαδικασίας για πλήρη, αξιόπιστη και ακριβή αποτύπωση των εκτάσεων που διέπονται από τη δασική νομοθεσία, σύμφωνα με τη σχετική συνταγματική επιταγή, και

β. Η αναμόρφωση δεν παραβιάζει κάποιο δασικό κεκτημένο, καθ’ όσον δι’ αυτής θα διορθωθούν οι δασικοί χάρτες ως προς εκτάσεις που, κατά το νόμο και τη νομολογία του Δικαστηρίου Σας, δεν διέπονται από τη δασική νομοθεσία.

Ειδικά σε σχέση με το ενδεχόμενο καθυστερήσεων, λόγω υποβολής νέων αντιρρήσεων, που προβάλλεται στην αίτηση ακυρώσεως, πρέπει να παρατηρηθoύν τα εξής: παράλληλα με τις νέες αντιρρήσεις που ενδεχομένως θα υποβληθούν, ένας πολύ μεγάλος αριθμός των εκκρεμουσών 170.000 αντιρρήσεων θα καταστεί άνευ αντικειμένου μετά την αναμόρφωση των δασικών χαρτών. Επειδή η αναμόρφωση θα αφορά μόνο τη συμπερίληψη διοικητικών πράξεων της περ. ζ’ της παρ. 6, καθώς και της παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979, οι νέες αντιρρήσεις αναμένεται να είναι πολύ λίγες, ενώ οι εκκρεμείς που θα καταστούν άνευ αντικειμένου θα είναι πολύ περισσότερες – οι τελευταίες, μάλιστα, δεν θα εξετασθούν, κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 12 του άρθρου 48 ν. 4685/2020. Συνεπώς, η διαδικασία συνολικής αυτεπάγγελτης αναμόρφωσης των δασικών χαρτών που προβλέπεται στην παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 και στην προσβαλλομένη απόφαση θα οδηγήσει στην ταχύτερη και ακριβέστερη αποτύπωση των εκτάσεων που διέπονται από τη δασική νομοθεσία, αντίθετα με όσα προβάλλουν οι αιτούντες φορείς.

  1. Δεν μπορούν να διέπονται από τη δασική νομοθεσία γήπεδα που εμπίπτουν σε περιοχές βιομηχανικής ή βιοτεχνικής χρήσης, όπως αυτές έχουν ορισθεί σε προεδρικό διάταγμα καθορισμού ζώνης οικιστικού ελέγχου (ΖΟΕ), όταν επ’ αυτών ευρίσκονται και λειτουργούν βιομηχανικές ή βιοτεχνικές μονάδες μετά από άδεια της Διοικήσεως, κατά την έκδοση της οποίας βεβαιώθηκε από τη δασική υπηρεσία ή τον Δασάρχη ο μη δασικός χαρακτήρας των γηπέδων (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 1)

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως πλήττεται η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 1 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, στο βαθμό που ζητείται ως δικαιολογητικό η βεβαίωση ή άλλο έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα του αρμοδίου Δασάρχη ή της Διεύθυνσης Δασών, ότι τα ακίνητα επί των οποίων είναι εγκατεστημένη μία επιχείρηση δεν είναι δασικά. Κατά της διάταξης αυτής διατυπώνονται δύο ειδικότερα παράπονα: α. ότι αξιοποιεί πληροφοριακά έγγραφα, χωρίς να εξετάζει εάν αυτά έχουν εκδοθεί με τη διαδικασία και τις προβλέψεις δημοσιότητας του άρθρου 14 του ν. 998/1979 (κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου Σας) και β. ότι δεν γίνεται διάκριση, από την οποία να προκύπτει εάν ο δασικός χαρακτήρας της επίμαχης έκτασης απωλέσθη πριν ή μετά την 11 Ιουνίου 1975.

Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, ο συγκεκριμένος λόγος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως: τα δικαιολογητικά της παρ. 5 του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ζητούνται, ώστε ν’ αποδειχθεί η ύπαρξη διοικητικής πράξεως, δυνάμει της οποίας απωλέσθη ο δασικός χαρακτήρας της εκτάσεως νομίμως πριν την 11.6.1975, δεν πρόκειται, δηλαδή, για εφαρμογή της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979, Τα δικαιολογητικά αυτά ζητούνται για την απόδειξη των προϋποθέσεων της περ. ζ’ της παρ. 6 του άρθρου 3 του  ν. 998/1979 και, ειδικότερα, της νόμιμης λειτουργίας μιας επιχείρησης σε ζώνη που έχει θεσμοθετηθεί ως ζώνη βιομηχανικής/ βιοτεχνικής χρήσεως με διάταγμα που καθιερώνει Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (άρθρο 29 ν. 1337/1983). Σε σχέση με το έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα που ζητείται, αυτό δεν υποκαθιστά τη διαδικασία χαρακτηρισμού του άρθρου 14 ν. 998/1979 και δεν οδηγεί αυτοτελώς στην κρίση για τη συμπερίληψη ή μη μιας έκτασης στους δασικούς χάρτες, αλλά ζητείται ως επιπλέον διαβεβαίωση ότι για την αδειοδότηση μιας επιχείρησης ή για τη λήψη της οικοδομικής άδειας (πέρα από τη συμπερίληψη σε περιοχή βιοτεχνικής ή βιομηχανικής χρήσης της ΖΟΕ) εξετάσθηκε από τη Διοίκηση και ο δασικός ή μη χαρακτήρας του γηπέδου, επί του οποίου ευρίσκεται και λειτουργεί η επιχείρηση..

Η προσθήκη που έγινε με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 στη διάταξη της περ. ζ’ της παρ. 6 του άρθρου 998/1979, η οποία υλοποιείται με την παρ. 5 του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτελεί αποτύπωση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη είχε δημιουργηθεί στον διοικούμενο -ιδιοκτήτη της έκτασης ή της επιχείρησης που ευρίσκεται εντός αυτής- με μια σειρά από διοικητικές πράξεις κανονιστικού και ατομικού χαρακτήρα, βάσει των οποίων θεώρησε σε κάθε περίπτωση δικαιολογημένα ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει νομίμως επιχείρηση στο γήπεδό του.

Στη σειρά των πράξεων αυτών, πρώτη ήταν η κήρυξη της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου και ο καθορισμός, εντός αυτής, βιομηχανικών ή βιοτεχνικών χρήσεων σε συγκεκριμένη έκταση. Η κήρυξη αυτή έγινε με προεδρικό διάταγμα (κανονιστικού χαρακτήρα ως προς τον καθορισμό των χρήσεων, αλλά ατομικού χαρακτήρα ως προς την οριοθέτηση της ζώνης), το οποίο εκδόθηκε μετά από την επεξεργασία εκ μέρους του Δικαστηρίου Σας. Δεύτερη πράξη στη σειρά αυτή ήταν η χορήγηση άδειας λειτουργίας ή οικοδομικής άδειας. Τρίτη διοικητική ενέργεια στο πλαίσιο αυτό είναι αυτή που απομονώνεται από τους αιτούντες φορείς, δηλαδή η χορήγηση πιστοποιητικού από τον αρμόδιο Δασάρχη ή την οικεία δασική υπηρεσία, περί του μη δασικού χαρακτήρα της εκτάσεως.

Εκτός όμως από τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου, οι παραπάνω διοικητικές πράξεις περιέχουν και αντίστοιχα στάδια ελέγχου του δασικού χαρακτήρα της επίμαχης εκτάσεως, με δεδομένο ότι κατά την ψήφιση του ν. 1337/1983, που καθιέρωσε τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου, ήδη ίσχυε η διάταξη του άρθρου 56 του ν. 998/1979, υπό την αρχική της μορφή, η οποία απαγόρευε στις περισσότερες περιπτώσεις βιομηχανικές χρήσεις εντός των δασών και των δασικών εκτάσεων. Έτσι, ο δασικός ή μη χαρακτήρας της έκτασης ελέγχθηκε στα παρακάτω στάδια: α. κατά την κατάρτιση του προεδρικού διατάγματος για τον καθορισμό της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου και κατά την επεξεργασία του από το Δικαστήριό Σας, β. κατά τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας, γ. κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Επομένως, σε όλα αυτά τα στάδια είχε διαπιστωθεί (στα τελευταία εξ αυτών με το έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα) ότι η επιχείρηση θα λειτουργούσε σε περιοχή που δεν έχει δασικό χαρακτήρα και, για το λόγο αυτό, ορθώς οι αντίστοιχες εκτάσεις δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στους δασικούς χάρτες.

  1. Δεν προσκρούει στο Σύνταγμα η συμπερίληψη των αποφάσεων των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων στις διοικητικές πράξεις, οι οποίες μπορούν να θεμελιώσουν τη νομιμότητα της μεταβολής του δασικού χαρακτήρα ή της δασικής χρήσης μιας έκτασης προ της 11.6.1975, όταν, για να εξαιρεθούν οι εντός αυτών εκτάσεις από την ανάρτηση στους δασικούς χάρτες απαιτείται να έχει χωρήσει επέμβαση και να διατηρείται η αποδοθείσα χρήση (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 2)

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 3, που έγινε με την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 48 ν. 4685/2020, αντίκειται στο Σύνταγμα, στο βαθμό που δι’ αυτής προσδίδεται μη δασικός χαρακτήρας στο σύνολο των εκτάσεων, των οποίων επελήφθησαν οι Επιτροπές Απαλλοτριώσεων. Ως εκ τούτου, κατά την αίτηση ακυρώσεως, και η περ. 1 της παρ. Α του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που εφαρμόζει την παραπάνω διάταξη, αντίκειται στο Σύνταγμα και πρέπει να ακυρωθεί. Επισημαίνεται, μάλιστα, και η νομολογία του Δικαστηρίου Σας (με ενδεικτική αναφορά στην απόφαση υπ’ αριθμόν  2829/2013) ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων δεσμεύουν ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς μιας έκτασης, αλλά όχι ως προς τον δασικό της χαρακτήρα.

Με αυτά τα στοιχεία, όμως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως: ο νόμος και η προσβαλλομένη απόφαση δεν ορίζουν ότι οι εκτάσεις, των οποίων έχουν επιληφθεί οι αποφάσεις των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων, δεν είναι σήμερα δασικές και δεν πρέπει να περιληφθούν στους δασικούς χάρτες αυτομάτως. Απλώς, προσθέτει τις αποφάσεις των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων στις διοικητικές εκείνες πράξεις, οι οποίες θεμελιώνουν τη νομιμότητα μιας επέμβασης, προ του 1975, σε δασική έκταση, η οποία της προσέδωσε μη δασικό χαρακτήρα. Επομένως, δεν αναιρείται ο βασικός κανόνας που καθιερώνει η παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, ότι, προκειμένου να θεωρηθεί ότι μία έκταση έχει απωλέσει το δασικό της χαρακτήρα, πρέπει προ της 11.6.1975 να έχει χωρήσει επέμβαση, η οποία στηρίζεται σε μη ακυρωθείσα ή ανακληθείσα διοικητική πράξη, και δεν αρκεί η έκδοση της διοικητικής πράξεως καθ’ αυτήν. Επιπλέον, πρέπει να συντρέχει και η προϋπόθεση που προστέθηκε με τη διάταξη της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 48 ν. 4685/2020, δηλαδή να διατηρείται η αποδοθείσα χρήση.

Τα παραπάνω δεδομένα δεν ίσχυαν στην περίπτωση που κρίθηκε με την υπ’ αριθμόν 2829/2013 απόφαση του Δικαστηρίου Σας: στη συγκεκριμένη υπόθεση, αγρός που είχε παραχωρηθεί με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων στη συνέχεια δασώθηκε και, έτσι, επανέκτησε τον δασικό του χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριό Σας έκρινε ότι η απόφαση των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων δεν μπορεί να είναι δεσμευτική ως προς τον δασικό χαρακτήρα μιας έκτασης. Κατά τρόπο απολύτως σύμφωνο με τη συλλογιστική του Δικαστηρίου Σας στην παραπάνω υπόθεση, η διάταξη της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 έθεσε, ως νέα προϋπόθεση για την μη εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας σε μια έκταση, η διατήρηση της αποδοθείσας χρήσεως. Αντιστοίχως, στην προσβαλλομένη υπουργική απόφαση τέθηκε το προαναφερθέν στάδιο έρευνας, κατά την αναμόρφωση των δασικών χαρτών, όπου διαπιστώνεται εάν πράγματι η αποδοθείσα χρήση διατηρείται σήμερα και ο παλαιότερος αγρός δεν έχει δασωθεί ή δεν έχει αποδοθεί σε άλλη χρήση (τουριστική, βιομηχανική κ.λπ.). Επομένως, με βάση την προσβαλλομένη απόφαση η έκταση της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2829/2013 απόφαση του Δικαστηρίου Σας θα είχε θεωρηθεί ως δασική και θα είχε περιληφθεί στους δασικούς χάρτες.

Εξ άλλου, η υπ’ αριθμόν 2829/2013 απόφαση του Δικαστηρίου Σας αναφέρει και το νομικό ιστορικό των απαλλοτριώσεων που έγιναν κατά τη δεκαετία του 1950: τη διάταξη του άρθρου 104 του Συντάγματος του 1952, που επέτρεψε τις απαλλοτριώσεις μεγάλων εκτάσεων για μία τριετία, με σκοπό την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, το ν.δ. 2185/1952 και τον ν. 2148/1952 που εκδόθηκαν εις εφαρμογή της παραπάνω συνταγματικής πρόβλεψης, καθώς και τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 117 του ισχύοντος Συντάγματος, που έκρινε ότι οι νόμοι που εξεδόθησαν μέχρι τις 21.4.1967, εις εφαρμογή του άρθρου 104 του Συντάγματος του 1952, δεν θεωρούνται αντικείμενοι στο Σύνταγμα του 1975. Από την εξέταση του συνόλου του άρθρου 48 ν. 4685/2020 και της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όχι από την παράθεση αποσπασμάτων αυτών, προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές είναι απολύτως συμβατές με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου Σας.

  1. Δεν υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στις προϋποθέσεις που θέτει η παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 για τη λήψη υπ’ όψει οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί προ της 11.6.1975 και στην πρόβλεψη της προσβαλλομένης αποφάσεως (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 3)

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση ότι αποκλίνει από τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 σε σχέση με τις οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί πριν από την 11.6.1975. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 δεν χαρακτηρίζεται ως δάσος ή δασική έκταση η επιφάνεια που είναι απολύτως αναγκαία για την εφαρμογή νόμιμης οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί πριν από την 11.6.1975. Στην προσβαλλομένη, όμως, και ειδικότερα στην παρ. Β του άρθρου 2, ζητείται η προσκομιδή αποτύπωσης της αναγκαίας (και όχι «απολύτως αναγκαίας») επιφάνειας για την εφαρμογή της οικοδομικής άδειας, ενώ δεν γίνεται μνεία περί της προϋπόθεσης ότι η οικοδομική άδεια θα πρέπει να είναι νόμιμη. Στη συνέχεια, με τον ίδιο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η επιφάνεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της οικοδομικής άδειας μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη από την επιφάνεια που καλύπτει το δομηθέν ακίνητο ή οι νομίμως δημιουργηθέντες ακάλυπτοι χώροι σε συγκρότημα ακινήτων, το οποίο έχει εκδοθεί με βάση ενιαία οικοδομική άδεια.

Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος. Δεν προσδιορίζει ποια θα ήταν η διαφορά μεταξύ της «αναγκαίας» και της «απολύτως αναγκαίας» επιφάνειας για την εφαρμογή μιας ήδη εκδοθείσας και εκτελεσθείσας οικοδομικής άδειας, ώστε να καταστεί σαφές εάν θα μπορούσε πραγματικά απόκλιση μεταξύ της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 και της παρ. Β του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως (δεδομένου ότι η προσβαλλομένη πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της νομοθετικής διάταξης που εφαρμόζει). Εξ άλλου, η απαίτηση για νόμιμη άδεια που θέτει η παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 καλύπτεται από το δικαιολογητικό που προβλέπεται στην περ. 2 της παρ. Β του άρθρου 2 της προσβαλλομένης, που είναι η βεβαίωση της οικείας υπηρεσίας δόμησης ή υπεύθυνη δήλωση αρμόδιου μηχανικού ότι η σχετική οικοδομική άδεια δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί.

Κατά το υπολειπόμενο σκέλος του, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως: καθώς πρόκειται για άδειες που έχουν ήδη εκδοθεί, η αναγκαία επιφάνεια για την εφαρμογή τους δεν είναι κάποιο αφηρημένο μέγεθος, αλλά αποτυπώνεται στο ίδιο το σώμα της άδειας και στην κατάσταση επί του εδάφους. Επομένως, δεν καταλείπεται το περιθώριο, το οποίο επικαλούνται οι αιτούντες φορείς, για την τεχνητή αύξηση της έκτασης που εξαιρείται από την προστασία της δασικής νομοθεσίας.

  1. Η νομιμότητα των οικοδομικών αδειών για εκτός σχεδίου γήπεδα που έχουν εκδοθεί πριν από την ισχύ του ν. 4030/2011 έχει ως προϋπόθεση τη βεβαίωση της δασικής υπηρεσίας, ότι τα γήπεδα δεν ευρίσκονται εντός δασών ή δασικών εκτάσεων (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 4)

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση μη συννόμως δεν απαιτεί, για να εξαιρεθεί από την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας μια έκταση για την οποία έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια μετά το 1975 και πριν την ισχύ του ν. 4030/2011, να λαμβάνεται υπ’ όψει βεβαίωση της δασικής υπηρεσίας περί του μη δασικού χαρακτήρα του γηπέδου. Επίσης, προβάλλεται ότι η πρόβλεψη για εξαίρεση εκτάσεων, για τις οποίες έχει εκδοθεί άδεια που δεν έχει υλοποιηθεί, οδηγεί στο ενδεχόμενο να εξαιρεθούν τελικώς εκτάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν πυκνή δασική βλάστηση.

Ωστόσο, οι άδειες που έχουν εκδοθεί για εκτός σχεδίου γήπεδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. της 8.7.1993, είχαν ως απαραίτητη προϋπόθεση και στοιχείο της νομιμότητάς τους τη βεβαίωση της δασικής υπηρεσίας, ότι δεν ευρίσκονται εντός δασών ή δασικών εκτάσεων. Συνεπώς, η σχετική βεβαίωση σε κάθε περίπτωση μπορεί να ανευρεθεί στο φάκελο της σχετικής οικοδομικής άδειας.

Επιπλέον, η οικονομική κρίση από το 2010 οδήγησε σε σημαντική μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας. Αυτό το γεγονός οδήγησε την Πολιτεία σε πολλαπλές παρατάσεις της ισχύος των ήδη εκδοθεισών οικοδομικών αδειών με διατάξεις, όπως αυτές του άρθρου δωδεκάτου του ν. 4612/2019, του άρθρου 12 ν. 4585/2018, του άρθρου 76 ν. 4368/2016 κ.λπ. Συνεπώς, μη υλοποιηθείσες είναι οι οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί επί γηπέδων που δεν είχαν κατά την έκδοσή τους δασικό χαρακτήρα, όπως αυτό είχε υποχρεωτικώς βεβαιωθεί από την αρμόδια δασική υπηρεσία κατά τη διαδικασία εκδόσεώς τους, με αποτέλεσμα η περί του αντιθέτου αιτίαση του έκτου λόγου ακυρώσεως να προβάλλεται αβασίμως.

  1. Το ψηφιακό αρχείο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι πρόσφορο να αποδείξει τη διατήρηση της αγροτικής χρήσης μιας έκτασης (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 5)

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι μη νομίμως επιβάλλεται να λαμβάνεται υπ’ όψει, κατά τη διαδικασία αναμόρφωσης των δασικών χαρτών, το ψηφιακό αρχείο του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μια παραχωρηθείσα έκταση διατηρεί την αγροτική χρήση της. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι με τον τρόπο αυτό θα «παρακάμπτονται οι τεχνικές διαπιστώσεις των δασικών υπηρεσιών».

Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η χρήση του ψηφιακού αρχείου του ΟΠΕΚΕΠΕ εν προκειμένω δεν γίνεται για τη διαπίστωση του δασικού χαρακτήρα μιας έκτασης, αλλά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν διατηρεί την αποδοθείσα γεωργική ή κτηνοτροφική της χρήση. Τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, τα οποία είναι απαραίτητα για την υπαγωγή στο καθεστώς των ενισχύσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, συγκροτούν ένα πλήρες ψηφιοποιημένο χαρτογραφικό υπόβαθρο, το οποίο υπόκειται σε διαρκείς ελέγχους από κρατικά και κοινοτικά όργανα. Επομένως, παρέχουν πολύ μεγάλη ασφάλεια σε σχέση με τη χρήση μιας έκτασης και είναι τα πλέον πρόσφορα, για να διαπιστωθεί εάν τηρείται η προϋπόθεση της παρ. 7 του άρθρου 3, για διατήρηση της χρήσης που αποδόθηκε σε μία έκταση. Ο ισχυρισμός των αιτούντων φορέων, ότι το αρχείο αυτό περιέχει σφάλματα, προβάλλεται κατά τρόπο παντελώς αόριστο και ατεκμηρίωτο.

  1. Το ψηφιακό αρχείο της ΑΓΡΟΓΗΣ είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που νομίμως λαμβάνονται υπ’ όψει, για να επιβοηθήσουν στη συνολική αποτύπωση των πράξεων της διοικήσεως που αναφέρονται ενδεικτικώς στην παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979 (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 6)

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως οι αιτούντες προβάλλουν, όλως αορίστως, ότι το αρχείο της ΑΓΡΟΓΗΣ Α.Ε., το οποίο περιήλθε στον ΟΠΕΚΕΠΕ δυνάμει της διατάξεως της περ. γγ’ της υποπαρ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 2 ν. 3895/2010, δεν έχει επιστημονική και θεσμική βάση και δεν είναι πιστοποιημένο για την ακρίβειά του. Ωστόσο, το αρχείο αυτό παρελήφθη ως έργο από την ΑΓΡΟΓΗ Α.Ε. και ο νομοθέτης του απέδωσε ιδιαίτερη σημασία, κατονομάζοντάς το σε ειδική νομοθετική ρύθμιση ως περιουσιακό στοιχείο που περιήλθε στον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Ανεξαρτήτως αυτού, το εν λόγω αρχείο είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 48 ν. 4685/2020, όπως και στο άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία αξιοποιούνται με σκοπό την αποτύπωση των διοικητικών πράξεων της παρ. 7 του άρθρου 3 ν. 998/1979. Εξ άλλου, η πρόβλεψη ότι το αρχείο αυτό λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπ’ όψει, σε συνδυασμό με άλλα έγγραφα, είναι εντολή προς την Υπηρεσία να το εξετάσει και όχι να μεταφέρει αυτούσιο το περιεχόμενό του στους δασικούς χάρτες. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως.

  1. Η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 προβλέπει ότι το σύνολο των δασικών χαρτών που είχαν αναρτηθεί ή κυρωθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου αναρτώνται εκ νέου και, ως εκ τούτου, η αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποκλίνει από τη διάταξη του νόμου (αντίκρουση του λόγου ακυρώσεως υπό στοιχ. ΙΙ αρ. 7)

Ο ένατος λόγος ακυρώσεως πλήττει τη φερόμενη αναντιστοιχία μεταξύ του άρθρου 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως και της παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι κατά τη νομοθετική προβλεψη θα αναρτηθούν εκ νέου μόνον οι «αναμορφωθέντες ή τροποποιηθέντες» δασικοί χάρτες και ότι το σύνολο αυτών, ενώ η προσβαλλομένη απόφαση προβλέπει ότι όλοι οι δασικοί χάρτες θα αναρτηθούν εκ νέου.

Από την ανάγνωση της παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020, όμως, προκύπτει ότι το σύνολο των δασικών χαρτών αναμορφώνονται ή τροποποιούνται. Ειδικότερα, το πρώτο εδάφιο της διάταξης προβλέπει:

«Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος αναμορφώνονται υποχρεωτικά οι μερικώς ή ολικώς κυρωθέντες και οι αναρτηθέντες δασικοί χάρτες, όπως και οι δασικοί χάρτες που βρίσκονται σε οποιοδήποτε στάδιο κατάρτισης ή θεώρησης, προκειμένου να συμπεριληφθούν σε αυτούς διοικητικές πράξεις, οι οποίες είχαν παραλειφθεί κατά την αρχική κύρωση, ανάρτηση ή επεξεργασία, αντίστοιχα …».

Επομένως, στους «αναμορφωθέντες ή τροποποιηθέντες, κατά τα ανωτέρω» δασικούς χάρτες της παρ. 10 του άρθρου 48 ν. 4685/2020 περιλαμβάνονται όλοι οι χάρτες που είχαν κυρωθεί ή αναρτηθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Για το λόγο αυτό είναι σαφές ότι η πρόβλεψη του άρθρου 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την οποία διαμαρτύρονται οι αιτούντες φορείς, είναι απολύτως σύμφωνη με τη διάταξη του νόμου.

Επειδή, λοιπόν, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνουμε για τη διατήρηση του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως.

Επειδή δι’ αυτής οι δασικοί χάρτες αναμορφώνονται, ώστε να αποτυπώσουν με ακρίβεια τις εκτάσεις που διέπονται από τη δασική νομοθεσία και τις εκτάσεις που εξαιρούνται από αυτήν.

Επειδή οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται κατά της προσβαλλομένης πράξεως είναι αβάσιμοι.

Επειδή επισυνάπτουμε το με στοιχεία Π2710752 γραμμάτιο Π.Ε.& Ε.του ΔΣΑ.

Για τους λόγους αυτούς

και όσους θα προσθέσουμε

Α ι τ ο ύ μ ε θ α: Να γίνει δεκτή η παρέμβαση μας αυτή. Να απορριφθεί η υπ’ αριθμόν καταθέσεως Ε1998/2020 αίτηση ακυρώσεως. Να διατηρηθεί το κύρος της προσβαλλομένης πράξεως και Να καταδικασθούν οι αιτούντες φορείς στη δικαστική μας δαπάνη.

Αθήνα, 1η Οκτωβρίου 2020

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος”

ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕ ΔΩΡΟ

Εγγραφείτε στο Newsletter και εξασφαλείστε την συμμετοχή σας